Μιλάμε συχνά για τη Μεταπολίτευση και τον αντίκτυπό της στη νεοελληνική κοινωνία, λησμονώντας ότι η μετάβαση στη δημοκρατία δεν επηρέασε στον ίδιο βαθμό όλους τους κοινωνικούς χώρους και θεσμούς. Διαφορετικά εμπεδώθηκε ο εκδημοκρατισμός στους κρίσιμους τομείς των Ενόπλων Δυνάμεων, της Δημόσιας Διοίκησης και της Ανώτατης Εκπαίδευσης και αλλιώς στις τάξεις των Σωμάτων Ασφαλείας, του δικαστικού σώματος και της Εκκλησίας.(1) Ιδιαίτερα όσον αφορά την τελευταία, η πλήρης απουσία κάθαρσης μετά την πολιτειακή αλλαγή της 24ης Ιουλίου 1974 αποτελεί μοναδική περίπτωση και εγείρει μέχρι σήμερα ερωτήματα, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η Εκκλησία υπήρξε συνεκτικός αρμός τόσο της μετεμφυλιακής καχεκτικής δημοκρατίας όσο και της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών. Πώς, λοιπόν, ένας θεσμός με το αμφιλεγόμενο παρελθόν της ελλαδικής Εκκλησίας κατάφερε όχι μόνο να βγει αλώβητος από τη διαδικασία της πολιτειακής μετάβασης, αλλά και να συνεχίσει να αποτελεί προνομιακό συνομιλητή της πολιτικής ηγεσίας, και μάλιστα με ισχυρά κοινωνικά ερείσματα;
Η χαμένη ευκαιρία
Κομβικό ρόλο στην παραπάνω εξέλιξη έπαιξαν πρωτίστως οι πολιτικές στοχεύσεις και επιλογές των κρατούντων, κυρίως κατά τη διάρκεια της λεγόμενης πρώιμης Μεταπολίτευσης (1974-1975). Αναλαμβάνοντας την εξουσία τον Ιούλιο του 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής βρέθηκε αντιμέτωπος ταυτόχρονα με τρεις προκλήσεις: την τραγωδία της Κύπρου, τη σταθεροποίηση του πολιτεύματος και την ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας. Γι’ αυτό και επέλεξε την ήπια διευθέτηση του εκκλησιαστικού, φοβούμενος το άνοιγμα ενός νέου μετώπου, που μόνο προβλήματα θα γεννούσε τη δεδομένη στιγμή. Η σιωπηρή νομιμοποίηση του «σεραφειμικού» εκκλησιαστικού status quo μέσω συμβολικών πρακτικών (π.χ., ορκωμοσία ενώπιον του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ) και φωτογραφικών νομοθετημάτων (βλ. ΝΔ 87/1974) μαρτυρά ακριβώς την επιθυμία τού, κατά τα άλλα αδιάφορου περί τα θρησκευτικά, Κωνσταντίνου Καραμανλή για έναν γρήγορο και αθόρυβο διακανονισμό. Παρόμοια πολιτική ως προς τον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα της επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί -ανεπιτυχώς- και στο επερχόμενο σύνταγμα του 1975, με τα συνταγματικά σχέδια, μάλιστα, να προχωρούν σε σημαντικές αλλαγές, όπως η εξάλειψη της επίκλησης στην Αγία Τριάδα και η κατάργηση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού από τους σκοπούς της Παιδείας. Ωστόσο, η εσωκομματική αντιπολίτευση (παλαιά ΕΡΕ), εκμεταλλευόμενη τις πιέσεις εκκλησιαστικών παραγόντων και θρησκευτικών ομάδων, ανέτρεψε τα κυβερνητικά σχέδια περί σταδιακής χαλάρωσης των σχέσεων, επιβεβαιώνοντας ότι τα προδικτατορικά πελατειακά δίκτυα διατηρούσαν ακόμη την ισχύ τους. Έτσι οδηγηθήκαμε στην ψήφιση ενός συντάγματος «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», στο οποίο η ελλαδική Εκκλησία διατηρούσε την προνομιακή της θέση ως «επικρατούσα θρησκεία» και η Παιδεία συνέχιζε να έχει ως βασική της αποστολή, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης. Η ψήφιση του νέου καταστατικού χάρτη δύο χρόνια αργότερα (1977) απλώς επικύρωνε το υφιστάμενο εκκλησιαστικό καθεστώς, παρέχοντας, μάλιστα, στην Ιεραρχία τη δυνατότητα συνεργασίας «μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος…». Η ευκαιρία για μια πολιτικά γενναία και ώριμη διευθέτηση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Εκκλησία στρατευομένη και θριαμβεύουσα
