Οι θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών για τη διαχείριση της έρευνας

Οι θέσεις της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών για τη διαχείριση της έρευνας

Η Δρ. Γεωργία Τσιροπούλα είναι Διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και Γενική Γραμματέας του ΔΣ της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ). Στη συνέντευξη που ακολουθεί απαντάει σε ερωτήματά μας σχετικά με τις θέσεις της ΕΕΕ για τη διαχείριση της έρευνας και της καινοτομίας στην Ελλάδα και τη σύνδεσή τους με την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Γιατί η ΕΕΕ θεωρεί σημαντική την εγκαθίδρυση ενός Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης Έρευνας και Τεχνολογίας;

Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) από την ίδρυσή της το 1996, μέχρι σήμερα, προωθεί και στηρίζει κάθε πρωτοβουλία που στοχεύει στη διαμόρφωση και εγκαθίδρυση ενός Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Η θεσμική σύνδεση των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ), που εποπτεύονται από την Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) επιτεύχθηκε, κατά κάποιο τρόπο, το 2009 με την υπαγωγή της ΓΓΕΤ στο Υπουργείο Παιδείας, υπαγωγή που έτυχε διακομματικής αποδοχής. Δυστυχώς, τον Ιούλιο του 2019, με την αλλαγή της κυβέρνησης, υπήρξε η απροσδόκητη μεταφορά της ΓΓΕΤ και όλων των εποπτευόμενων από αυτήν φορέων από το Υπουργείο Παιδείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Η μεταφορά αυτή, όπου πλέον τα ΕΚ και τα ΑΕΙ ανήκουν σε διαφορετικά Υπουργεία, βρίσκεται σε καταφανή αντίθεση με κάθε διεθνή πρακτική και δεν ευνοεί το σχεδιασμό οποιασδήποτε εθνικής ερευνητικής στρατηγικής.

Τα ΑΕΙ και τα ΕΚ αποτελούν τους κύριους δημόσιους χώρους δημιουργίας νέας γνώσης και προώθησης της βασικής και της εφαρμοσμένης έρευνας. Είναι από τη φύση τους συγκοινωνούντα δοχεία, καθώς η εκπαίδευση στα ΑΕΙ αξιοποιεί τα ερευνητικά αποτελέσματα, που παράγονται τόσο στα ΑΕΙ όσο και στα ΕΚ, ενώ τα ΕΚ αξιοποιούν το δυναμικό των νέων επιστημόνων και των μελών ΔΕΠ προσφέροντάς τους την εμπειρία των ερευνητών για την εκπαίδευσή τους και τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τις ερευνητικές υποδομές, που διαθέτουν, για την υλοποίηση των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο του Ενιαίου Χώρου, που για την ΕΕΕ αποτελεί διαχρονικά το ζητούμενο, οι δύο αυτοί διακριτοί φορείς θα αποτελέσουν ένα αλληλοσυμπληρούμενο, δυναμικό σύστημα, το οποίο θα μεγιστοποιήσει τα πλεονεκτήματα που έχουν οι δύο χώροι και θα τα αξιοποιήσει προς όφελος της εκπαίδευσης, της έρευνας και της τεχνολογικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας.

Η δημιουργία και ενίσχυση ερευνητικών κέντρων συνετέλεσε στο παρελθόν στην ανάπτυξη της έρευνας. Ωστόσο στις προτάσεις σας στηλιτεύετε τη δημιουργία ΕΚ εντός των ΑΕΙ. Για ποιο λόγο θεωρείτε ότι αυτά δεν συντελούν στη σύγκλιση έρευνας και εκπαίδευσης;

Με την αναδιάρθρωση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με τη συγχώνευση σε αυτό του ΤΕΙ της Ηπείρου και του Ιονίου Πανεπιστημίου με την απορρόφηση από αυτό του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων ξεκίνησε, το 2018, η δημιουργία Πανεπιστημιακών Ερευνητικών Κέντρων (ΠΕΚ) στα διάφορα Πανεπιστήμια, στα οποία έγιναν τέτοιου είδους συγχωνεύσεις/απορροφήσεις. Σύμφωνα με τη θεσμοθέτησή τους τα ΠΕΚ, τα οποία αποτελούνται από αριθμό Ινστιτούτων, στεγάζονται και λειτουργούν στις εγκαταστάσεις των Πανεπιστημίων και χρησιμοποιούν τις υλικοτεχνικές τους υποδομές, δεν έχουν εκλεγμένους ερευνητές, αλλά μόνο συμβασιούχους, οι Διευθυντές και η διοίκησή τους δεν εκλέγονται, αλλά θα διορίζονται από τον Υπουργό και τη Σύγκλητο. Επιπλέον, πολλά από τα νέα Ινστιτούτα, που ιδρύθηκαν, θεραπεύουν ερευνητικά αντικείμενα που καλύπτονται από τα ήδη υπάρχοντα Ινστιτούτα των ΕΚ της χώρας.

