ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ / Οι άνισες κρίσεις της δικαστικής εξουσίας

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ / Οι άνισες κρίσεις της δικαστικής εξουσίας

του  Γιάννης Καρδαρά*

Στην κοινωνική συνείδηση και σε βάθος ιστορικού χρόνου, η Δικαιοσύνη είναι συνυφασμένη με την έννοια της ισότητας, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την ισοπέδωση. Η Δικαιοσύνη αντανακλά τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τις ανισότητες που επικρατούν στην κοινωνία· κατά συνέπεια, παρατηρούνται στις αποφάσεις των εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας φαινόμενα άνισης αντιμετώπισης.

Οι πολίτες, πολλώ μάλλον οι δικηγόροι, γινόμαστε δέκτες φαινομένων άνισων δικαστικών κρίσεων και ευνοϊκής μεταχείρισης στις περιπτώσεις οικονομικών ή άλλων εγκλημάτων ή άνισης και ευνοϊκής μεταχείρισης των όποιων «μεγαλόσχημων», ανεξαρτήτως των αδικημάτων που έχουν διαπράξει, ή καθυστερούμενων ή κατά περίπτωση ταχύτερα εκδικαζόμενων υποθέσεων.

Από την άλλη, όλες και όλοι έχουμε αντιμετωπίσει στη διαδρομή μας τη με δογματικό τρόπο εφαρμογή των διατάξεων του νόμου όπου οι δικαστικές αποφάσεις σε συγκεκριμένα αδικήματα είναι ανελαστικές και ιδιαίτερα αυστηρές (όπως π.χ. στην περίπτωση της Ηριάννας και του Περικλή) και σε άλλες περιπτώσεις ήπιες και προστατευτικές, όπως για παράδειγμα η ποινική μεταχείριση των ενόχων της Μανωλάδας (σε σημείο να εκτεθεί η δικαστική εξουσία της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) ή του πρώην δημάρχου της Ζαχάρως και τόσων άλλων περιπτώσεων.

Ένα δείγμα των άνισων κρίσεων είναι αυτό που αφορά το ίδιο το σώμα των δικαστών και των προσωπικών συμφερόντων τους, είτε πρόκειται για τις οικονομικές απολαβές τους με τις αποφάσεις του Μισθοδικείου για προκλητικές αυξήσεις των αποδοχών τους εν μέσω οικονομικής κρίσης είτε με την προκλητική προσπάθεια να αποφύγουν, προσφάτως, τον ουσιαστικό έλεγχο των περιουσιακών τους στοιχείων (πόθεν έσχες), πάντα βέβαια υπό έναν νομικό μανδύα επιχειρημάτων συνταγματικότητας ή προστασίας των προσωπικών τους δεδομένων.

Είναι άλλο θέμα η διαφύλαξη του κύρους της δικαστικής εξουσίας, η οποία τοποθετείται εκ των πραγμάτων στο κέντρο έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ συμφερόντων, που έως έναν βαθμό είναι κατανοητό ως επιχείρημα, και είναι άλλο θέμα να ζητεί η δικαστική εξουσία εξαιρέσεις και ειδικούς όρους που να κατατείνουν στο «ανεξέλεγκτο».

Η ανακολουθία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αποδοχές των δικαστών, έγκειται στο ότι το ΣτΕ έχει κρίνει συνταγματικά τα Μνημόνια, πλην όμως οι περικοπές στις αποδοχές των δικαστών έχουν κριθεί αντισυνταγματικές. Οι εικόνες αυτές των άνισων δικαστικών κρίσεων των εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας τραυματίζουν τη Δικαιοσύνη και αφαιρούν από τον πολίτη την εμπιστοσύνη προς αυτήν.

Θεωρώ πως έχει σημασία να αναφερθούμε στην επιλεκτική βραδύτητα των ρυθμών που κινείται η δικαστική εξουσία σε ορισμένες υποθέσεις, όπως στην υπόθεση του Χρηματιστηρίου από το 2000 ή της Siemens ή στα «στημένα» ή όταν αφήνει τεχνηέντως χωρίς έλεγχο και προσοχή ένα τυπικό ελάττωμα, π.χ. μία μετάφραση ή ένα τυπικό στοιχείο ή μια αναρμοδιότητα, ώστε μετά από χρόνια να οδηγείται ο κατηγορούμενος σε απαλλαγή για τυπικούς λόγους, είτε και στην παραγραφή των αδικημάτων. Το θέμα είναι τεράστιο και δεν αφορά μόνο τις ποινικές, αλλά εξίσου και τις αστικές και διοικητικές διαδικασίες και διαφορές στα δικαστήρια.

Είναι προφανές ότι όλα τα ανωτέρω δεν αφορούν συλλήβδην όλους τους δικαστές, αλλά τη μερίδα αυτών που διακατέχονται από την άποψη για «ανεξέλεγκτη εξουσία» που υποκρύπτει έναν «ελιτισμό».

Θα ήταν παράλειψή μου εάν δεν έκανα και μια αναφορά στη συνειδητή ή ασυνείδητη απόσταση του δικαστικού σώματος από την κοινωνία εξαιτίας ενός επίκτητου «ελιτισμού» και στην απαράδεκτη συμπεριφορά του σε πολίτες διαδίκους και δικηγόρους.

Ποια είναι η λύση ή, ορθότερα, οι προτεινόμενες λύσεις; Ποιος είναι ο απαραίτητος ανασχεδιασμός ώστε να θεραπευτούν ή να μειωθούν όλα τα παραπάνω; Η απάντηση είναι ο «δημόσιος διάλογος» και θα πρότεινα στον υπουργό Στ. Κοντονή να αναλάμβανε την πρωτοβουλία να τον υλοποιήσει.

Στον δημόσιο διάλογο θα μπορούσαν να τεθούν θεσμικά αντίβαρα για τους δικαστές όπως, για παράδειγμα, να συνεκτιμάται (απλώς) η γνώμη του οικείου δικηγορικού συλλόγου για την προαγωγή των δικαστών μέχρι κάποιον βαθμό.

Πάντως, μία από τις προτάσεις που κατέθεσε η δικηγορική μας παράταξη στις πρόσφατες δικηγορικές εκλογές, που, κατά τη γνώμη μου, συνδέεται με τα παραπάνω φαινόμενα, είναι η υποχρεωτική άσκηση δικηγορίας επί τουλάχιστον πέντε έτη πριν να εισαχθεί ο ενδιαφερόμενος/η στη σχολή δικαστών για φοίτηση που να διαρκεί ένα έτος (σήμερα διαρκεί δύο έτη η φοίτηση και οι προϋποθέσεις είναι το 28ο έτος της ηλικίας, διετής άσκηση δικηγορίας ή μονοετής δικηγορία εάν διαθέτει διδακτορικό).

Αναμφίβολα, η δικηγορία στην πράξη είναι η καλύτερη σχολή για τους μελλοντικούς δικαστές, έτσι ώστε να υπάρχει ισονομία στις κρίσεις τους και, σαφώς, αποτελεί έναν συντελεστή που μειώνει την απόστασή τους από την κοινωνία.

* Ο Γιάννης Καρδαράς είναι μέλος Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, μέλος Δ.Σ. του ΤΑΧΔΙΚ