Εξυγίανση α λα καρτ

Εξυγίανση α λα καρτ

Του Σπύρου Τζόκα*

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε και το ποδόσφαιρο Κάπως έτσι μπορεί να λένε οι επόμενες γενιές. Θα αντιμετωπίζουν το πραγματικό ποδόσφαιρο σαν μακρινό παρελθόν... κάτι που υπήρξε στην Ιστορία. Και για να είναι πιο παραδειγματικοί θα δείχνουν κάτι που προσομοιάζει με αυτό. Κάτι λίγο - πολύ που δεν μοιάζει και με το σημερινό, γιατί το σημερινό ούτε για προσομοίωση κάνει.

Από την άλλη πλευρά η ηγεσία του ποδοσφαίρου, εγκλωβισμένη στα πολιτικά παιχνίδια, στις κομματικές ισορροπίες και στις ενδεχόμενες δεσμεύσεις, δεν εμπνέει σχεδόν κανέναν. Αντίθετα, ενισχύει τη μοναξιά και την απογοήτευσή του κόσμου και την απομάκρυνσή του από τους συλλογικούς χώρους του αθλητισμού. Κλεισμένοι στο μικρόκοσμο τους παρακολουθούν αμήχανοι και ανήμποροί το ποδόσφαιρο να πεθαίνει. Μοιραίοι, δειλοί και άβουλοι αντάμα... προσμένουν ίσως κάποιο θαύμα. Και τιμωρούν δικαίους και αδίκους.

Κοντά σε αυτήν και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, που δεν πάει κόντρα στα εμφανώς κακώς κείμενα, δεν πάει κόντρα στους μεγαλομετόχους ιδιοκτήτες, γιατί προσβλέπει στα ψηφαλάκια. Έτσι πολιτευόμενοι και άλλοι συνακόλουθοι δηλώνουν φανατικοί οπαδοί της μιας ή της άλλης ομάδας στην περιοχή όπου εκλέγονται, για ευνόητους λόγους.

Δεν έχει σημασία πόσο γνωρίζουν το άθλημα ή ακόμα ότι, αν τους δώσεις μια μπάλα, μπορεί να την πάνε στην αστυνομία για βόμβα. Δεν έχει σημασία. Ούτε έχει σημασία αν έχουν παρακολουθήσει ποτέ την ομάδα τους να παίζει. Τίποτα από αυτά. Το μόνο που μετράει είναι να καταγραφούν ως οπαδοί στην ομάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πρόσφατες αντιδράσεις των βουλευτών της βόρειας Ελλάδας όλων των κομμάτων στην τιμωρία του ΠΑΟΚ, που μετά ανακλήθηκε.

Και η λεγόμενη κάθε φορά εξυγίανση φαίνεται να είναι α λα καρτ. Αυτοί που διαμαρτύρονται για τις παράγκες και τους στημένους αγώνες και σηκώνουν τη σημαία της κάθαρσης ξεχνούν εύκολα όταν πάρουν το πάνω χέρι. Μετατρέπονται σε χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη. Είναι, βλέπεις, πολλά τα λεφτά και πολλά τα συμφέροντα. Προσωπικοί στρατοί δημιουργούνται και προσωπικά κόμματα από τις λαοφιλείς ομάδες. Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουν τους στόχους τους έχοντας δίπλα ή εκβιάζοντας τις κυβερνήσεις. Και τότε αποθρασύνονται, καθώς τους κυριεύει η αλαζονεία της δύναμης.

Τρέμω στην ιδέα ότι το ένα αφεντικό διαδέχεται ένα άλλο και πάλι από την αρχή πηγαίνουμε προς τα πίσω. Δεν θέλω να το παραδεχθώ, για να μην πέσω σε κατάθλιψη. Και ολοένα δεν με αφήνουν να ησυχάσω... ή να μείνω στις ψευδαισθήσεις μου, που μου επιτρέπουν να χαίρομαι με τον γιο μου κάθε εβδομάδα το γήπεδο. Δεν με αφήνουν όλοι αυτοί οι δήθεν άνθρωποι του ποδοσφαίρου που ως ιθαγενείς γλείφουν το χέρι του ευεργέτη τους.

