Μεγάλη Εβδομάδα με τον Μπαχ της «Ευαισθησίας»

Μεγάλη Εβδομάδα με τον Μπαχ της «Ευαισθησίας»

Ήταν Μέγα Σάββατο, όταν, στις 2 Απριλίου 1768, «ο Μπαχ» ανελάμβανε τα καθήκοντα του Δημοτικού Διευθυντή Μουσικής και Κάντορα στο Johanneum του Αμβούργου, θέση στην οποία είχε υπηρετήσει ο εν τω μεταξύ κεκοιμημένος ομότεχνος και φίλος του πατέρα του, ο νονός του Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν. Δεν αναφερόμαστε φυσικά στον Γιόχαν Σεμπάστιαν, που σήμερα βραχυλογικά υποδεικνύουμε ως «τον Μπαχ», αλλά σε εκείνον, που, προερχόμενος από πολυετή και πολλαπλώς ευδόκιμη υπηρεσία στην Αυλή του Μεγάλου Φρειδερίκου της Πρωσίας, ήταν ο αδιαφιλονίκητος «Μπαχ» της εποχής του. Ο σημαντικότερος συνθέτης της περιόδου ανάμεσα σε αυτήν του πατέρα του και του Χαίντελ και εκείνη του Χάυντν και του Μότσαρτ. Γιατί ο Carl Philipp Emmanuel, ο πρεσβύτερος επιζών γιος της ιδιαιτέρως πολύτεκνης οικογένειάς του, ορφανός από μητέρα στα 4 και μαθητής «στη σύνθεση και τη δεξιοτεχνία των πληκτροφόρων» αποκλειστικά του πατέρα του, υπήρξε κορυφαίος εκτελεστής και θεωρητικός της εποχής του, σεβαστό μέλος ενός από τους σημαντικότερους κύκλους διανοητών, καλλιτεχνών και επιστημόνων του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ένας δημιουργός που έτυχε της έγγραφης ευγνωμοσύνης του Χάυντν, προκάλεσε ενθουσιασμό στον Μπετόβεν με πιανιστικά του έργα, ο ίδιος που ο Μότσαρτ αποκαλούσε «πατέρα» συμπληρώνοντας: «Ό,τι σωστό κάνουμε, το έχουμε μάθει από εκείνον»!

Κι όμως, ο γεννημένος στη Βαϊμάρη και μεγαλωμένος στη Λειψία μουσουργός, παιδαγωγός και ερμηνευτής, πτυχιούχος της Νομικής του Πανεπιστημίου τής Φρανκφούρτης επί του Όντερ, όπου γυμνάσιο και αίθουσα συναυλιών φέρουν το όνομά του, δεν είχε τύχη με την υποψηφιότητα διαδοχής τού πατέρα του στον Άγιο Θωμά, αφήνοντας έτσι το Βερολίνο και το Αμβούργο όχι μόνον να απολαύσουν τις υπηρεσίες του, αλλά και να ερίζουν χωρίς νικητή μέχρι σήμερα για το προσωνύμιό του, ως «Μπαχ του Βερολίνου» ή «Μπαχ του Αμβούργου».

Τα καθήκοντα πάντως και αυτού του Μπαχ, στην «ελεύθερη και χανσεατική» πόλη της Βόρειας Θάλασσας, δεν διέφεραν από αυτά του πατέρα στην ομοίως προτεσταντική Λειψία, χάρη και στην ισχυρή αστική τάξη του αυτοδιοίκητου Αμβούργου. Οι περίπου 200 συναυλίες ετησίως σε πέντε μεγάλους ναούς και οι πολυάριθμες συνθέσεις κάθε μορφής, προς απλή τέρψη ή για λειτουργική χρήση, συναριθμούσαν μελοποιήσεις βιβλικής θεματικής, η απήχηση των οποίων υπερέβαινε την τοπική χρήση. Χαρακτηριστικό είναι δημοσίευμα του έτους 1788, μήνες πριν από τον θάνατο του συνθέτη, με την ευκαιρία της ανάκρουσης, στη Βιέννη, του ορατορίου του «Η Ανάσταση και η Ανάληψη του Ιησού» υπό την διεύθυνση του Μότσαρτ, όπου αυτολεξεί αναφέρεται: «Στην παρουσίαση της 4ης Μαρτίου, ο κ. Κόμης [σ.σ.: ο Gottfried Van Swieten, ο μαικήνας του Μότσαρτ, εν ζωή και μετά θάνατον, και επιστήθιος συνεργάτης τού Χάυντν στο κείμενο και τη μουσική των ορατορίων «Η Δημιουργία» και «Οι Εποχές»] προκάλεσε την περιφορά χαλκογραφίας πορτραίτου του κ. Αρχιμουσικού Μπαχ στην αίθουσα. Οι παριστάμενες πριγκήπισσες και κόμισσες και σύσσωμη η λαμπρή αριστοκρατία θαύμασαν τον μέγα συνθέτη και ακολούθησαν ηχηρές επευφημίες και ένα τριπλό, έντονο χειροκρότημα»...