Πόσο μεταρρυθμιστές οι... μεταρρυθμιστές;

Πόσο μεταρρυθμιστές οι... μεταρρυθμιστές;

Βαρεθήκαμε να τους βλέπουμε να ποζάρουν ως οι αποκλειστικοί ιδιοκτήτες της πάσης μεταρρύθμισης. Διατηρώντας, εκείνοι μόνο, και το δικαίωμα της απονομής, στους άλλους, του σχετικού τίτλου. Ή της άρνησής του. Βαρεθήκαμε να τους ακούμε να επαναλαμβάνουν, με περισσευούμενη αυταρέσκεια, δυο-τρεις φορές σε κάθε τους φράση, τον όρο “μεταρρύθμιση”. Βαρεθήκαμε, μ’ άλλα λόγια, να τους βλέπουμε να επιδίδονται συστηματικά στο πολιτικό εμπόριο του «μεταρρυθμισμού». Αποφεύγοντας, συνήθως, να ορίσουν το χρώμα, το στίγμα, το πρόσημο των μεταρρυθμίσεων της προτίμησής τους. Μεταρρύθμιση να 'ναι κι ό,τι να 'ναι...

Ιδού λοιπόν τώρα πεδίον δόξης λαμπρόν. Ν’ αποδείξουν αν εννοούν όσα επαναλαμβάνουν επίμονα, μονότονα, κουραστικά, πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Περί των κεντρο-δεξιο-αριστερών ο λόγος. Που έχουν κάνει σημαία τους τον «μεταρρυθμισμό», περιφέροντάς τον, αυτάρεσκα, ανά τας οδούς και τας ρύμας της πόλεως. Είναι εκεί ακριβώς που, τη ευγενή φροντίδι των κεντρο-δεξιο-αριστερών που λέγαμε, ο μεταρρυθμισμός τείνει να υποκαταστήσει τις ιδεολογίες, τείνει να υποκαταστήσει την ίδια την πολιτική.

Και να δεις που είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης που πασάρει εαυτόν ως τον αυθεντικότερο εκφραστή του, κάτι σαν τον Πάπα του «μεταρρυθμισμού». Και το χειρότερο είναι ότι κοντεύουν να του αναγνωρίσουν τον τίτλο και οι άλλοι, οι κεντροαριστερίζοντες. Αν όχι η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης αυτοπροσώπως (αυτοί όσο να 'ναι φυλάγονται), αρκετοί δικοί τους σίγουρα. Τη στιγμή που δεν έχει να παρουσιάσει ως μεταρρυθμιστικό προϊόν στο βιογραφικό του, παρά τις χιλιάδες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Από τις καθαρίστριες του ΥΠΟΙΚ ώς τους σχολικούς φύλακες και τους δημοτικούς αστυνομικούς. Έτσι, απλώς, ενδεικτικά. Ενώ τα ανάλογα, εμπλουτισμένα και διευρυμένα ασφαλώς ως εκ της αποκλειστικότητας της ευθύνης, «υπόσχεται» και για το μέλλον. Αν ποτέ τον εμπιστευτούν οι πολίτες.

Όπως και να 'ναι, ας κάνουμε πως τους πιστεύουμε. Πως τους αναγνωρίζουμε τον μεταρρυθμιστικό οίστρο τον οποίον υπερπροβάλλουν. Ιδού τώρα λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν. Να δείξουν και ν’ αποδείξουν. Στο κάτω - κάτω μιλούμε για τις μείζονες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος επί το αντιπροσωπευτικότερο, επί το λογικότερο επί της ουσίας. Και για την αναθεώρηση του Συντάγματος, επί το προοδευτικότερο ή, αν θέλετε, επί το εκσυγχρονιστικότερο...

Άλλα λόγια...

