Επίκαιρο και δίκαιο το αίτημα αύξησης των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων

Επίκαιρο και δίκαιο το αίτημα αύξησης των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων

Στην παρούσα συγκυρία αποτελεί κοινή διαπίστωση η ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης μιας νέας πολιτικής για την ανασυγκρότηση του κράτους και τη θεσμική επανεκκίνηση. Αναγκαία συνθήκη για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου σοβαρού εγχειρήματος είναι η αναβάθμιση του ρόλου και της θέσης της δημοσιοϋπαλληλίας ως θεματοφύλακα της ορθής λειτουργίας του κράτους. Αυτό, μεταξύ άλλων, προϋποθέτει και την ουσιαστική βελτίωση των αμοιβών των δημόσιων υπαλλήλων, καθώς ο μισθός αποτελεί ένα μέσο αξιοπρεπούς διαβίωσης αλλά και πραγματικό κίνητρο παραγωγικότητας. Παράλληλα, θα πρέπει να εφαρμοστεί καθολικά το ενιαίο μισθολόγιο, χωρίς εξαιρέσεις και αστερίσκους.

Η μείωση του μισθολογικού κόστους στον δημόσιο τομέα ξεκίνησε το 2010. Επιβλήθηκε με το πρώτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο μιας αυστηρής δημοσιονομικής λογικής. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με τη μελέτη του Κοινωνικού Πολυκέντρου της ΑΔΕΔΥ, ότι ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα έχει υποστεί μείωση της τάξης του 25,7% κατά το διάστημα 2008-2020. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., αυτή η μείωση κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση τής σχετικής κατάταξης, με τον μέσο όρο να παρουσιάζει αύξηση κατά 23,8% στην Ευρωπαϊκή  Ένωση των 27. Η σημερινή συνθήκη με την έντονη πληθωριστική τάση (διψήφιο νούμερο πληθωρισμού τους τελευταίους τέσσερις μήνες) και ως εκ τούτου τη ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής, βρίσκει τους δημόσιους υπαλλήλους ενώπιoν μιας δραστικής μείωσης του πραγματικού τους εισοδήματος και εντέλει σηματοδοτεί μια προσπάθεια απαξίωσής τους.

Καταστρατήγηση του ενιαίου μισθολογίου

Η αναδιαμόρφωση του μισθολογικού χάρτη των δημόσιων υπαλλήλων ασφαλώς δεν μπορεί να σχεδιάζεται με αποσπασματικά και νεοφιλελεύθερα μέτρα όπως αυτά που ψηφίστηκαν πρόσφατα και δεν εντάσσονται σε καμία ευρύτερη στρατηγική αξιοποίησή τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η θέσπιση μπόνους παραγωγικότητας για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων ή η χορήγηση πολύ υψηλών αμοιβών σε στελέχη που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης στον δημόσιο. Αμφότερα χαρακτηρίζονται από αδιαφανείς και υποκειμενικές διαδικασίες, θυμίζοντας εποχές πελατειακού κράτους και νεποτισμού. Επίσης, συνιστούν ακόμα μία καταστρατήγηση του ενιαίου μισθολογίου, εμβαθύνοντας υφιστάμενες αδικίες ή δημιουργώντας νέες μεταξύ των δημόσιων υπαλλήλων. Τέλος, μεθοδολογικά βασίζονται στην ξεπερασμένη προσέγγιση του new public management, που εισάγει ως πρότυπο οργάνωσης και διαχείρισης της εργασίας στον δημόσιο τομέα την ιδιωτική επιχείρηση.

Η αύξηση του μισθού ως κίνητρο

Η κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, λειτουργεί ως αντικίνητρο για την προσέλκυση και διατήρηση του εργατικού δυναμικού στον δημόσιο τομέα και τη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΑΣΕΠ, 1 στους 3 επιτυχόντες αρνείται τον διορισμό του. Υπό αυτό το πρίσμα, η αύξηση του μισθού θα λειτουργήσει ως κίνητρο προσέλκυσης νέων επιστημόνων που αποστρέφονται τον δημόσιο τομέα λόγω του μη ικανοποιητικού επιπέδου των αμοιβών και οι οποίοι θα στελεχώσουν κρίσιμες δομές του κράτους, όπως η Υγεία, η Παιδεία και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί. Ταυτόχρονα, θα ενισχύσει την αφοσίωση των εργαζομένων στην επίτευξη των σκοπών της υπηρεσίας τους και θα τονώσει το ενδιαφέρον τους για το αντικείμενο της εργασίας τους. Η επίδραση του εν λόγω μέτρου θα είναι ακόμα μεγαλύτερη αν συνδυαστεί με την ανάκτηση αρμοδιοτήτων οι οποίες στην παρούσα φάση ανατίθενται είτε σε μετακλητούς είτε σε φορείς της ιδιωτικής οικονομίας.

Το δίλημμα

Εν κατακλείδι, το δίλημμα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι απλό, επίκαιρο και διατυπώνεται ως εξής: θέλουμε μια Δημόσια Διοίκηση ανίσχυρη, υποστελεχωμένη, που θα αναπτύσσει συστηματικούς δεσμούς με τους εργολάβους και θα βασίζεται στη λογική της αγοράς και των ιδιωτικών συμφερόντων, ή μια Δημόσια Διοίκηση κατάλληλα στελεχωμένη, που θα αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό της και θα λειτουργεί επί τη βάσει των θεμελιωδών αρχών της, όπως η υπεροχή του δημόσιου συμφέροντος, η αμεροληψία, η νομιμότητα και η ίση μεταχείριση των διοικουμένων;

Ο Γιώργος Σπανουδάκης είναι πρόεδρος της Ένωσης Αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ) και ο Βασίλης Δελής είναι ειδικός γραμματέας της Ένωσης Αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ)