Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, η συνεπιμέλεια και το νομοσχέδιο

Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, η συνεπιμέλεια και το νομοσχέδιο

Η κυβέρνηση κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο με τροποποποιήσεις στο οικογενειακό δίκαιο για ζητήματα της γονικής μέριμνας / επιμέλειας παιδιών χωρισμένων γονιών.

Σύμφωνα με τη διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που έχει υπογράψει και επικυρώσει η Ελλάδα και γι’ αυτό αποτελεί δίκαιο υπέρτερο κάθε εσωτερικού νόμου, για όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά και λαμβάνονται από κάθε δημόσια αρχή (διοίκηση, δικαστήρια κ.λπ.) ή ιδιωτικό φορέα κοινωνικής προστασίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πρωτίστως, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Επίσης, πρέπει να εξασφαλίζεται η αρχή της Σύμβασης ότι οι γονείς είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή των παιδιών τους και την ανάπτυξή τους.

Όταν υφίσταται διαφωνία, η αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού πρέπει να είναι διεπιστημονικό εγχείρημα και να διενεργείται από ειδικούς που διαθέτουν την αναγκαία γνώση και κατάρτιση για να εργάζονται με παιδιά. Η δε γνώμη του παιδιού πρέπει να ακούγεται σε συνάρτηση με την ηλικία και την ωριμότητά του.

Τα συμφέροντα των γονέων λαμβάνονται υπόψη, αλλά δεν υπερτερούν του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, εάν διαφοροποιούνται ή συγκρούονται με αυτό. Αυτή είναι μια κοινά αποδεκτή παραδοχή του νομικού και του πολιτικού μας πολιτισμού, σύμφωνη με την ως άνω διεθνή σύμβαση.

Το ισχύον οικογενειακό δίκαιο προβλέπει την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και, ειδικότερα, της επιμέλειας των παιδιών από τους χωρισμένους γονείς. Ωστόσο η δικαστηριακή πρακτική έχει στρεβλώσει αυτές τις νομικά ουδέτερες ρυθμίσεις, έτσι ώστε να ανατίθεται, σε συντριπτικό ποσοστό, η επιμέλεια στη μητέρα, αναπαράγοντας, έτσι, στην πράξη την πατριαρχική αντίληψη «η γυναίκα στο σπίτι για την ανατροφή των παιδιών». Συνεπώς, χρειάζονται νομοθετικές αλλαγές για τη διόρθωση αυτής της πρακτικής.

Δυστυχώς, το νομοσχέδιο δεν κινείται στην κατεύθυνση της προτεραιότητας του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και χάνει την ευκαιρία για μια προοδευτική και φιλική προς το διεθνές δίκαιο μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. Υπάρχουν αναφορές στο συμφέρον του παιδιού αλλά ορισμένες διατάξεις το εργαλειοποιούν με στόχο την έμμεση εξυπηρέτηση των συμφερόντων των γονιών (π.χ. η οριζόντια ρύθμιση περί «εξίσου» άσκησης γονικής μέριμνας μετά τη διακοπή της συμβίωσης). Η συνεπιμέλεια των παιδιών, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι προς όφελος της ευημερίας των παιδιών και θα πρέπει να συνάδει με το βέλτιστο συμφέρον τους. Στην κατεύθυνση αυτή, θετικές είναι οι διατάξεις του νομοσχεδίου για τις από κοινού αποφάσεις των γονιών σχετικά με την ονοματοδοσία, το θρήσκευμα, την υγεία, την εκπαίδευση των παιδιών και για το μαχητό τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας κατά το ένα τρίτο, με δυνατότητα προσαρμογής ανάλογα με το συμφέρον του παιδιού. Βεβαίως, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι το παιδί δεν θα υφίσταται κακοποιήσεις ή οποιεσδήποτε βλάβες, ενώ οι γονείς πρέπει να ενδυναμώνονται με θεσμικά και οικονομικά μέτρα στήριξης στον γονεϊκό τους ρόλο, όπως δωρεάν δημόσια διαμεσολάβηση και συμβουλευτική, οικογενειακά δικαστήρια που θα υποστηρίζονται από επιστημονικό προσωπικό για την αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και δημόσιες καμπάνιες κατά της ενδοοικογενειακής βίας. Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου είτε δεν καλύπτουν είτε καλύπτουν ανεπαρκώς τα παραπάνω.

* O Σπύρος Απέργης είναι δικηγόρος Πειραιά