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας συνδιαλέγεται, κατά καθήκον, με τους πολιτικούς αρχηγούς. Βλέπετε, αμφότερα τα «επίδικα» απαιτούν ευρείες συναινέσεις. Τη συνεννόηση παναπεί των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Αλλιώς δεν προχωρά τίποτα. Ε, λοιπόν, αυτοί, όλοι με τον τρόπο τους, κάνουν σκέρτσα και τσαλίμια. Ακόμη κι εκείνοι που δεν έχουν λόγους να διαφωνούν. Όχι τουλάχιστον επί της αρχής. Μιλούν, όλοι τους, για τακτικισμούς του Τσίπρα, για πολιτικά τεχνάσματα, για πυροτεχνήματα, για επιχείρηση αποπροσανατολισμού των πολιτών από τα δύσκολα οικονομικά. Έτσι, για τα μάτια, μπας και παρεξηγηθούν ότι κάπου συμφωνούν, ότι κάπου συμπίπτουν με τον τρισκατάρατο.

Επιπλέον ενίστανται, ιδίως οι κεντρώοι, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμη εμφανίσει τις δικές του θέσεις. Λες και δεν είναι ακριβώς γι' αυτό, για την τελική διατύπωση των δικών του θέσεων, που συνομιλεί σήμερα μαζί τους. Όπου βέβαια, εάν το έκανε, θα τον εγκαλούσαν για το αντίθετο. Πως προκαταλαμβάνει τα επιγενόμενα κι ότι, ως εκ τούτου, δεν έχουν νόημα οι σχετικές συζητήσεις.

Η Ν.Δ., από τη μεριά της, έχει βρει άλλο τροπάρι. Ότι, με το αναλογικότερο σύστημα, πάει να της κλέψει ο ΣΥΡΙΖΑ την αυτοδυναμία. Ξέρετε, αυτήν που την έχει κιόλας στο τσεπάκι για μετά από τρία (και...) χρόνια! Κι ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αυτός ο κατάλληλος χρόνος. Όταν η κοινή λογική μαρτυρεί επ’ αυτού ακριβώς. Πως η όποια συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, θα πρέπει να γίνεται σε ικανή χρονική απόσταση από τις εκλογές. Ε, πόσο πιο ικανή χρονική απόσταση πια;

Θα ήταν ασφαλώς πολύ πιο τίμιο για τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη αν, απλώς, επαναλάμβανε τις πάγιες θέσεις του κόμματός της. Περί της ανάγκης συγκρότησης πολύ ισχυρών κυβερνήσεων. Κατά τις παρακαταθήκες των προκατόχων του, όσων επιχείρησαν σχετικώς. Του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπου με τους δικούς του εκλογικούς νόμους χρειαζόταν 17% ένα κόμμα για να εξασφαλίσει την είσοδό του στη 2η κατανομή. Ή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος εμπνεύστηκε τον περίφημο «νόμο Κούβελα», όπου με μία ψήφο διαφορά του πρώτου κόμματος από το δεύτερο, και ανεξαρτήτως ποσοστού, εξασφαλιζόταν αυτοδυναμία. Και όπου εισήχθη, για πρώτη φορά, το 3% ως όριο εισόδου στη Βουλή. Ή του Κώστα Καραμανλή, όπου, με τον «νόμο Παυλόπουλου», το bonus του πρώτου κόμματος ανέβηκε στις 50 έδρες. Αποκλειομένου δε του «ευεργετήματος» προκειμένου για συνασπισμούς κομμάτων. Θα ήταν λοιπόν πιο τίμιο για τη Ν.Δ. αν, απλώς, δήλωνε προσηλωμένη στις κομματικές παραδόσεις. Αντ’ αυτού, και για ξεκάρφωμα, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.

Έτσι που πάει πάντως το πράμα, κάτι οι εμμονές των δεξιών, κάτι οι δισταγμοί και τα πισωγυρίσματα των κεντρώων, δύσκολα, πολύ δύσκολα, θα εξασφαλιστούν οι 200 αναγκαίες ψήφοι για την εκλογίκευση του εκλογικού συστήματος. Και τα πράγματα θα μείνουν ως έχουν. Και θα 'ναι κρίμα, πολύ κρίμα...