Η ίδρυση των ΠΕΚ με την προαναφερθείσα διαδικασία δεν αφήνει να εννοηθεί ο σκοπός της ίδρυσης τους, καθώς και οι ανάγκες που καλούνται να καλύψουν. Κατά τη γνώμη μας είχε προφανή στόχο την εξυπηρέτηση προσωπικών πολιτικών και την εξισορρόπηση των αντιδράσεων των ΑΕΙ για την συνένωσή τους με τα ΤΕΙ. Να προσθέσουμε ότι αντίκειται στο νομικό πλαίσιο για την έρευνα (ν. 4386/2016), που προβλέπει ειδικές διατάξεις για την ίδρυση νέων ΕΚ, συμπεριλαμβανομένης και της έγκρισης από το (τότε) Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΣΕΚ, σήμερα ΕΣΕΤΕΚ), όπως επίσης και για την εκλογή ερευνητών, Διευθυντών και Διοίκησης. Επιπλέον, είναι φανερό ότι η δημιουργία τους ενισχύει τον κατακερματισμό, υπονομεύει την εδραίωση του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας και δυσκολεύει τη χάραξη μιας εθνικής ερευνητικής πολιτικής και στρατηγικής.

Πόσο ικανοποιητική είναι η χρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα σήμερα; Πώς αποτιμάτε το ρόλο του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας και τι προβλήματα εντοπίζετε;

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ΟΟΣΑ ο δείκτης που χρησιμοποιείται για να «μετρήσει» τη χρηματοδότηση της Έρευνας και Τεχνολογίας (Ε&Τ) από διάφορες πηγές είναι ο δείκτης έντασης δαπανών. Στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός διαμορφώθηκε σε 1.15% του ΑΕΠ το 2017, 1.21% του ΑΕΠ το 2018 και σε 1.27% του ΑΕΠ το 2019 (προκαταρκτικά στοιχεία). Φαίνεται, λοιπόν, ότι στην Ελλάδα δαπανώνται, αναλογικά, λιγότερα χρήματα για Ε&Τ από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος το 2018 ανήλθε στο 2,06% του ΑΕΠ, ενώ στο πλαίσιο της στρατηγικής Ευρώπη-2020 έχει τεθεί ως στόχος το 3% του ΑΕΠ. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης της Ε&Τ στην Ελλάδα προέρχεται από προγράμματα της ΕΕ ή από το ΕΣΠΑ, που έχουν συγκεκριμένες στοχεύσεις ή διάφορους αυστηρούς περιορισμούς, που αποτρέπουν τη δημιουργία μίας εθνικής ερευνητικής στρατηγικής.

Υπό αυτή την έννοια η ίδρυση και λειτουργία του ΕΛΙΔΕΚ, που ξεκίνησε το 2016, και του οποίου η χρηματοδότηση προήλθε από δάνειο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (είναι δηλ. σε κάθε περίπτωση δημόσιοι πόροι), είναι ένα βήμα για τη στήριξη της ελεύθερης έρευνας και έχει κριθεί θετικά από την ερευνητική κοινότητα. Η μέσω αυτού χρηματοδότηση ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων, χωρίς θεματικούς ή γεωγραφικούς αποκλεισμούς, καθώς και η χορήγηση υποτροφιών, δημιούργησε θετικές προοπτικές για την ανάπτυξη της Ε&Τ στη χώρα, την αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού και την ανάσχεση της φυγής των επιστημόνων στο εξωτερικό. Μέχρι σήμερα όμως ο θεσμός αυτός δεν έχει βρει το βηματισμό του. Η ΕΕΕ έχει επισημάνει διάφορες δυσλειτουργίες. Σημειώνουμε μερικές από αυτές: α) δεν τηρείται σταθερό χρονοδιάγραμμα στις προκηρύξεις ερευνητικών δράσεων, β) απουσιάζουν καθορισμένα και δημοσιοποιημένα εκ των προτέρων κριτήρια αξιολόγησης, ενώ και η διαδικασία αξιολόγησης μέσω θεματικών επιτροπών δημιουργεί προβλήματα αξιοπιστίας, γ) υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στη διαδικασία αξιολόγησης, ενώ συνήθως οι αναφορές που κοινοποιούνται στους επιστημονικούς υπεύθυνους δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.

