Την περασμένη εβδομάδα η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Νίκη Κεραμέως απέστειλε επιστολή προς τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους, καλώντας τους να συμμετάσχουν στον ανοιχτό διάλογο για την κατάρτιση του σχεδίου δράσης με στόχο την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του ποσοστού κάλυψης εργαζομένων. Η πρωτοβουλία της υπουργού καθίσταται υποχρεωτική μετά την ενσωμάτωση της Κοινοτικής Οδηγίας 2022/2041 «για επαρκείς μισθούς», αλλά και τη στοιχειώδη προστασία της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα που περιλαμβάνει τη διασφάλιση αξιοπρεπών αμοιβών.
«Ξηλώνουν» τον νόμο Χατζηδάκη;
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να βάλει στο τραπέζι τη δραστική μείωση του ποσοστού της εργοδοτικής εκπροσώπησης που απαιτείται ως προϋπόθεση για την επέκταση μιας συλλογικής σύμβασης στο σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου. Ουσιαστικά, αν ισχύουν τα παραπάνω, η κυβέρνηση υποχρεώνεται να «ξηλώσει» το μεγαλύτερο μέρος των προβλέψεων του εργασιακού νόμου Χατζηδάκη (4808/2021). Και αυτό καθώς, ξεπερνώντας και τις μνημονιακές προβλέψεις της περιόδου 2010-2012, ο τότε υπουργός Εργασίας με μια σειρά διατάξεις είχε καταστήσει ουσιαστικά ανέφικτη την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων. Για παράδειγμα, ισχύει και σήμερα η πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία για να ισχύσει μια συλλογική σύμβαση θα πρέπει να συμφωνεί το 50%+1 των εργοδοτών ενός κλάδου. Αποτέλεσμα, οι εργοδότες να αποχωρούν από τον φορέα εκπροσώπησής τους για να μην υποχρεωθούν να αυξήσουν τους μισθούς που ορίζουν οι κλαδικές συμβάσεις. Επίσης, αν μια επιχείρηση επικαλούνταν οικονομικά προβλήματα, αυτόματα μπορούσε να εξαιρεθεί από την εφαρμογή μιας συμφωνημένης συλλογικής σύμβασης.
Αυτές οι δύο προβλέψεις είναι οι πλέον χαρακτηριστικές αλλά και καθοριστικές για την καθήλωση των συμβάσεων εργασίας σε ένα ποσοστό 24%-29%, το δεύτερο χαμηλότερο σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
43 συμβάσεις, υποχρεωτικές μόλις οι 9
Με βάση τα επίσημα στοιχεία, το 2023 είχαμε σε ισχύ μόλις 43 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ), που κάλυπταν δυνητικά και θεωρητικά (σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα) περίπου 808.000 άτομα, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί περίπου στο 31,6% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων (2.555.090). Τα στοιχεία για το 2024 δείχνουν μια αύξηση γύρω στο 15% των συλλογικών συμβάσεων που βρίσκονται σε ισχύ, δηλαδή μια ελάχιστη διόρθωση της κατάστασης. Πάντως στα αναλυτικά στοιχεία που υπάρχουν για το 2023 φαίνεται ότι το πραγματικό ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ είναι ακόμα πιο μειωμένο, εάν ληφθεί υπόψη ότι από το σύνολο των 43 ΣΣΕ μόνο 9 έχουν κηρυχτεί γενικά υποχρεωτικές, δηλαδή υποχρεωτικά εφαρμοστέες σε όλους τους εργαζόμενους από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Αυτές οι ΣΣΕ αφορούν ξενοδοχεία, τουριστικά και επισιτιστικά καταστήματα, αισθητικούς, ιδιωτική ασφάλιση και ναυτικά επαγγέλματα. Οι υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις είναι υποχρεωτικές μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων μερών (εργοδότες και εργαζόμενοι), κάτι το οποίο ωστόσο δεν μπορεί να ελεγχθεί αν ληφθεί υπόψη ότι είναι συνήθης η πρακτική πολλών επιχειρήσεων να δηλώνουν πως δεν είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων με σκοπό να αποφύγουν την εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων, όπως προβλέπει ο νόμος Χατζηδάκη.
Επίσης, από τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) προκύπτει ότι και κατά τη διάρκεια του 2023 δεν σημειώθηκε κάποια ουσιαστική πρόοδος αναφορικά με την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του αριθμού των ΣΣΕ (εξακολουθούν να μην έχουν αποκατασταθεί οι βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπως είναι οι αρχές της επεκτασιμότητας, της εύνοιας κ.λπ.). Και τούτο παρά τη λήξη της πανδημικής κρίσης, αλλά και την έκδοση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για τους «επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ε.Ε.», η οποία στο άρθρο 4 προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη (όπως η Ελλάδα) στα οποία η κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του 80% των εργαζομένων οφείλουν να θεσπίσουν πλαίσιο με τους αναγκαίους και πρόσφορους όρους για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Συμβάσεις με μηδενικές αυξήσεις
Χωρίς το... άγχος των Κλαδικών ΣΣΕ και της υποχρεωτικότητάς τους κατακρημνίζεται και το ποσοστό των Επιχειρησιακών ΣΣΕ (που υποτίθεται ότι ενίσχυσε ο νόμος Χατζηδάκη) οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Π.Σ. Εργάνη, το δεκάμηνο του 2024 υπογράφηκαν 205 επιχειρησιακές συμβάσεις που κάλυπταν 142.374 εργαζόμενους. Από αυτές οι 132, που κάλυπταν 87.855 εργαζόμενους (61,7% του συνόλου), δεν προέβλεπαν κάποια μισθολογική αύξηση, ενώ οι υπόλοιποι 54.519 εργαζόμενοι (38,3% του συνόλου) έλαβαν κατά μέσο όρο αύξηση 2%.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι εργαζόμενοι με σχέση ιδιωτικού δικαίου έφθαναν στο τέλος του 2024 τα 2.519.726, γεγονός που σημαίνει ότι μόνο το 5,65% του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα καλύπτεται από κάποια Επιχειρησιακή ΣΣΕ. Ωστόσο, όλες οι συμβάσεις δεν προέβλεπαν αυξήσεις, με αποτέλεσμα μόλις το 2,16% όσων απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα να λάβει ακόμη και αυτή την περιορισμένη αύξηση του 2%.
Μετενέργεια, επεκτασιμότητα, καθολικότητα
Η ΓΣΕΕ θα προσέλθει στον διάλογο ξεκαθαρίζοντας ότι στόχος της είναι η επαναφορά όλων των θετικών προβλέψεων που καταργήθηκαν από τις μνημονιακές προβλέψεις, ζητώντας «την πλήρη επαναφορά του πλαισίου που περιλαμβάνει τη μετενέργεια, την επεκτασιμότητα, τη συρροή και την καθολικότητα». Σήμερα, όπως τονίζει η ΓΣΕΕ, λιγότερο από το ένα τρίτο των εργαζομένων καλύπτεται από ΣΣΕ. «Η θεσμική αυτή ανωμαλία θα πρέπει άμεσα να θεραπευθεί, καθώς είναι βασική υπεύθυνη για την καθήλωση των μισθών και τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων».