Θέατρο / Περιμένοντας την ανάπτυξη στη μικρή μας πόλη

Θέατρο / Περιμένοντας την ανάπτυξη στη μικρή μας πόλη

"Ο Δημήτρης Χατζής δεν γράφει ηθογραφία, γράφει για το μεδούλι του ανθρώπου ως οντότητας και ως συλλογικότητας. Γι' αυτό η γραφή του είναι διαχρονική, ακουμπάει κάθε φορά την εποχή μας, είτε αυτή είναι το σήμερα είτε είναι το αύριο" λέει ο σκηνοθέτης Ορέστης Τάτσης με αφορμή τη σημερινή πρεμιέρα της παράστασης "Το τέλος της μικρής πόλης", στο θέατρο Rabbithole. H εμβληματική συλλογή, και συγκεκριμένα το διήγημα "Ο Τάφος", έδωσαν την έμπνευση για την παράσταση, μεταφέροντας στη σκηνή ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Η μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ελληνικό Εμφύλιο μέσα από τη γραφίδα του Χατζή έγινε το ψυχογράφημα του τόπου και της κοινωνίας και μαζί ο καθρέφτης όπου ο σημερινός Έλληνας μπορεί να διακρίνει το πρόσωπό του. "Από το 2011 προσπαθώ να δραματοποιήσω τα διηγήματα του Δημήτρη Χατζή. Ο συγγραφέας απευθύνεται άμεσα στην εποχή μας και κάποια στιγμή πρέπει να σκύψουμε σοβαρά πάνω στο έργο του" λέει ο σκηνοθέτης.

Η αλήθεια είναι ότι τον ξεχνάμε τον Χατζή. Απαρατήρητα πέρασαν πέρσι τα 40χρονα από τον θάνατό του. Λίγο η πανδημία, λίγο η πολιτεία, που για άλλα ενδιαφέρεται, λίγο η αριστερή του ταυτότητα, λίγο η αμνησία μας, και άλλα πολλά, άφησαν αυτόν τον σπουδαίο συγγραφέα παράμερα. Κι έρχεται το θέατρο να μας θυμίσει ότι υπάρχει ένα έργο που πάλλεται, τόσο ανθρώπινο και τόσο βαθιά, μα όχι κραυγαλέα, πολιτικό. Τόσο επίκαιρο. Ένα έργο που μας καλεί να το ξαναδιαβάσουμε γιατί έδειξε με ευγένεια αλλά και ευθυκρισία πολλά από τα σημεία και τα τέρατα που κατατρύχουν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Στο προσκήνιο και πάλι

"Το τέλος της μικρής μας πόλης" γίνεται η δεύτερη παράσταση που φέρνει στο προσκήνιο το έργο του Δημήτρη Χατζή. Έχει προηγηθεί η παράσταση "Μέρα Σάββατο", που βασίζεται στο διήγημα "Σαμπεθάι Καμπιλής" και εξακολουθεί να παίζεται στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, αναδεικνύοντας τη ζωή στα προπολεμικά Γιάννενα.

Τα Γιάννενα βρίσκονται στο επίκεντρο και ετούτης της παράστασης κι ας μην καταγράφεται σαφώς ο τόπος στο διήγημα ο "Τάφος", απ' όπου αντλεί την έμπνευσή της. "Η ποταμιά που περιγράφει ο Χατζής στο διήγημά του είναι ένας τόπος γνώριμος" λέει ο Ορέστης Τάτσης. "Σε μια τέτοια ποταμιά πήγαινα μικρός. Είδα τον τόπο να αλλάζει, όπως περιγράφεται από τον Χατζή, και όταν πέρασε από κει η περιβόητη Ιονία Οδός, έπαψε να υπάρχει. Διαβάζοντας το διήγημ'α του  νόμιζα ότι τό 'γραψε για μένα. Ο Χατζής όμως έγραψε για όλους μας, σε κάθε τόπο και κάθε χρόνο.  Το τέλος της μικρής μας πόλης δεν είναι το τέλος της μικρής μας χώρας μόνο, ίσως προοιωνίζεται το τέλος του μικρού ανθρώπου. Όμως κάθε τέλος πάντα φέρνει μια καινούργια αρχή" υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης.