Αξίζει εδώ να θίξουμε, επίσης, δύο θέματα: ενώ με το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο είχε επιδιωχθεί η ανεξαρτησία του ΕΛΙΔΕΚ από κυβερνητικές παρεμβάσεις μέσω και της επιλογής του Διευθυντή του από το Επιστημονικό Συμβούλιο με πρόσφατη τροπολογία αλλάζει το μοντέλο διοίκησης και αυτή η επιλογή περνάει στη δικαιοδοσία του εκάστοτε Υπουργού. Ένα άλλο σημαντικό θέμα, που αξίζει να θίξουμε, είναι ότι το μέλλον του ΕΛΙΔΕΚ είναι άγνωστο, καθώς μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία δέσμευση για τη συνέχειά του, όταν εξαντληθεί η εξασφαλισμένη από το 2018 χρηματοδότηση.

Ποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες εμποδίζουν την ανάπτυξη της έρευνας στην Ελλάδα και πώς πιστεύετε ότι μπορεί να διορθωθεί αυτό;

Ο ν. 4485/2017, ο οποίος επέβαλε την υπαγωγή των ΕΛΚΕ των ΑΕΙ και των ΕΚ στο δημόσιο λογιστικό, σήμανε και τη θέσπιση γραφειοκρατικών ρυθμίσεων, που αποτελούν τροχοπέδη στην απορρόφηση και διαχείριση ερευνητικών κονδυλίων. Οι ρυθμίσεις αυτές έφεραν τις ερευνητικές δραστηριότητες σε αδιέξοδο και μετέτρεψαν τους ερευνητικούς και πανεπιστημιακούς φορείς της χώρας από φορείς παροχής νέας γνώσης και υλοποίησης της έρευνας σε κέντρα λογιστικών διεκπεραιώσεων. Η διαχείριση των προγραμμάτων, που χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ, χαρακτηρίζεται επίσης από ασφυκτικές διαδικασίες και δεν επιτρέπει τους βαθμούς ελευθερίας που είναι απαραίτητοι για την έρευνα.

Σήμερα έχει γίνει κατανοητό ότι η υπαγωγή των ΕΛΚΕ στο δημόσιο λογιστικό έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα και γι’ αυτό κάποιες από τις γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, που είχαν επιβληθεί, έχουν αναιρεθεί. Χρειάζεται, όμως, να δοθεί μία οριστική λύση με τη θέσπιση ενός ορθολογικού πλαισίου διαχείρισης των κονδυλίων έρευνας, που θα παρέχει την απαραίτητη διαφάνεια, αλλά ταυτόχρονα και την απαιτούμενη ευελιξία στην υλοποίηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων. Για τη χρηματοδότηση της έρευνας μέσω ΕΣΠΑ θα πρέπει τόσο ο σχεδιασμός, όσο και οι διαδικασίες προκήρυξης, αξιολόγησης και υλοποίησης των έργων να συγκλίνουν με τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά πρωτόκολλα και να διαφέρουν από τα ΕΣΠΑ που αφορούν π.χ. σε κατασκευαστικά ή άλλα έργα. Τέλος η υποχρέωση υποβολής «πόθεν έσχες» ή η υποχρεωτική διπλή απογραφή στον ΕΦΚΑ για τους ερευνητές-αξιολογητές ερευνητικών προτάσεων, αποτελούν αρνητικά στοιχεία που μπορούν και πρέπει να διορθωθούν.

Για ποιους λόγους θεωρείτε ότι η επιχειρούμενη σύνδεση της έρευνας με την καινοτομία και την οικονομία είναι εσφαλμένη; Ποια θα ήταν μια ορθή κατεύθυνση; Έχετε κάποιο παράδειγμα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες;

Η μεταφορά των ΕΚ από το Υπουργείο Παιδείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων και η πρόσφατη μετονομασία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας σε Έρευνας και Καινοτομίας σηματοδοτεί μία προσέγγιση που έχει δοκιμαστεί πολλές φορές στο παρελθόν και έχει αποτύχει. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται σε μία εσφαλμένη αντίληψη ότι είναι οι ερευνητικοί φορείς που πρέπει να αποτελέσουν το μοχλό για τη σύνδεση της εφαρμοσμένης έρευνας με την οικονομία και τη δημιουργία ή αξιοποίηση καινοτόμων προϊόντων από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και όχι το αντίστροφο. Παραβλέπεται έτσι το είδος και ο επιχειρηματικός προσανατολισμός των ιδιωτικών επιχειρήσεων στη χώρα μας και η δυνατότητα ή/και η βούλησή τους να επενδύσουν στην έρευνα και την καινοτομία.

