Όλος ο κόσμος στο κέντρο της Αθήνας

Όλος ο κόσμος στο κέντρο της Αθήνας

Οδοιπορικό της Μαρίας Λίλα

Κι όμως, σήμερα μπορείς να γυρίσεις τον κόσμο κάνοντας απλά μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Κατηφορίζοντας από το Μοναστηράκι, συναντάς ανθρώπους από τις πέντε ηπείρους, που δεν είναι, ωστόσο, τουρίστες. Ήρθαν άλλοι ως πρόσφυγες, άλλοι ζητώντας πολιτικό άσυλο και οι πιο πολλοί ως οικονομικοί μετανάστες. Όλοι για μια καλύτερη ζωή.

Έτσι, κάτω από την Ομόνοια και το Μοναστηράκι νιώθεις τις αποστάσεις να εκμηδενίζονται και μέσα σε λίγα τετράγωνα ξεδιπλώνονται μπροστά σου χώρες και λαοί, μαζί με την πολύτιμη πραμάτεια τους από την άλλη άκρη της Γης.

Φωνές, χρώματα και μυρωδιές από την Ασία και την Αφρική, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, γίνονται εντούτοις οικείες στη διάρκεια μια μικρής διαδρομής με τα πόδια μέσα από τα στενά της Ευριπίδου, της Σαρρή, της Σαπφούς και της Μενάνδρου.

Με γράμματα που θυμίζουν σχέδια από περίτεχνα ξυλόγλυπτα ή μπορντούρες σε ταπετσαρίες τοίχου ξεχωρίζουν τα εμπορικά καταστήματα των μεταναστών που ήρθαν από το Μπαγκλαντές. Μια χώρα λίγο μεγαλύτερη σε έκταση από την Ελλάδα, αλλά με δεκαπενταπλάσιο πληθυσμό, που δημιουργήθηκε μόλις το 1971, μετά την απόσχισή της από το Πακιστάν, και στην οποία ζουν πάνω από 165 εκατομμύρια άνθρωποι, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα η όγδοη πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο.

Μισοί - μισοί

Από την Ντάκα, πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές, ήρθαν στην Αθήνα ο Ραμαζάνι και ο Σαΐντ στα τέλη της δεκαετίας του '90. Τα μαγαζιά τους το ένα από το άλλο είναι μερικά μέτρα μακριά.

«Γεννήθηκα στο Ραμαζάνι και γι' αυτό με ονόμασαν έτσι. Μόνος μου ήρθα στην Ελλάδα από την Τουρκία το 1999 και μετά ήρθε η γυναίκα μου και η κόρη μας γεννήθηκε εδώ. Έκανα πολλές δουλειές και το 2007 άνοιξα το μαγαζί μου» μας λέει ο Ραμαζάνι, που διαθέτει ένα κατάστημα ψιλικών (μίνι - μάρκετ) με πολλά είδη από τη χώρα του, την Ινδία και το Πακιστάν μαζί με ελληνικά προϊόντα.

Οι πελάτες του είναι μισοί - μισοί, όπως λέει. Μισοί περαστικοί και μισοί περίοικοι. Μισοί Έλληνες και μισοί ξένοι.

Οι θαμώνες του όμως είναι κυρίως από το Μπαγκλαντές, καθώς έξω από το μαγαζί έχει δύο τραπέζια με καρέκλες, μονίμως πιασμένα από συμπατριώτες τους «μόνο και μόνο για να μιλάμε τη γλώσσα μας και να θυμόμαστε τα δικά μας» λέει.

Μπαχάρια και ρύζι

Στην άλλη γωνία, λιγότερο από είκοσι μέτρα μακριά, βρίσκεται το κατάστημα μπαχαρικών του Σαΐντ.

«Έφτασα στην Ελλάδα περπατώντας από την Τουρκία το 1997» λέει. «Δούλεψα σε χωράφια και θερμοκήπια πάνω από δέκα χρόνια κι αφού έμεινα στην Αθήνα και δούλεψα σε μαγαζιά, πριν από δύο χρόνια, το 2016 άνοιξα το δικό μου» μας λέει μπροστά από το αυτοσχέδιο γραφείο του, περιτριγυρισμένο από σακιά γεμάτα με πολύχρωμα πιπέρια, κανέλα, τζίντζερ, τσάγια, χουρμάδες, κουρκουμά και ρύζι.

«Όλοι ψωνίζουν από δω. Έχω μόνιμους πελάτες και περαστικούς, τόσο Έλληνες όσο και ξένους, αλλά και τουρίστες» λέει δείχνοντας απέναντί μας στη Μενάνδρου ακόμη τρία μαγαζιά μεταναστών από το Μπαγκλαντές: ένα φαστ φουντ, ένα εστιατόριο κι ένα κουρείο.

