"Ποιος είναι ο δολοφόνος", είναι η συχνότερη ερώτηση που κάνουμε όταν διαβάζουμε κάποιο αστυνομικό μυθιστόρημα ή ακούμε ειδήσεις. Υποθέτουμε λοιπόν εξ αρχής το φύλο του δράστη, χωρίς απαραίτητα να γνωρίζουμε το κίνητρο. Φυσικά η αλήθεια είναι ότι, αν συγκρίνει κανείς τον αριθμό των ανδρών που αφαιρούν ζωή σε σχέση με τον αριθμό των γυναικών δράστιδων, οι γυναίκες πιο σπάνια παίρνουν αυτή την απόφαση. Πιο σπάνια και συνήθως, ανάλογα με την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα, για διαφορετικούς λόγους από τους άνδρες.
Σε γενικές γραμμές ωστόσο τα εγκλήματα που διαπράττουν γυναίκες ή είναι ηθικοί αυτουργοί σε αυτά είναι σαφέστατα πιο “προσωπικά”, δηλαδή θύμα είναι ο σύζυγος, ο εραστής ή κάποιος-οι που η δράστιδα θεωρούσε ή είχε όντως βλάψει την ίδια και την οικογένειά της.
Τα εγκλήματα με δράστιδες γυναίκες είχαν πάντα μεγάλη κάλυψη από τα ΜΜΕ και φυσικά με τους ανάλογους τίτλους “η φόνισσα”, “η μαύρη χήρα”, “η σατανική παπαδιά”, “η φαρμακούλα, “η μέγαιρα πεθερά”. Τίτλοι, χαρακτηρισμοί και στοιχεία του “ρεπορτάζ” που όμως δεν βρίσκεις όταν σε αντίστοιχο έγκλημα ο δράστης είναι άνδρας.
Για παράδειγμα, όταν σε μια γυναικοκτονία ένας σύζυγος ή σύντροφος σκοτώνει τη σύζυγο ή σύντροφό του είναι “οικογενειακή τραγωδία”, “έγκλημα πάθους” ή “τιμής”. Όταν μια γυναίκα όμως σκοτώσει τον σύζυγό της -ακόμα και όταν αποκαλύπτεται ότι την κακοποιούσε- παραμένει “μαύρη χήρα” ή “φόνισσα”.
Η “κακούργα πεθερά”
Εγκλήματα με δράστιδες γυναίκες συχνά αποτελούν και έμπνευση ή αφετηρία για τραγούδια ή ακόμα και ταινίες, που όμως παρουσιάζουν εν τέλει πολύ πιο πολύπλοκα ζητήματα από το ίδιο το έγκλημα, όπως την ίδια την κοινωνία ή την αντίληψη περί εγκλήματος διαπραχθέντος από μια γυναίκα.
Ένα παράδειγμα είναι το ρεμπέτικο τραγούδι “Κακούργα πεθερά”, που ουσιαστικά εξιστορεί το έγκλημα του 1931 που σόκαρε την αθηναϊκή κοινωνία, γνωστό και ως "έγκλημα στου Χαροκόπου". Για το έγκλημα αυτό γράφτηκαν δεκάδες επιφυλλίδες, χρονογραφήματα, ανέκδοτα, νούμερα επιθεώρησης, διαφημίσεις, γελοιογραφίες και σατυρικά τραγούδια.
«Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου 'μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις» τραγουδούσε ο Μάρκος Βαμβακάρης σε στίχους του Ιάκωβου Μοντανάρη. Μέχρι παραστάσεις του Καραγκιόζη ανέβηκαν με το θέμα αυτό, ενώ λέγεται ότι ακόμα και η Αρχιεπισκοπή Αθηνών εξέδωσε μια εγκύκλιο με τις σκέψεις του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου για το έγκλημα και τις αιτίες του που διαβάστηκε από τον άμβωνα σε όλες τις εκκλησίες την Κυριακή 18 Ιανουαρίου 1931.
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος ήταν ένας πλούσιος εργολάβος της εποχής, παντρεμένος με την όμορφη Φούλα Κάστρου και ζούσε στην περιοχή Χαροκόπου στην Καλλιθέα με τα τέσσερα παιδιά τους. Όμως η Φούλα δεν απολάμβανε την οικογενειακή θαλπωρή, αλλά αντίθετα ζούσε την ενδοοικογενειακή βία. Έτσι, όταν στις 4 Ιανουαρίου του 1931 ο Αθανασόπουλος κακοποίησε τη γυναίκα του χειρότερα από ποτέ, η γυναίκα του αναζήτησε βοήθεια από τη μητέρα της.