Δεν με αφήνουν και αυτοί που θεωρούν και πράττουν ότι «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», σαν να μην υπάρχουν στην χώρα αυτή νόμοι και δικαιοσύνη, που πρέπει να αποδοθεί. Το ποδόσφαιρο να διακοπεί, να την πληρώσουν δηλαδή όλοι μαζί, θύτες και θύματα. Όλοι το ίδιο είμαστε, όλοι συνυπεύθυνοι, σαν το «όλοι μαζί τα φάγαμε». Είναι, όμως, προφανές ακόμα και στους ανόητους ότι τέτοιου είδους γενικεύσεις, που στοχεύουν στην δήθεν συλλογική ευθύνη, έχουν πραγματικό κίνητρο να αθωώσουν τους υπαίτιους.

Αθωώνουν τους δήθεν ανθρώπους του ποδοσφαίρου που έμαθαν να το χρησιμοποιούν για να στήσουν διαπλοκές και να εξυπηρετήσουν συμφέροντα. Είναι, βλέπεις, το μαζικότερο και λαϊκότερο άθλημα. Είναι το αποκούμπι του ταλαίπωρου ανθρώπου. Των ανθρώπων που διακρίνεις στα πρόσωπά τους την ελπίδα που έχει χαθεί, το όνειρο που τους διέψευσε, τον έρωτα για όλα γύρω τους που ποδοπατήθηκε, τη συντροφικότητα που δοκιμάστηκε, τη ζωή που αφαιρέθηκε, τον ενθουσιασμό που ακρωτηριάσθηκε και το χαμόγελο που σβήστηκε. Σαν μια πράξη ανθρώπινου επαναπροσδιορισμού.

Αυτούς τους ανθρώπους χρησιμοποιούν τα μεγάλα συμφέροντα και οι διαπλοκές. Συνδέονται μπίζνες και χαρισματικές πράξεις, συνδέονται κόμματα, σωματεία και μέσα ενημέρωσης, συνδέονται δικαστήρια και παράνομες πράξεις και δεν έχει τέλος ο κύκλος αυτός της διαπλοκής. Αρκετές φορές οι τίτλοι, πρωτάθλημα ή Κύπελλο, μοιάζουν περισσότερο με ανταποδοτικές πράξεις διαπλοκής, παρά με αθλητικές δραστηριότητες. Μοιάζουν περισσότερο με ανταλλάγματα για οικονομικές ή πολιτικές εξυπηρετήσεις και λιγότερο με πραγματικό αποτέλεσμα ποδοσφαιρικού αγώνα, μοιάζουν περισσότερο με τον τζόγο και λιγότερο με ευγενή δραστηριότητα. Σε γενικές γραμμές μοιάζουν με εξωαγωνιστικές δραστηριότητες και συμφωνίες.

Και ο κάθε τίτλος φαίνεται προειλημμένος σε εξωαγωνιστικούς χώρους. Αυτό λέει και ο μπαρμπα-Μήτσος στο καφενείο.

* «Το πρωτάθλημα θα το πάρει αυτή τη χρονιά ο τάδε. Είναι κανονισμένο. Είναι στα ανταλλάγματα για τις πολιτικές υπηρεσίες».

* «Από πού είναι κανονισμένο, μπαρμπα-Μήτσο;» τόλμησα να του πω. Δεν μίλησε. Παρήγγειλε και δυο ακόμα τσίπουρα. Ένα για μένα και ένα για εκείνον. Δεν είχε συνηθίσει να κλαίγεται ο μπαρμπα-Μήτσος, ούτε να μιλάει για τον διαιτητή, για στημένα, για ΕΠΟ και τέτοια. Τίποτα. Την ομάδα και την ιστορία ακουμπούσε. Απίστευτο, ο μπαρμπα-Μήτσος δεν θέλει να έρθει στο γήπεδο μετά από χρόνια. Τόσο πολύ πληγώθηκε; Ίσως. Και δεν είναι ο μόνος. Είναι, δυστυχώς, πολλοί και συνεχώς πληθαίνουν. Αρκεί να δει κανείς εικόνα από τις καλές εποχές που στα γήπεδα υπήρχε το αδιαχώρητο.

Και αυτό οφείλουν να προλάβουν όσοι αγαπούν το ποδόσφαιρο: Την πλήρη ερήμωσή του ή τον πλήρη ευτελισμό του. Και όπως σωστά λέει ο παππούς Αισχύλος: «βορβόρω δ' ύδωρ λαμπρόν μιαίνων ούποθ' ευρήσεις ποτόν» (με βούρκο αν το μολύνεις... από πού θα πιεις καθαρό νερό).

* Ο Σπύρος Τζόκας είναι πανεπιστημιακός, αντιπεριφερειάρχης Αττικής.