Πώς, όμως, είδε η ίδια η Εκκλησία το πέρασμα από τη δικτατορία στη δημοκρατία; Η Μεταπολίτευση βρήκε την Εκκλησία αντιμέτωπη με δύο κρίσεις: μία εξωτερική, εξαιτίας της ανοιχτής συνεργασίας της με τη Χούντα, και μία εσωτερική, απόρροια του εκκλησιαστικού πραξικοπήματος του 1967 και των παρεπομένων του. Η ανάρρηση του Σεραφείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Ιανουάριο του 1974, παρά το γεγονός ότι κατάφερε να παγιώσει ένα οιονεί -κατά τον Ιωάννη Κονιδάρη- κανονικό καθεστώς, δεν απέφυγε τη διαιώνιση των παθογενειών, δημιουργώντας νέο ρήγμα εντός του εκκλησιαστικού σώματος. Έχοντας πλήρη επίγνωση της ρευστής κατάστασης που γεννούσε η κατάρρευση της δικτατορίας και φοβούμενη ενδεχόμενη ανατροπή της «σεραφείμιας» καθεστηκυίας τάξης, η εκκλησιαστική ηγεσία επέλεξε την κρίσιμη στιγμή της πολιτειακής μεταβολής να αναδιπλωθεί, υπερασπιζόμενη το έως τότε διαμορφωμένο καθεστώς. Έτσι ο μέχρι πρότινος θριαμβεύων λόγος της έδωσε σταδιακά τη θέση του σε μια στρατευμένη ρητορική, η οποία παρουσίαζε την Ιεραρχία ως θύμα της απριλιανής δικτατορίας -εξαιρουμένης, φυσικά, της περιόδου Σεραφείμ- και καλούσε τη νέα πολιτική ηγεσία να την προστατεύσει, λαμβάνοντας τα κατάλληλα νομοθετικά μέτρα, ώστε να μην επαναληφθούν οι ατασθαλίες της επταετίας. Σε αυτό το πλαίσιο κατανοούνται τόσο οι πιέσεις για την εδραίωση του ήδη υπάρχοντος status quo όσο και τα αιτήματα για συνταγματική κατοχύρωση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, τα οποία, εν πολλοίς, ικανοποιήθηκαν για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Όσο για τα πεπραγμένα της Ιεραρχίας στη διάρκεια της Χούντας, επιλέχθηκε ο δρόμος της λήθης και της σιωπής. Από το 1974 και εφεξής η ελλαδική Εκκλησία θα εστίαζε στον εθναρχικό της ρόλο, αγνοώντας εντέχνως το χουντικό «τραύμα». Εντέλει, η Μεταπολίτευση, ως στιγμή, αποτέλεσε για την Εκκλησία μάλλον αφορμή για διευθέτηση των δικών της εσωτερικών προβλημάτων. Σε μεγάλο βαθμό αυτό επιτεύχθηκε, επανεντάσσοντάς την ομαλά και αθόρυβα στο μεταπολιτευτικό σκηνικό. Ωστόσο, το τίμημα ήταν η πλήρης απουσία εκδημοκρατισμού τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε διοικητικό επίπεδο. Η δική της χρυσή ευκαιρία για αναμέτρηση με το παρελθόν και εσωτερική κάθαρση εξανεμίστηκε στο όνομα ενός εκκλησιαστικού πολιτικαντισμού, ο οποίος επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας.

Μισού αιώνα δισταγμοί
Τι μένει σήμερα, ύστερα από πενήντα χρόνια ομαλού δημοκρατικού βίου, ως κληρονομιά από τη συνύπαρξη κράτους και Εκκλησίας στη Μεταπολίτευση; Πρώτα απ’ όλα, μένει η εικόνα ενός άτολμου κράτους, το οποίο διαχρονικά διστάζει να προχωρήσει σε μια ισότιμη χαλάρωση των δεσμών, που θα ωφελήσει ουσιαστικά και τις δύο πλευρές. Η ιστορική συγκυρία του 1974 ενδεχομένως να μην επέτρεπε την εφαρμογή ρηξικέλευθων αλλαγών, ωστόσο η χαμένη ευκαιρία της πρώιμης Μεταπολίτευσης έγινε σταδιακά ο κανόνας της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας στις σχέσεις κράτους-Εκκλησίας. Από τη δεκαετία του ’80 και το εγχείρημα Τρίτση μέχρι τις πιο πρόσφατες συζητήσεις του 2018 η εκάστοτε πολιτική ηγεσία οπισθοχωρεί υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους και τις πιέσεις της Ιεραρχίας, η οποία, παρότι εμφανίζεται αρχικά πρόθυμη να συνεργαστεί στην αναθεώρηση του υπάρχοντος πλαισίου, εντέλει αντιδρά, στη βάση κυρίως οικονομικών ασυμφωνιών. Φυσικά, η ατελής ρύθμιση των σχέσεων αντικατοπτρίζεται και στο επίπεδο της κοινωνικής ζωής μέσω της προνομιακής μεταχείρισης της επικρατούσας θρησκείας σε ζητήματα, όπως ο προσηλυτισμός και το μάθημα των Θρησκευτικών, εγείροντας προβληματισμούς σχετικά με την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Θλιβερή υπόμνηση, η πρωτιά της Ελλάδας σε καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ για θέματα θρησκευτικής ελευθερίας…