Η πεθερά λοιπόν έπεισε τον ανιψιό της Δημήτρη Μοσκιό να πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο στο κρεβάτι του, την επόμενη ημέρα, όπως και έγινε. Έμενε η εξαφάνιση του πτώματος, το οποίο αποφάσισαν να κάψουν, χωρίς όμως να το έχουν σκεφτεί καλά. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας, βλέπετε, θα μαρτυρούσε στους γείτονες τι είχε συμβεί. Τελικά αποφάσισαν να τεμαχίσουν το πτώμα και να το πετάξουν στο ρέμα του Ιλισσού, με τη βοήθεια και της υπηρέτριάς τους Γιαννούλας Μπέλλου. Τα πακέτα όμως με τα ανθρώπινα μέλη βρέθηκαν γρήγορα από έναν περαστικό και αποκαλύφθηκαν και το έγκλημα και οι δράστες του.
Σύζυγος και πεθερά καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινή που μετατράπηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη και το 1941 αποφυλακίστηκαν. Η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ ο Μοσκιός καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών και, λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης, εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο, όπου και πέθανε.
Η "Αναπαράσταση" του Θ. Αγγελόπουλου
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, η "Αναπαράσταση", είναι και αυτή στηριγμένη σε μια αληθινή ιστορία ενός εγκλήματος από μια γυναίκα που μαζί με τον εραστή της σκοτώνουν και εξαφανίζουν το πτώμα του συζύγου της σε ένα μικρό χωριό της Ηπείρου που ερημώνει από τη μετανάστευση ένα χρόνο μετά την επιβολή της Χούντας, το 1968.
“Η 'Αναπαράσταση' ήταν αναβίωση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας και προσαρμογή της στα τότε κοινωνικά στερεότυπα. Το στόρι ήταν παρμένο από μια πραγματική ιστορία του αστυνομικού δελτίου, όπου έβλεπε κανείς πώς αναβίωνε ο μύθος των Ατρειδών ακριβώς μέσα στην πραγματικότητα της εποχής. Κι εκείνη η εποχή ήταν περίεργη, βρισκόμασταν στην αρχή της δικτατορίας και τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι άντρες έφευγαν μετανάστες στη Γερμανία και η χώρα τελούσε υπό καθεστώς μελαγχολίας, θα λέγαμε, λόγω της χούντας” είχε πει ο Θ. Αγγελόπουλος σε μια συνέντευξή του στον Αντώνη Μποσκοΐτη το 2009.
Φυσικά, ο Θ. Αγγελόπουλος δεν χρησιμοποίησε τα πραγματικά ονόματα ή το πραγματικό όνομα του χωριού, ωστόσο τα γυρίσματα έγιναν στα χωριά του κεντρικού Ζαγορίου (νομός Ιωαννίνων) Βίτσα και Μονοδένδρι και στην πόλη των Ιωαννίνων από τον Νοέμβριο του 1969 έως τον Φεβρουάριο του 1970.
Η δράση της ταινίας τοποθετείται στο ανύπαρκτο χωριό Τυμφαία.
Το αληθινό χωριό που πρωταγωνίστησε στο αστυνομικό δελτίο του 1968 ήταν το Πολυνέρι Θεσπρωτίας, ένα ορεινό χωριό με λιγότερους από 120 κατοίκους τον Απρίλιο του 1968 και τους περισσότερους άνδρες κατοίκους ξενιτεμένους στη Γερμανία. Ένας από αυτούς ήταν και ο 45χρονος Χαρίσης Πάντος, που εκείνο τον Απρίλιο εξαφανίστηκε ενώ είχε αποφασίσει να μείνει στη γενέτειρά του και να ανοίξει μαγαζί, γεγονός που δεν έβρισκε σύμφωνη, όπως αποκαλύφθηκε μετά, τη σύζυγό του Αγγελική, με την οποία είχε τέσσερα παιδιά.
Η Αγγελική Πάντου στις επίμονες ερωτήσεις της χήρας του αδελφού του άνδρα της, Λαμπρινής, υποστήριζε ότι ο άνδρας της είχε φύγει για τη Γερμανία. Η χήρα όμως νύφη καταγγέλλει στη χωροφυλακή τις υποψίες της ότι ο κουνιάδος της δεν έφυγε αλλά έχει δολοφονηθεί από τη σύζυγό του και τον εραστή της, αγροφύλακα Κώστα Τζώρτζη, επίσης παντρεμένο με τρία παιδιά.
Τελικά αποκαλύφθηκε από τις ομολογίες της συζύγου και του εραστή της ότι ο Τζώρτζης ακινητοποίησε τον άτυχο Πάντο και η Αγγελική του πέρασε μια θηλιά στο λαιμό και τον έπνιξε. Στη συνέχεια τον έθαψαν στον κήπο σε λάκκο και πάνω φύτεψε κρεμμυδάκια και μια κυδωνιά. Καταδικάστηκαν σε ισόβια και αποφυλακίστηκαν 20 χρόνια μετά.