Μια νέα αγορά

Μετανάστες από το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, την Ινδία, το Ιράκ και τη Συρία έχουν αναπτύξει σχέσεις μεταξύ τους και έχουν ανοίξει τα δικά τους μαγαζιά γύρω από την πλατεία Θεάτρου, κάτω από την Ομόνοια, στη Βάθη και στο Μεταξουργείο, δημιουργώντας όχι μόνο τη δική τους αγορά, αλλά και γειτονιές που νιώθουν σαν δικές τους μέσα στο κέντρο της Αθήνας.

Στον Δήμο της Αθήνας, άλλωστε, ζει το 40% των μεταναστών της Αττικής. Από αυτούς, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, το 51% είναι Αλβανοί, το 5% Πολωνοί, το 3,8% Βούλγαροι και ακολουθούν άλλες εθνικότητες από την Ασία και την Αφρική.

Σύμφωνα, επίσης, με τα στοιχεία της απογραφής, 2.037.196 άνθρωποι (ποσοστό 18,8% επί των μόνιμων κατοίκων) δήλωσαν ότι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα προερχόμενοι από χώρα εξωτερικού όπου διέμειναν για τουλάχιστον ένα έτος, από τους οποίους ποσοστό που φτάνει στο 68,8% ήρθε στην Ελλάδα από το 1990 και μετά.

Σε αυτούς ανήκει και ο Αιγύπτιος Ιμάδ, που μετρά είκοσι οκτώ χρόνια στην Ελλάδα, τα δεκατέσσερα με το δικό του καφενείο σε ένα από τα στενά που τέμνουν την Αγίου Κωνσταντίνου.

«Έχω φίλους πια, πιο πολλούς Έλληνες, αν και στο μαγαζί έρχονται και πολλοί συμπατριώτες μου» λέει. «Πάω τσάι και καφέ σε μαγαζιά και γραφεία της περιοχής, ενώ εδώ κάθονται οι περισσότεροι για τον ναργιλέ».

Από Γερμανία, Ελλάδα

Πιο πάνω στη Μάρνη, ο Ρέμζι, Τούρκος κουρδικής καταγωγής, άνοιξε μόλις πριν από δύο μήνες το δικό του καφέ-εστιατόριο, στο οποίο τον βρήκαμε μια μέρα πριν πάει για να ψηφίσει.

«Τι άλλο;» μας ρωτάει. «Ντεμιρτάς και HDP θα ψηφίσω. Κι αν ο Ιντσέ πάει στον δεύτερο γύρο, Ιντσέ θα ψηφίσω».

Γλυκά του ταψιού, ζαχαρωτά και πάστες απλώνονται στη φωτισμένη βιτρίνα - ψυγείο του μαγαζιού του. «Όλα κουρδικά» λέει με περηφάνια και καθόμαστε για έναν «ελληνικό», όπως ζητάει από μια υπάλληλο να φτιάξει για να τα πούμε.

«Το 2003 ήμουν στη Γερμανία. Ο πατέρας μου είχε πουλήσει το αυτοκίνητό του στο Ντιγιάρμπακιρ για να μου βγάλει βίζα και εισιτήρια. Έφυγα από τη Γερμανία και ήρθα στην Ελλάδα. Εδώ και πέντε χρόνια διατηρώ μαγαζί με καφέ και ποτά στην Κω, σε μια παραλία κοντά στο λιμάνι, κι έχω ξαπλώστρες και ομπρέλες εκεί» μας λέει. Θέλει να πετύχει και στην Αθήνα για να μπορέσει να φέρει όλη του την οικογένεια και να έχει δουλειά όλο τον χρόνο.

Κομμώσεις μετά μουσικής

Απέναντι από τον Ρέμζι είναι το κομμωτήριο της Καρολίνας από τη Βουλγαρία, που μένει ανοιχτό και τις επτά μέρες της εβδομάδας, από τις 10 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ.

«Τραγουδούσα ελληνικά λαϊκά σε μαγαζιά, στην πατρίδα μου τη Φιλιππούπολη (σ.σ.: Πλόβντιφ). Έτσι ξεκίνησα και πήγαινα καλά, μέχρι που ήρθα για διακοπές στην Ελλάδα το 2002 μαζί με τη μητέρα μου» μας λέει.

«Τα χρήματα και οι συνθήκες ήταν καλύτερες κι άνοιξα μια καφετέρια στους Αγίους Αναργύρους και μετά μια ταβέρνα στη Λιοσίων. Έγιναν όμως φασαρίες σε ένα διπλανό μου μαγαζί κι αναγκάστηκα να κλείσω και να ανοίξω το κομμωτήριο στην πλατεία Βάθη το 2012».

«Πολλά βουλγαρικά μαγαζιά που ήταν εδώ έκλεισαν λόγω της κρίσης, αλλά ήρθαν κι από άλλες χώρες. Δίπλα μου στο εστιατόριο, ο ιδιοκτήτης του είναι από τη Συρία και οι περισσότεροι που δουλεύουν εκεί είναι πρόσφυγες από τη χώρα του» λέει η Καρολίνα.