Δεύτερον, μένει η παρουσία μιας Εκκλησίας εσωστρεφούς, η οποία συχνά δίνει την εντύπωση δημόσιας-κρατικής υπηρεσίας και όχι θείου καθιδρύματος. Η προσήλωση της ελλαδικής Εκκλησίας σε μια εθνοκεντρική αντίληψη του ρόλου της μπορεί να της εξασφάλισε την πολυπόθητη διατήρηση των προνομιακών σχέσεων με την Πολιτεία, ταυτόχρονα, όμως, την οδήγησε στην υιοθέτηση πρακτικών ξένων προς το ήθος και τη διδασκαλία της. Από τις αντιδράσεις σε θέματα οικογενειακού δικαίου μέχρι τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία και τις ταυτότητες η μεταπολιτευτική περίοδος βρίθει τέτοιων περιπτώσεων. Εννοείται ότι οι σχέσεις κράτους-Εκκλησίας, όπως διαμορφώθηκαν μετά το 1974, τροφοδοτούν αυτές τις τάσεις, κρατώντας την Εκκλησία προσανατολισμένη σε υποθέσεις του κόσμου τούτου και λειτουργώντας εις βάρος της βασικής της αποστολής. Ωστόσο, η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι ο στενός εναγκαλισμός με το κράτος δεν αποτελεί όρο για την ευδοκίμηση των εκκλησιαστικών καρπών. Αλήθεια, πόση ανάγκη έχει ένας θεσμός με το ιστορικό εκτόπισμα και το πολιτισμικό αποτύπωμα της Εκκλησίας από τα δεκανίκια της κοσμικής εξουσίας;
Τέλος, μένει η αίσθηση του ανολοκλήρωτου, η παραδοχή, δηλαδή, ότι οι σχέσεις κράτους-Εκκλησίας, καίτοι συνταγματικά ρυθμισμένες, δεν ανταποκρίνονται πλέον στα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Απόδειξη, το γεγονός ότι σε κάθε σχετική συζήτηση οι εν λόγω σχέσεις παρουσιάζονται ως προβληματικές. Φυσικά, στη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών έχουν γίνει βήματα, άλλοτε στην ώρα τους και άλλοτε καθυστερημένα. Και αυτό δεν μπορεί παρά να πιστωθεί στη δημοκρατική πορεία που εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο του 1974, με τις καλές και τις κακές της στιγμές. Ωστόσο, τα ανοιχτά ζητήματα παραμένουν, με την εκκλησιαστική περιουσία και το μάθημα των Θρησκευτικών να αποτελούν τα πλέον ακανθώδη. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε από εδώ και πέρα. Πώς θα μπορέσει η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία να απαλλαγεί από μια ψηφοθηρική αντίληψη περί Εκκλησίας και πώς η τελευταία θα καταφέρει να αποδεσμευτεί από τη λογική της κρατικής κηδεμονίας; Ίσως η επέτειος των 50 χρόνων από τη Μεταπολίτευση αποτελεί μια καλή ευκαιρία για την έναρξη ενός νέου διαλόγου, όχι τεχνοκρατικού και ελιτίστικου, όπως έχουμε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά ειλικρινούς και γόνιμου, που θα απαντά στα ουσιώδη: ποιοι είμαστε, τι θέλουμε και πώς οραματιζόμαστε τις σχέσεις κράτους-Εκκλησίας στον 21ο αιώνα. Μήπως ήγγικεν πια η ώρα;
1. Ως Εκκλησία, στο παρόν, νοείται αποκλειστικά η διοικούσα Εκκλησία, το σώμα, δηλαδή, των ιεραρχών.
* Ο Ναζίρ-Παύλος Ναζάρ είναι θεολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας ΕΚΠΑ
Για μια συστηματικότερη μελέτη του ζητήματος, βλ. ενδεικτικά:
- Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, «Επιπτώσεις των επεμβάσεων της δικτατορίας στην Εκκλησία», Σπύρος Βλαχόπουλος - Δημήτρης Καιρίδης - Αντώνης Κλάψης (επιμ.), «Η δικτατορία των συνταγματαρχών. Ανατομία μιας επταετίας», Αθήνα, Πατάκης, 2018, σελ. 68-81.
- Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία και στη Μεταπολίτευση: Η δικτατορία στην Εκκλησία», Παύλος Σούρλας (επιμ.), «Η δικτατορία των συνταγματαρχών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας. Πρακτικά συνεδρίου (Αθήνα, 20-22 Νοεμβρίου 2014)», Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 2016, σελ. 169-196.
- Γιάννης Ν. Κτιστάκις, «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Εκκλησία της Ελλάδας», Κωνσταντίνος Σβολόπουλος - Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου - Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο (Ζάππειο Μέγαρο, 5-9 Ιουνίου 2007)», τ. Α΄, Αθήνα, Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», 2008, σελ. 364-373.
- Νίκη Η. Παπαγεωργίου, «Η θρησκεία στη μεταπολίτευση. Όρια και αμφισημίες», Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης, 2018.