Ιφιγένεια Καμτσίδου / Η νομική αντιμετώπιση των γυναικοκτονιών, πρέπει να συνδεθεί με την αμφισβήτηση των δομών της πατριαρχίας
«Το ζήτημα της γυναικοκτονίας και η νομική αντιμετώπισή του θα πρέπει να συνδεθεί με την αμφισβήτηση των δομών της πατριαρχίας. Οφείλουμε να δούμε πώς μπορεί το Δίκαιο να παρέμβει, ώστε να ανατρέψει τις πατριαρχικές δομές που καταλήγουν σε εγκληματική πράξη», είπε Στο Κόκκινο και στον Νίκο Ξυδάκη, η αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Ιφιγένεια Καμτσίδου.
«Οι δικαστές, εμποτισμένοι συχνά από την πατριαρχική ιδεολογία, αναγνωρίζουν ότι οι δράστες των γυναικοκτονιών βρίσκονται σε τέτοια ψυχική κατάσταση, (ζήλιας, θυμού, αγάπης, πάθους) που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ελαφρυντικά για το δράστη. Το ζήτημα με την εφαρμογή του ισχύοντος Δικαίου είναι ότι τα εγκλήματα πάθους δεν προβλέπονταν ποτέ στις υφιστάμενες διατάξεις, αλλά λόγω της πατριαρχικής ιδεολογίας, διυλίζονται σε αυτές.
Πρέπει να γίνει σαφές ότι πλήθος εγκλημάτων οφείλονται στο γεγονός ότι οι άντρες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τη γυναίκα ως υποκείμενο εκπλήρωσης των επιθυμιών τους, για να εξυπηρετεί τις συναισθηματικές και κοινωνικές οικογενειακές ανάγκες τους. Αν δεν εκπληρώνει το συγκεκριμένο ρόλο μέσα στην κοινωνία, είναι τέτοια η εξουσία των αντρών που φτάνει μέχρι να της αφαιρέσει τη ζωή.
Η γυναικοκτονία είναι ένα αδίκημα με το οποίο προσβάλλεται το έννομο αγαθό της ζωής. Αν υπάρξει χωριστή τυποποίηση της γυναικοκτονίας ως αδίκημα, τότε αρχίζουμε και εισάγουμε στο Δίκαιο μία διαφορετική αποτίμηση της ανθρώπινης ζωής ως έννομου αγαθού. Μετά την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, η ανθρωποκτονία δεν μπορεί να τιμωρείται παρά μόνο με ισόβια. Αφαίρεσε δηλαδή από το δικαστή τη δυνατότητα αξιολόγησης μίας ανθρωποκτονίας. Τη δυνατότητα δηλαδή να κρίνει και να αποφασίσει.
Αν σε αυτή τη συνθήκη ζητήσουμε επιβαρυντική περίσταση για τη γυναικοκτονία, αυτό σημαίνει ότι ζητούμε βαρύτερη ποινή από τα ισόβια, η οποία είναι μόνο η θανατική. Θα είχε νόημα η επιβαρυντική περίσταση να λαμβάνεται υπόψη, όπως στο προηγούμενο Ποινικό Κώδικα του 2019, όπου υπήρχε άρθρο που προέβλεπε να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά της πράξης και ένα από αυτά ήταν και το φύλο. Εκεί δεν υπήρχε ο όρος γυναικοκτονια αλλά ο δικαστής μπορούσε να κρίνει και να αποφασίσει, αν μια ανθρωποκτονία γυναίκας είναι γυναικοκτονία.
Για παράδειγμα, αντιμετωπίζουμε ως γυναικοκτονία τους φόνους των αδελφών Μιραμπάλ επειδή ο ΟΗΕ με αφορμή αυτές τις δολοφονίες καθιέρωσε την 25η Νοεμβρίου ως Παγκόμσια Ημέρα για την καταπολέμηση της βίας σε βάρος των γυναικών. Οι αδελφές Μιραμπάλ όμως δολοφονήθηκαν επειδή ήταν κομμουνίστριες και μέλη ενός κινήματος που επιδίωκε την ανατροπή του καθεστώτος του δικτάτορα Τρουχίγιο.
Για τον ίδιο λόγο δολοφονήθηκε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Δεν θα πούμε ότι η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ ήταν γυναικακτονία. Είναι κρίσιμο να αξιολογούμε στο πλαίσιο των πραγματικών πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, έτσι ώστε να μη γίνει η γυναικοκτονία ένα πέπλο που θα καλύπτει άλλες εγκληματικές πράξεις.
Η γυναικοκτονία είναι η θανάτωση μιας γυναίκας, επειδή είναι γυναίκα. Αυτό επιστημονικά οφείλουμε να το αναδεικνύουμε. Το κράτος μας διαθέτει ένα δημοκρατικό πολίτευμα και η πατριαρχία είναι ένας από τους βασικούς αντιπάλους της δημοκρατίας. Στην περίπτωση της δολοφονίας Τοπαλούδη, όπου αποτελεί το κλασσικό παράδειγμα γυναικοκτονίας, το να καταδείξει η εισαγγελέας ότι είχαμε ένα έγκλημα που τα χαρακτηριστικά του οφείλονται στην επικράτηση πατριαρχικών εξουσιαστικών σχέσεων, ήταν καθήκον της».