Η άλλη διασκέδαση

Παλιότερα, γύρω από την Ομόνοια και το Μεταξουργείο έβλεπες να ζουν και να εργάζονται μετανάστες από την Αλβανία. Πολλά κλαμπ και ντισκοτέκ με ελληνικά και αλβανικά τραγούδια είχαν ανοίξει πριν από δέκα χρόνια σε αυτές τις περιοχές και στην Αχαρνών. Άνοιγαν από την Παρασκευή το μεσημέρι και μαζεύονταν και χόρευαν από νωρίς μετανάστες, αλλά κατά το πλείστον μετανάστριες και από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Σερβία.

Στη Λιοσίων ήταν το πολωνικό κλαμπ Ivo, που έκλεισε λόγω κρίσης, όπως και τα περισσότερα από τα παραπάνω.

«Πρώτοι ήρθαν οι Αλβανοί, μετά οι Πολωνοί, ακολούθησαν οι Ρουμάνοι, οι Βούλγαροι και οι Κινέζοι. Σχεδόν με την ίδια σειρά. Πρώτοι έφυγαν οι Αλβανοί, οι περισσότεροι σε καλύτερες περιοχές της Αττικής, και ακολούθησαν οι Πολωνοί. Οι παλιές κοινότητες των μεταναστών έδωσαν τη θέση τους σε άλλες» λέει ο ιδιοκτήτης καταστήματος ψιλικών στη Μιχαήλ Βόδα που πριν από μερικά χρόνια είχε βιβλιοχαρτοπωλείο στον Άγιο Παντελεήμονα.

Στην Κυψέλη, τώρα, υπάρχουν πάνω από εκατό μαγαζιά μεταναστών. Πρόκειται για καταστήματα ειδών διατροφής, τηλεφωνικών υπηρεσιών, καταστήματα γενικού εμπορίου και κομμωτήρια.

Η γεωγραφία της κρίσης...

Πρώτες στην Κυψέλη ήρθαν και έμειναν μετανάστριες από τις Φιλιππίνες που εργάζονταν ως οικιακές βοηθοί και ακολούθησαν οι μετανάστες από τις χώρες της Αφρικής, της ανατολικής Ευρώπης, οι Κινέζοι και οι Άραβες.

Στο Μεταξουργείο, τα καταστήματα των μεταναστών ξεπερνούν τα διακόσια, με τους Κινέζους να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος κάνοντας χονδρικό εμπόριο έτοιμου ενδύματος.

Στο πακιστανικό κομμωτήριο κοντά στον σταθμό του Αγίου Νικολάου το κούρεμα κοστίζει μόλις 5 ευρώ, ενώ στα πολωνικά, ρωσικά και βουλγαρικά παντοπωλεία υπάρχουν μοναδικά και δυσεύρετα δικά τους είδη και προϊόντα σε χαμηλές τιμές. Μόνο τα κινεζικά εμπορικά δεν άντεξαν στο χρόνο και στην κρίση και έκλεισαν το ίδιο γρήγορα όπως είχαν ανοίξει.

Κάθε στενό και από μια ιστορία για να ακούσεις από ανθρώπους που ταξίδεψαν χιλιάδες χιλιόμετρα ή μερικές εκατοντάδες. Από την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική. Οι πιο πολλοί κατατρεγμένοι και μερικοί από επιλογή, βρέθηκαν σε αυτές τις γειτονιές της Αθήνας και τις άλλαξαν.

...και οι λόγοι της επιστροφής

Δραστήρια και ενεργή η πολωνική κοινότητα, έφτανε κάποτε τα 100.000 μέλη. Με τη δική της εκκλησία στη Μιχαήλ Βόδα, δεκάδες μαγαζιά και εκατοντάδες ελεύθερους επαγγελματίες. Όμως η εντεινόμενη οικονομική κρίση, η μειωμένη κίνηση, τα χαράτσια και οι φόροι μαζί με τη ραγδαία πτώση του εισοδήματος όλων έβαλαν λουκέτα στα μαγαζιά και οδήγησαν χιλιάδες μετανάστες είτε πίσω στην πατρίδα τους είτε σε άλλες χώρες.

Καταλυτικό ρόλο, όμως, έπαιξε και ο φόβος που έσπειραν στις γειτονιές της Αθήνας οι συμμορίες των χρυσαυγιτών και τα «στραβά μάτια» των αστυνομικών στις βιαιοπραγίες σε βάρος τους.

Μας είπαν, όλοι όμως «off the record», ότι τώρα ξέρουν ότι στα διαμερίσματα και τα σπίτια που διακρίνονται να κυματίζουν ελληνικές σημαίες, οι οποίες μοιάζουν σαν ξεχασμένες από κάποια εθνική επέτειο ή αθλητική αναμέτρηση, μένουν οι πρόθυμοι.

Αυτοί που τρέχουν πρώτοι να «βοηθήσουν» τα λεγόμενα τάγματα εφόδου της ναζιστικής οργάνωσης. Δυστυχώς, αυτές οι σημαίες αποτελούν μια πρόχειρη χαρτογράφηση, σημειώσεις διαμερισμάτων για να βρουν άλλοτε «βοηθούς» κι άλλοτε «καταφύγιο» οι ρατσιστές της κάθε περιοχής.