Κυβέρνηση Μητσοτάκη / Προϋπολογισμός αβεβαιότητας, λιγότερες δαπάνες για υγεία και κοινωνία

Κυβέρνηση Μητσοτάκη / Προϋπολογισμός αβεβαιότητας, λιγότερες δαπάνες για υγεία και κοινωνία

Ούτε 16 ώρες δεν είχαν περάσει αφότου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωνε lockdown για τους ανεμβολίαστους και με τους αριθμούς που συνθέτουν την υγειονομική εικόνα για την πανδημία να εκτοξεύονται σε 91 θανάτους, 575 διασωληνωμένους και 7.805 νέα κρούσματα, όταν η κυβέρνηση κατέθετε τον προϋπολογισμό του ελληνικού κράτους για το 2022, για τον οποίον τόσο η πανδημία όσο και οι ανατιμήσεις είναι σαν να μην υπάρχουν.

Φάσκοντας και αντιφάσκοντας η κυβέρνηση, από τη μία πλευρά παραδέχεται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού ότι και για το 2022 κυριαρχεί αβεβαιότητα σε ό,τι έχει να κάνει με πανδημία και ανατιμήσεις, από την άλλη όμως αρνείται να διαθέσει πόρους για να προστατεύσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τις επιπτώσεις των δύο αυτών μετώπων. Πράττοντας ακριβώς το αντίθετο, περικόπτει δραστικά το δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας κατά 12,50 δισ. ευρώ, ενώ αν συμπεριληφθούν και τα μέτρα παροχής ρευστότητας, οι παρεμβάσεις κόβονται κατά 13,65 δισ. ευρώ. Κατεβάζει, συγκεκριμένα, το 2022 το ποσό των παρεμβάσεων από 15.801 εκατ. ευρώ ως δημοσιονομικό κόστος και από 16.947 εκατ. ευρώ μαζί με τη ρευστότητα στα 3.297 εκατ. ευρώ. Ειδικά δε στα κονδύλια του υπουργείου Υγείας, η περικοπή φθάνει τα 560 εκατ. ευρώ ή το 10,75%, αφού από 5,22 δισ. ευρώ φέτος διαθέτει μόλις 4,66 δισ. ευρώ το 2022, με τα προοριζόμενα για αντιμετώπιση του κορωνοϊού κονδύλια μειωμένα κατά 85,59%, από 944 εκατ. ευρώ σε 136 εκατ. ευρώ.

Οι παρεμβάσεις περικόπτονται για δεύτερη συνεχή χρονιά. Το 2020, όταν ο ΠΟΥ κήρυξε την πανδημία, είχαν ανέλθει στα 23.891 εκατ. ευρώ, οπότε στη διετία συρρικνώνονται κατά 20.594 εκατ. ευρώ ή κατά 86,20%.

Μάλιστα, όπως επεσήμανε με δήλωσή της η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου, η κυβέρνηση "αφαιρεί 280 εκατ. από τα δημόσια νοσοκομεία, ενώ κατά 600 εκατ. περικόπτει υγειονομικές και έκτακτες δαπάνες για την πανδημία. Μειώνει κατά 1,7 δισ. τις κοινωνικές δαπάνες για πρόνοια, στήριξη ανέργων και παροχές Υγείας, καθηλώνει τον κατώτατο μισθό και επιβάλλει απλήρωτη εργασία".

Δεν είναι όμως μόνο η πανδημία το πρόβλημα για το οποίο «στρουθοκαμηλίζει» η κυβέρνηση. Τα κυριότερα μεγέθη του νέου προϋπολογισμού έχουν προβλεφθεί σαν να μην υπήρχε ούτε η ακρίβεια. Για παράδειγμα, όχι μόνο δεν προβλέπεται καταβολή κοινωνικού μερίσματος, αλλά ούτε μέτρα προστασίας νοικοκυριών και επιχειρήσεων από το παρατεταμένο κύμα ακρίβειας. Απεναντίας, προβλέπονται αυξημένα φορολογικά έσοδα, πάνω από τα 50 δισ. ευρώ.

Φόροι αυξημένοι πάνω από το ποσοστό της ανάπτυξης

Ενδεικτικό της φορολογικής επιδρομής που εξαπολύει η κυβέρνηση είναι το ότι οι εισπράξεις από ΦΠΑ αυξάνονται το 2022 κατά 9,60% και από εισόδημα κατά 9,32%, σαφώς πάνω από την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ, 6,9% φέτος και 4,5% το 2022.

Στο κεφάλαιο «επενδύσεις», οι προβλέψεις του προϋπολογισμού είναι μετριοπαθέστερες σε σχέση με του προσχεδίου, για αύξηση ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου 11,1% φέτος και 23,4% το 2022. Η εισηγητική εκτιμά για φέτος αύξηση 0,6 μονάδα ταχύτερη (11,7%), για δε το 2022 1,5 μονάδα βραδύτερη (21,9%).

Στις «δημόσιες επενδύσεις» η εικόνα προβλέπεται δυσμενέστερη. Οι δαπάνες ΠΔΕ εμφανίζουν φέτος το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης της δεκαετίας (-21,6%). Από 10.647 εκατ. ευρώ προσγειώνονται στα 8.350 εκατ. ευρώ, ενώ μειώνονται και το 2022 (-6,6%) στα 7.800 ευρώ.

Στα δημόσια οικονομικά, η επιστροφή στην «κανονικότητα» δεν επέρχεται ούτε το 2022. Προβλέπεται πρωτογενές έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ, δημοσιονομικό έλλειμμα 4% του ΑΕΠ, με το χρέος της γενικής κυβέρνησης σε υψηλά επίπεδα, 350 δισ. ευρώ ή 197,1% του ΑΕΠ φέτος από 206,3% του ΑΕΠ το 2020, με εθνικολογιστική υποχώρηση στο 189,6% του ΑΕΠ αλλά ταμειακή αύξηση στα 355 δισ. ευρώ το 2022.

Ακόμη, για το 2022 ο νέος προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 3,0%, βραδύτερη από φέτος (+3,3%) μείωση δημόσιας κατανάλωσης κατά 2,8%, από +4,1% φέτος, βραδύτερη αύξηση εξαγωγών (11,1% από 14,1% φέτος) και ταχύτερη άνοδο εξαγωγών (8,9% από 6,6), άρα και επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.