Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής / «Καμπανάκι» στην κυβέρνηση για την ποιότητα των θεσμών

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής / «Καμπανάκι» στην κυβέρνηση για την ποιότητα των θεσμών

Τους κινδύνους μπροστά στους οποίους βρίσκεται η ελληνική οικονομία, παρά το «ρόδινο» τοπίο που επιμένει να περιγράφει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, επισήμανε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Φραγκίσκος Κουτεντάκης, στην πλαίσιο της παρουσίασης της τριμηνιαίας έκθεσής του, που αφορά το τελευταίο τρίμηνο του 2022. Παράλληλα έστειλε μηνύματα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για την ποιότητα των θεσμών, μετά τα «χαστούκια» από Στέιτ Ντιπάρτμεντ και επιτροπή LIBE.

Συγκεκριμένα, στην έκθεση γίνεται αναφορά και στο ζήτημα της ποιότητας των θεσμών ως μηχανισμού αντιστάθμισης του πολιτικού κινδύνου (political risk) και της οικονομικής αβεβαιότητας. Όπως αναφέρεται, πρόσφατα, υπήρξαν διεθνείς αξιολογήσεις για τη λειτουργία των θεσμών στη χώρας μας. Από τη μία πλευρά, η επιτροπή LIBE του Ευρωκοινοβουλίου, το State Department και το διεθνές παρατηρητήριο V-Dem προέβησαν σε αρνητικές διαπιστώσεις, ενώ το Economist Intelligence Unit σε θετική αξιολόγηση. 

«Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι η επένδυση στη βελτίωση της ποιότητας των θεσμών πρέπει να αποτελεί απαρέγκλιτη στόχευση, καθώς έτσι διαμορφώνονται οι συνθήκες για μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη και δικαιότερη κατανομή των ωφελειών της. Επιπρόσθετα, η αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, σε συνδυασμό με την ανάγκη για συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, αποτελούν τις βασικές εγγυήσεις απέναντι στις περίπλοκες προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει η χώρα μας στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα στο ενδεχόμενο που η αβεβαιότητα λόγω των επικείμενων εκλογών συμπέσει με μια συνεχιζόμενη διεθνή χρηματοπιστωτική αστάθεια» τονίζεται στην έκθεση.

Αναφορικά με τα της οικονομίας, επισημαίνεται ότι ο πρώτος κίνδυνος απορρέει από την εκτόξευση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στα 20 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022, ήτοι 10% του ελληνικού ΑΕΠ, από τα 2,7 δισ. ευρώ το 2019. 

Ο Φρ. Κουτεντάκης επισήμανε ότι αναμένεται πολύ μικρότερη άνοδος του ελληνικού ΑΕΠ μέσα στο 2023, σε σύγκριση με το 5,9% της περυσινής χρονιάς. 

Σε ό,τι αφορά τον υψηλό πληθωρισμό, είπε πως αν και βαίνει μειούμενος το 2023 σε σχέση με πέρυσι, εντούτοις, «συρρικνώνει το πραγματικό εισόδημα μεγάλου μέρους των νοικοκυριών, ειδικά των πιο ευάλωτων, με αποτέλεσμα την αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και των κοινωνικών εντάσεων». Έκανε δε αναφορά και στις τιμές των τροφίμων, που εμφανίζουν υψηλό ρυθμό αύξησης παρά τη σχετική αποκλιμάκωση του γενικού δείκτη πληθωρισμού.

Στην τριμηνιαία έκθεσή του, προβλέπει εξάλλου ότι θα υπάρξει περιοριστική πολιτική από του χρόνου. Κι αυτό καθώς θα σταματήσει να είναι σε ισχύ η ρήτρα διαφυγής, κάτι το οποίο θα δημιουργήσει ζητήματα. Επίσης έκανε λόγο για τις συνέπειες που δημιουργούνται από τα υψηλά επιτόκια.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επισημάνσεις της έκθεσης για τις γενικότερες παθογένειες του κρατικού μηχανισμού, που ήρθαν στο φως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Όπως επισημαίνεται, το δυστύχημα ανέδειξε με τραγικό τρόπο τη σημασία των δημόσιων υποδομών και ειδικότερα την ποιοτική τους διάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται ότι η συζήτηση για τις δημόσιες επενδύσεις και υποδομές, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς πόρους, δεν θα πρέπει να εξαντλείται στο ύψος των ταμειακών εισπράξεων και τα ποσοστά απορρόφησης αλλά να εξετάζει και το πραγματικό όφελος των δημόσιων έργων, τις επιπτώσεις τους στις συνθήκες ζωής των πολιτών και την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και, το κυριότερο, τον βαθμό αποτελεσματικής και υπεύθυνης διαχείρισής τους από τους αρμόδιους φορείς. 

Σύμφωνα με τον Φρ. Κουτεντάκη, με δεδομένο ότι το επόμενο διάστημα θα προχωρήσει η υλοποίηση έργων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, αυτές οι διαστάσεις θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Διαφορετικά, οι θετικές επιπτώσεις θα περιορίζονται στο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, μέσω της αύξησης των δημόσιων δαπανών και της απασχόλησης, χωρίς να συνεισφέρουν στις μακροχρόνιες αναπτυξιακές προοπτικές.

Αναλυτικά η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής