Το ΔΝΤ ζητάει μέτρα ενώ εκτιμά πως δεν χρειάζεται περισσότερη δημοσιονομική προσαρμογή

Το ΔΝΤ ζητάει μέτρα ενώ εκτιμά πως δεν χρειάζεται περισσότερη δημοσιονομική προσαρμογή

Ισχυρές διαφωνίες και σημαντικές διαφοροποιήσεις κατεγράφησαν για πρώτη φορά δημοσίως μεταξύ των μελών του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναφορικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και τη δημοσιονομική πορεία της χώρας μας.

Αυτό είναι το πιο ασφαλές συμπέρασμα που προκύπτει από τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασής του, όπου παρουσιάστηκε η έκθεση του Ταμείου για την ελληνική οικονομία βάσει του άρθρου 4. Από εκεί και πέρα, το ΔΝΤ δεν έδωσε στίγμα αναφορικά με το εάν θα συμμετάσχει ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα, με τις αποφάσεις να παραπέμπονται για αργότερα.

Ωστόσο το ΔΝΤ προσπάθησε να χτίσει ένα καλύτερο προφίλ αναφέροντας ότι: «Η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερη δημοσιονομική προσαρμογή από εδώ και πέρα, πέραν των όσων έχουν ήδη δρομολογηθεί. Οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι θα πρέπει να υποστηριχθούν από δημοσιονομικά ουδέτερες, υψηλής ποιότητας μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα διευρύνουν τη φορολογική βάση και θα εκλογικεύσουν τις δαπάνες συντάξεων, προκειμένου ο δημόσιος τομέας να μπορεί να παράσχει κατάλληλες υπηρεσίες και κοινωνική στήριξη σε ευαίσθητες ομάδες πληθυσμού, δημιουργώντας παράλληλα τις συνθήκες για ανάπτυξη και επενδύσεις».

Και συμπληρώνει ότι «Οι αρχές θεωρούν ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% είναι εφικτός, πλην όμως θεωρούν για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους ότι ένας στόχος 2% - 2,5% είναι προτιμητέος» αναφέρεται στην έκθεση.

Οι δύο διαφωνίες

Σε αυτό το σημείο δημιουργείται η πρώτη μεγάλη διαφωνία εντός του Εκτελεστικού Συμβουλίου. «Κάποιοι διευθυντές προτιμούν πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ» αναφέρει η εκτίμηση του Ε.Σ., φωτογραφίζοντας τη διαφωνία κάποιων χωρών της Ε.Ε. προφανώς, καθώς τα χαμηλότερα πλεονάσματα μεταφράζονται σε μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ ο μόνος ρεαλιστικός στόχος αφορά πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ και αυτό συνοδευόμενο από γενναίες αποφάσεις διευθέτησης του χρέους, προκειμένου να μην επιβεβαιωθεί το βασικό του σενάριο, που οδηγεί σε δημόσιο χρέος 275% του ΑΕΠ το 2060, με τις χρηματοδοτικές ανάγκες στο εφιαλτικό 62% του ΑΕΠ.

Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται η δεύτερη διαφωνία, καθώς και πάλι η ανάγκη για σημαντική ελάφρυνση χρέους είχε τη στήριξη των «περισσότερων», αλλά όχι όλων.

Γιατί εμμένει σε αφορολόγητο και συντάξεις

Εκτός των ανωτέρω, το Ταμείο εμμένει στη μείωση του αφορολογήτου, την οποία θεωρεί δημοσιονομικά ουδέτερη, καθώς εκτιμά πως κάτι τέτοιο μαζί με την κατάργηση των φοροαπαλλαγών θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει παράλληλη μείωση του ΦΠΑ κατά μία μονάδα (από το 24% στο 23%), του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 29% στο 19%, αλλά και την καθιέρωση χαμηλών συντελεστών φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων έως και την περιοχή του 15%-20%.

Για τις συντάξεις εισηγείται κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» όχι για λόγους αύξησης των πλεονασμάτων, αλλά, όπως σημειώνει, για την καλύτερη στόχευση των κοινωνικών επιδομάτων και εδραίωση συνθηκών κοινωνικού κράτους. Όπως αναφέρει, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας καλύπτουν σήμερα μόλις το 73% του φτωχότερου 20% του ελληνικού πληθυσμού, το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη.

Επικίνδυνο το πόκερ Σόιμπλε με το ΔΝΤ

«Το ριψοκίνδυνο πόκερ του Σόιμπλε με το ΔΝΤ» είναι ο τίτλος άρθρου της ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας «Die Welt», στο οποίο ο αρθρογράφος επιχειρεί να εξηγήσει «γιατί μπορεί να γίνει επικίνδυνο». Ωστόσο, όπως επισημαίνει το δημοσίευμα, «το περιβάλλον του Σόιμπλε παραπέμπει στο ότι, δεδομένης της αβεβαιότητας, κανείς δεν σκέφτεται να πετάξει την Ελλάδα εκτός νομισματικής ένωσης. Αυτό θα είχε υπερβολικό ρίσκο, οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες».