Ένα ολιστικό καλλιτέχνημα

Ένα ολιστικό καλλιτέχνημα

Η ασφάλεια που συνόδευσε τον Τζορντάνο με αφετηρία την επιτυχία του «Αντρέα Σενιέ» επισφραγίσθηκε όχι μόνον από την ανάλογη επιτυχία της «Φεντόρα» που ακολούθησε, αλλά και από τον γάμο του με τη θυγατέρα του ιδιοκτήτη του θρυλικού Γκραντ Οτέλ του Μιλάνου, όπου διένυε τα τελευταία χρόνια ζωής ο ίδιος ο Βέρντι! Οι ιστορικές αναφορές δεν είναι περιττές, αφού αναδεικνύουν την προβολή του διακυβεύματος, στο οποίο ανταποκρίθηκε η «νέα» παραγωγή της ΕΛΣ, ως προσαρμογή παλαιότερης του Νίκου Πετρόπουλου στον φαληρικό χώρο του Θεάτρου, την αναβίωση της οποίας επιμελήθηκε με ζήλο ο Ίων Κεσούλης.

Αν και η αναπαράσταση του «ιστορικού περιβάλλοντος» αποτέλεσε εξ αρχής αντικείμενο εμβριθούς μελέτης και ανάλυσης, ιστορικής και αισθητικής, για τον κοσμοπολίτη Έλληνα συνεχιστή του Βισκόντι, θεωρούμε ότι η μεγάλη αίθουσα επιβεβαίωσε μεγαλειωδώς την ενδιάθετη φιλοδοξία μιας πρόκλησης τόσο απαιτητικής όσο αυτή της συγκεκριμένης όπερας. Κρατώντας ο ίδιος όχι μόνον τη διδασκαλία και τα σκηνικά, αλλά και τα κοστούμια, όπως και τους φωτισμούς (καίριους στη β’ και γ’ πράξη), ο διόλου τυχαία βραβευμένος από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών με «Μεγάλο Βραβείο Μουσικής» δημιουργός έλαμψε τόσο στον αναπαραστατικό μακρόκοσμο αξιομνημόνευτων, μνημειακών tableaux vivants όσο και στη διεισδυτικότητα της δραματουργικής λεπτομέρειας επώνυμων και ανώνυμων χαρακτήρων, δημιουργώντας αβίαστα κλάσματα επί μέρους σκηνικών χώρων για την προβολή κάθε ελάχιστης αναφοράς ή εύλογης συνεπαγωγής του κειμένου. Ένα κυριολεκτικό ρεσιτάλ σκηνικής διευθέτησης της δράσης διακριτικά προορισμένο για «ειδήμονες και εραστές», με το κάθε κοστούμι να συμβάλλει ουσιαστικά στην αναβίωση της αυθεντικής ατμόσφαιρας στην προεπαναστατική και μετεπαναστατική Γαλλία, μέσα από τον λεπτολόγο φακό του Νικόλα Πάσσαρη.

Παρά την προχωρημένη του ηλικία και τη λυρική φωνητική του φύση, ο Αργεντινός Marcelo Alvarez εντυπωσίασε με την αγνή γραμμή του τραγουδιού, την ευφυή υπέρβαση εύλογων ορίων, την κουλτούρα του μαλακού τραγουδιού, χωρίς ίχνος βιμπράτο, και την οικεία γενναιόδωρη θέρμη του, ποιότητες που δικαίωσαν αναδρομικά τη β’ πράξη, μόνη μετρίως επιτυχή κατά την παγκόσμια πρεμιέρα. Πλάι του, μετρημένη και όχι εκ πρώτης όψεως γοητευτική, η Ιταλίδα υψίφωνος Maria Agresta έχτισε σταδιακά μια Μανταλένα λιτής χειρονομίας και φωνητικής εντιμότητας, πειστική και στην ασυνήθους εσωτερικότητας αντιπαράστασή της με τον σφαιρικά ώριμο, διαψευσμένο ιδεαλιστή Ζεράρ του βαρυτόνου Δημήτρη Πλατανιά. Υπό την αφηγηματική διεύθυνση του Philippe Auguin, μια πλειάδα αγαπητών συντελεστών του Θεάτρου σκιαγράφησαν προσωπογραφίες, όπως η συγκλονιστική Μαντελόν της Τζούλιας Σουγλάκου, η εντυπωσιακή και ως «merveilleuse» Μπέρσι της Μαρισίας Παπαλεξίου, ο πολυτελής Ρουσέ του Γιάννη Γιαννίση, ο ιδιωματικός Αβάς του Νίκου Στεφάνου και ο μετρημένος «incroyable» του Χρήστου Κεχρή. Βινιέτες και από την Κόμισσα της Ινές Ζήκου, τον Φλεβίλ του Βαγγέλη Μανιάτη, τον μπερμπάντη οινόφλυγα Ματιέ του Παντελή Ρασιδάκη, τον Φουκιέ του Γιώργου Ματθαιακάκη. Εξαιρετικές, τέλος, οι χορογραφίες εποχής της Fausta Mazzuchelli, με την υψηλή αισθητική να αφομοιώνεται ανεπαίσθητα στην αληθοφάνεια της σκηνικής ροής. In brevi, ένα ολιστικό καλλιτέχνημα!