"Διαβάζοντας την ιστορική στιγμή και την εποχή του από μακριά, έγραψε γι' αυτό το 'αλλού' το οποίο μάς αφορά όλους. Έγραψε και για την εποχή του και για την εποχή μας, έγραψε για την ψυχή του ανθρώπου, κρατώντας πάντα την απόσταση από τη διακεκαυμένη ζώνη" λέει ο Ορέστης Τάτσης. "Ενώ οι ήρωές του έχουν πάθος, ο ίδιος φροντίζει να μην παθιάζει τη γραφίδα του. Δείχνει συμπόνια στους ήρωες του, τους συμπαθεί, δεν τους κρίνει, αφήνει εμάς να τους κρίνουμε. Μέσα από τη γραφή του φροντίζει να διατηρεί εκείνη την απόσταση που επιτρέπει στον αναγνώστη ή τον θεατή του έργου του να βάλουν μπρος τη διαδικασία της κριτικής σκέψης" εξηγεί.

Σαν να γράφτηκε σήμερα

Η πολυσυζητημένη στις μέρες μας ανάπτυξη απασχολεί τον Δημήτρη Χατζή στο διήγημα από το οποίο εμπνέεται η παράσταση. "Είναι σαν να γράφτηκε σήμερα" σημειώνει ο σκηνοθέτης. "Στον 'Τάφο' όλα γίνοται για τον τουρισμό και την ανάπτυξη που υποτίθεται ότι φέρνει μαζί του. Όμως αυτή η νέα εποχή, όπως με σαφήνεια μας δείχνει ο Χατζής, μπορεί να επιφυλλάσσει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα" λέει. Ο ένας ήρωάς του, ο νοικοκύρης Τσιάγαλος, περιμένει για χρόνια να φτιαχτεί ο δρόμος που οδηγεί στο ποτάμι και θα φέρει περισσότερους πελάτες στην παράγκα - καφενείο του. Γίνεται αδίστακτος περιμένοντας την "ανάπτυξη", μα η ανάπτυξη τον βρίσκει ένα βήμα πίσω. Όταν έρχεται, εκείνος δεν μπορεί να την παρακολουθήσει. Ο άλλος ήρωάς του, ο Σπούργος, δεν θέλει να την παρακολουθήσει. "Κι εμείς βρσικόμαστε να παρακολουθούμε δύο κόσμους, που είναι τόσο οικείοι και τόσο χαμένοι ταυτόχρονα" λέει ο Ορέστης Τάτσης.

"Ο Χατζής, βέβαια, δεν δαιμονοποιεί την ανάπτυξη αλλά θέλει να κρατήσει μιαν απόσταση, εκείνη που θα μας επιτρέψει να σκεφτόμαστε κάθε φορά τι ανάπτυξη θέλουμε, έτσι που να μη χάσουμε τις ζωές και τις ψυχές" εξηγεί και παραπέμπει σε οικείες συνθήκες. "Ο Χατζής δεν νομίζω ότι θα έλεγε ποτέ μη βάλεις ανεμογεννήτριες. Θα μας έβαζε να σκεφτούμε όμως τι είναι αυτό που θέλουμε να κάνουμε και γιατί. Πώς δεν θα καταστρέψουμε τόπους και ανθρώπους, πώς δεν θα καταστρέψουμε τη μνήμη που φέρει ένας τόπος, ένα τοπίο και η ίδια η ζωή. Θα μας έβαζε να σκεφτούμε ότι κάθε τάφος έχει και λουλουδάκια και χορτάρια που φυτρώνουν πάνω του και πρέπει να βρούμε τη δύναμη να πάμε παρά πέρα. Προς μια κατεύθυνση όμως που θα μπορούμε να μοιραζόμαστε τα πράγματα, να βλέπουμε την ομορφιά και να την προστατεύουμε, για να αλλάξουμε επί της ουσίας τον κόσμο που αφήνουμε πίσω αλλά εξακολουθεί να μας εμπνέει".

Η απόσταση που κρατάει ο Χατζής από τους ήρωές του και από τα δρώμενα έδωσε και την κατευθυντήρια διεύθυνση της παράσταση. "Σ' αυτήν είδαμε την απόσταση που επιθυμεί ο Μπρεχτ στα γραπτά του και φτιάξαμε μια παράσταση όπου κομβικό ρόλο έχει η μουσική" εξηγεί προσθέτοντας ότι "τίποτα στην παράστασή μας δεν παραπέμπει σε θλίψη ή σε τραγωδία. Έχει πολύ χιούμορ, σάτιρα, ζωντανή μουσική, είναι μια παράσταση στην οποία γελάς πολύ αλλά στο τέλος ελπίζουμε ότι αφήνει πράγματα να σκεφτείς".

Στην παράσταση τη διασκευή υπογράφει η Έλσα Αδριανού και τη μουσική ο Θέμος Σκανδάμης, ο οποίος παίζει ζωντανά στη σκηνή. Τους ρόλους ερμηνεύουν οι Άρης Τρουπάκης, Νίκος Γιαλελής, Στάθης Κόκκορης, Κώστας Κουτρουμπής και Δημήτρης Μηλιώτης.