Κόστος ενέργειας / Τρίζει το αφήγημα της κυβέρνησης για την ακρίβεια του ρεύματος

Κόστος ενέργειας / Τρίζει το αφήγημα της κυβέρνησης για την ακρίβεια του ρεύματος

Το αφήγημα της κυβέρνησης της Ν.Δ., ότι ο υπαίτιος της έκρηξης του κόστους ρεύματος στην εγχώρια αγορά είναι η αντίστοιχη εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου, μάλλον αποδομείται σταδιακά (και) από τα επίσημα στοιχεία της Ε.Ε., καταδεικνύοντας ότι κάτι άλλο συμβαίνει στην ελληνική χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, που σε κάθε περίπτωση μεταφέρεται στον καταναλωτή.

Παράλληλα, εντείνεται -και κόντρα στις ευρωπαϊκές τάσεις- η κατανάλωση φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή, απόρροια και των πολιτικών επιλογών για βίαιη απολιγνιτοποίηση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το τρίτο τρίμηνο του 2021, δηλαδή πριν ξεκινήσει για τα καλά η ανεξέλεγκτη κούρσα ανόδου των τιμών ρεύματος, που κορυφώθηκε το αμέσως επόμενο τρίμηνο, οι μέσες χονδρικές τιμές φυσικού αερίου στην Ελλάδα δεν συνάδουν με τις υψηλές τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που περνούν στη λιανική. Δηλαδή το κόστος του φυσικού αερίου ηλεκτροπαραγωγής δεν δικαιολογεί τη διαμόρφωση των χονδρεμπορικών τιμών σε τόσο υψηλά επίπεδα και εντέλει την επιβάρυνση της λιανικής.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης της Κομισιόν (DG Energy) για την αγορά φυσικού αερίου το τρίτο τρίμηνο 2021 (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2021), οι μέσες χονδρικές τιμές αερίου στην Ελλάδα διαμορφώνονταν ως εξής:

- EBP 2 (ρώσικο αέριο): 30,93 ευρώ / μεγαβατώρα

- EBP 6 (αζέρικο αέριο): 31,85 ευρώ / μεγαβατώρα

- LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο): 31,71 ευρώ / μεγαβατώρα.

Το συγκεκριμένο τρίμηνο, στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η τιμή εκκαθάρισης της αγοράς επόμενης ημέρας (ΤΕΑ - Χρηματιστήριο Ενέργειας) διαμορφώθηκε ως εξής: Ιούλιος 101,86 ευρώ / μεγαβατώρα, Αύγουστος 121,72 ευρώ / μεγαβατώρα, Σεπτέμβριος 134,73 ευρώ / μεγαβατώρα, ήτοι μέση τιμή τριμήνου 119,43 ευρώ / μεγαβατώρα, είχε δηλαδή ξεκινήσει η άνοδος τιμών στο ρεύμα, την οποία κυβέρνηση και αγορά συνέδεαν κατά βάση με την πορεία του αερίου.

Θυμίζουμε ότι από τον Αύγουστο τα ρίσκα της χονδρεμπορικής μεταφέρονται στη λιανική από όλους τους προμηθευτές (δηλαδή και τη ΔΕΗ), οπότε μάλλον δεν υπάρχει και ιδιαίτερη ανησυχία στην αγορά...

Πάντως, είναι ενδεικτικό ότι στο τιμολόγιο λιανικής Οκτωβρίου η επιβάρυνση από την ΤΕΑ του Σεπτεμβρίου (δεδομένου ότι λαμβάνεται ως τιμή αναφοράς αυτή του προηγούμενου μήνα) αποτυπώθηκε σε ρήτρα ύψους 0,1164 ευρώ / κιλοβατώρα στον λογαριασμό των οικιακών καταναλωτών. Για παράδειγμα, στο βασικό οικιακό τιμολόγιο ΔΕΗ (Γ1) με τιμή κιλοβατώρας 0,11058 ευρώ / κιλοβατώρα, η τελική τιμή μαζί με τη ρήτρα (χωρίς εκπτώσεις / επιδοτήσεις κ.λ.) εκτοξεύεται κατά 105,2%.

Εφταιγε το αέριο;

Μένει να δούμε τη σχετική έκθεση της Κομισιόν για τις τιμές αερίου το τέταρτο τρίμηνο του 2021, όταν και το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας μαινόταν πλέον ανεξέλεγκτα.

Στη χοάνη της ηλεκτροπαραγωγής

Παράλληλα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, το 2021 υπήρξε χρονιά - ρεκόρ για την κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ελλάδα, που αυξήθηκε κατά 10,87% έναντι του 2020, ενώ η μερίδα του λέοντος κατευθύνθηκε στους ηλεκτροπαραγωγούς, καλύπτοντας το 68% επί της συνολικής ζήτησης, κατανάλωση αυξημένη κατά 17% σε σχέση με το 2020.

Πάντως, κατά την έκθεση της Κομισιόν, η κατανάλωση αερίου στην Ε.Ε. έπεσε κατά 10% το τρίτο τρίμηνο 2021 έναντι του αντίστοιχου του 2020, ενώ η ζήτηση αερίου για την ηλεκτροπαραγωγή μειώθηκε κατά 22%. Ωστόσο, την περίοδο αυτή η κατανάλωση αερίου αυξήθηκε σε έξι κράτη - μέλη, με τη μεγαλύτερη άνοδο να καταγράφεται σε Βουλγαρία (+32%) και Ελλάδα (+12%), ενώ στα υπόλοιπα μειώθηκε έως και 26%.

Οπως αναφέρεται, η ποσότητα ηλεκτρισμού που παράχθηκε από αέριο πρακτικά έπεσε στο μισό στην Ολλανδία (-49%), στη Γαλλία μειώθηκε κατά 46% και σε Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία κατά 30%, 21% και 6%, αντίστοιχα, όταν στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 24%!

Η μείωση της παραγωγής ηλεκτρισμού με φυσικό αέριο συνδέεται με τη σταδιακή άνοδο των τιμών του αερίου, καθώς και την επαναφορά άνθρακα στο ενεργειακό μείγμα πολλών χωρών, προκειμένου να συγκρατηθεί το κόστος, παρά την αύξηση και των δικαιωμάτων CO2.