Σε αντίθεση με αυτήν την αποτυχημένη πρακτική, μια επιτυχημένη πρακτική που θα πρέπει να εφαρμοστεί και που εφαρμόζεται στις οικονομικά και τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες είναι η υποστήριξη καινοτόμων επιχειρήσεων. Για να γίνει αυτό απαιτείται η θέσπιση διαφόρων μέτρων, όπως η διευκόλυνση της ίδρυσής τους, φορολογικά κίνητρα για δαπάνες έρευνας και καινοτομίας, κίνητρα για την πρόσληψη επιστημόνων υψηλής κατάρτισης ή στοχευμένα συνεργατικά έργα ώστε να διευκολυνθεί η σύνδεση ιδιωτικών επιχειρήσεων με τα ΑΕΙ και τα ΕΚ με σκοπό την αξιοποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων και τη δημιουργία καινοτόμων προϊόντων. Το πρόγραμμα «Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ», που προκηρύχθηκε από τη ΓΓΕΤ το 2018, από το οποίο ωφελήθηκαν 729 επιχειρήσεις σε συνεργατικά έργα με ΑΕΙ και ΕΚ θεωρούμε ότι είναι προς την σωστή κατεύθυνση, αν και μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε αν θα επαναληφθεί.

Ποια είναι τα βασικά προβλήματα του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεται την έρευνα η Πολιτεία και πώς μπορεί να βελτιωθεί;

Τα βασικότερα προβλήματα, που εντοπίζει η ΕΕΕ στη διαχείριση της έρευνας από την Πολιτεία, είναι η πολυδιάσπαση στα όργανα εποπτείας (δηλ. Υπουργεία και Γενικές Γραμματείες) της έρευνας που επιτελείται στα ΑΕΙ και τα ΕΚ, αλλά και στα διάφορα Ινστιτούτα που λειτουργούν σε διάφορα Υπουργεία και η έλλειψη συντονισμού και αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, τα διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, που διέπουν τους διάφορους ερευνητικούς φορείς, η επικάλυψη δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων ή και o ασαφής ρόλος διαφόρων γνωμοδοτικών οργάνων, και η έλλειψη συστηματικής χρηματοδότησης από δημόσιους πόρους και ενός χρηματοδοτικού κανονιστικού πλαισίου χωρίς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις.

Η ΕΕΕ έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για την αναδιοργάνωση του εθνικού ερευνητικού συστήματος με σκοπό την αποδοτική και παραγωγική διακυβέρνηση της Ε&Τ και τη διασφάλιση της διασύνδεσης όλων των εμπλεκόμενων φορέων με πρωταρχική τη θεσμική διασύνδεση των ΕΚ με τα ΑΕΙ. Περιληπτικά, οι προτάσεις αυτές αναφέρονται σε ένα Οργανόγραμμα Διαχείρισης και Λειτουργίας του Εθνικού Ερευνητικού Συστήματος που περιλαμβάνει το εξής οργανωτικό σχήμα: α) το Υπουργείο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας στο οποίο θα υπάγονται όλοι οι ερευνητικοί φορείς και τα ΑΕΙ, β) τη Γενική Γραμματεία Ε&Τ που θα έχει την εποπτεία της λειτουργίας των ΕΚ, γ) το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, γνωμοδοτικό όργανο για το σχεδιασμό της ερευνητικής πολιτικής σε ΑΕΙ και ΕΚ, δ) την Εθνική Αρχή Αξιολόγησης Έρευνας και Ανώτατης Εκπαίδευσης με αποστολή την αξιολόγηση των ΕΚ και των ΑΕΙ, καθώς και την αποτίμηση των ερευνητικών δράσεων και πλαισίων χρηματοδότησης. Έχει, επιπλέον, προτείνει ένα χρηματοδοτικό σχήμα, που θα αποτελεί τον κύριο συντονιστικό πυλώνα χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων από δημόσιους πόρους, αλλά και από ιδιωτικούς φορείς.

Οι θέσεις της ΕΕΕ για τη διακυβέρνηση της έρευνας και τεχνολογίας μπορούν να βρεθούν στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://www.eee-researchers.gr/theseis-kai-protaseis-tis-eee-gia-ti-diakyvernisi-tis-ereynas-kai-technologias/