Γιώργος Σταθάκης / Χρειάζονται πολιτικές αναδιανομής, αντίθετες απ’ αυτές που εφαρμόζει η ΝΔ

«Η αύξηση του κατώτατου μισθού που προανήγγειλε η κυβέρνηση δεν απαντά ουσιαστικά στην ακρίβεια και στις ανατιμήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Χρειάζεται μαζί με την αύξηση των μισθών να ακολουθηθούν συνδυαστικά μέτρα και πολιτικές οι οποίες να ευνοούν τις ομάδες που θίχονται από την υγειονομική κρίση και να επιβαρύνουν τις κοινωνικές ομάδες που ωφελούνται από αυτήν. Απαιτούνται πολιτικές ανακατανομής οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα από αυτές που ακολουθεί η κυβέρνηση τα τελευταία δυόμιση χρόνια», είπε Στο Κόκκινο και στον Νίκο Ξυδάκη, ο οικονομολόγος και πρώην Υπουργός Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης.
«Διεθνώς συζητιούνται τέσσερις κατηγορίες παρεμβάσεων προκειμένου να αναχαιτίσουν το κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων στα βασικά καταναλωτικά αγαθά. Πρώτο μέτρο είναι η ελάφρυνση των φόρων που αφορούν στην ενέργεια, τις μεταφορές και τα τρόφιμα. Δεύτερο έκτακτο μέτρο είναι να υπάρξουν παρεμβάσεις στη ρύθμιση των αγορών προκειμένου να αποτραπούν κερδοσκοπικές συμπεριφορές. Το κάνει η Γαλλία. Τρίτο μέτρο είναι η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους στους τομείς που έχουν πληγεί από την υγειονομική κρίση. Χρειάζεται να εντοπιστούν οι επιχειρήσεις που έχουν πληγεί και με συγκεκριμένα μέτρα που αφορούν τον τραπεζικό δανεισμό, τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις και άλλους τομείς που τις πιέζουν, να ρυθμιστούν προκειμένου να μην υπάρχει απώλεια επιχειρήσεων και θέσεων απασχόλησης. Τέταρτο μέτρο, το οποίο είναι πιο ουσιαστικό αλλά και περίπλοκο, είναι η ενίσχυση της απασχόλησης και των μισθών όπως και αναδιανομή και ανακατανομή των φορολογικών βαρών.
Η κρίση του Covid εκτόξευσε τις ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Διαπιστώνεται παγκόσμια ότι οι τιμές των μετοχών και των ακινήτων εκτοξεύθηκαν με αποτέλεσμα λόγω και του περιορισμού της κατανάλωσης οι αποταμιεύσεις των πλουσίων να αυξάνονται μέσα στην κρίση, σε αντίθεση με τα φτωχότερα νοικοκυριά που πιέζονται όλο και περισσότερο. Συνεπώς, απαιτείται να υπάρξει διόρθωση των άμεσων επιπτώσεων της κρίσης στα νοικοκυριά και ανακατανομή των φορολογικών βαρών τέτοια που να ευνοεί τις ομάδες που θίχτηκαν και να επιβαρύνει τις κοινωνικές ομάδες που ωφελήθηκαν από την κρίση.
Αυτό το πλέγμα μέτρων είναι αναγκαίο να ακολουθηθεί για να γίνει δυνατή η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων και της ακρίβειας που ταλανίζει τη χώρα μας, με τις λιγότερες επιπτώσεις για την πλειοψηφία των πολιτών. Πρόκειται για μέτρα που βρίσκονται στον αντίποδα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό στα τελευταία δυομιση χρόνια είναι η συστηματική μείωση των φόρων για τις πλουσιότερες κοινωνικές ομάδες. Η μείωση των φόρων στις πλουσιότερες ομάδες έχει δημοσιονομική επίπτωση της τάξης 1% του ΑΕΠ, κοντά στα 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ, όπου μαζί με την πολιτική στα εργασιακά, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις ΣΔΙΤ σε Υγεία και Δημόσια Έργα, βρίσκονται στον αντίποδα αυτών που έπρεπε να γίνουν για να αντιμετωπιστούν η ακρίβεια και οι πληθωριστικές πιέσεις».