Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
20 °C
17.6°C21.2°C
1 BF 46%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
15.3°C18.5°C
1 BF 57%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
13.0°C14.9°C
2 BF 85%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.2°C19.8°C
1 BF 56%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
12.9°C15.7°C
0 BF 76%
Μεταδιδακτορική έρευνα στην Ελλάδα;
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Μεταδιδακτορική έρευνα στην Ελλάδα;

Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε σε έναν απλό τρόπο με τον οποίο μπορεί να βελτιωθεί η κατάταξη των πανεπιστημίων στη χώρα, εστιάζοντας στην ερευνητική αποστολή τους. Κατά βάση, η ίδια απλή συνταγή μπορεί να εφαρμοστεί για την ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας στην Ελλάδα. Η έρευνα και η καινοτομία απαιτούν πρωτίστως συστηματική χρηματοδότηση όλων των επιστημονικών κλάδων και πεδίων γνώσης, με την ταυτόχρονη θεσμοθέτηση ενός υποστηρικτικού δικτύου διαχείρισης που θα εξασφαλίζει ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον, ελκυστικό σε εργαζόμενους υψηλού κύρους, και θα διασφαλίζει την ομαλή εκτέλεση των ερευνητικών προγραμμάτων. Είναι, ωστόσο, κοινός τόπος ότι τόσο η επάρκεια και αποτελεσματικότητα των θεσμών όσο και η χρηματοδότηση είναι περιορισμένα στην Ελλάδα. Αν και το ζήτημα αυτό έχει πολλές πλευρές, στο παρόν θα εστιάσουμε στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές.

Πώς γίνεται η έρευνα στην Ελλάδα.

Η έρευνα γίνεται σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, τα οποία απαρτίζονται από μόνιμο και μη μόνιμο, τεχνικό, διοικητικό και ακαδημαϊκό προσωπικό. Το μόνιμο ακαδημαϊκό προσωπικό είναι χωρισμένο σε βαθμίδες∙ των πανεπιστημιακών τμημάτων σε Καθηγητές, Αναπληρωτές Καθηγητές και Επίκουρους∙ των ερευνητικών κέντρων σε Διευθυντές Ερευνών, Κύριους και Εντεταλμένους Ερευνητές. Μεγάλο μέρος του μη μόνιμου προσωπικού απαρτίζεται από μεταδιδακτορικούς ερευνητές, δηλαδή ερευνητές που έχουν αποκτήσει το διδακτορικό τους και εργάζονται για ορισμένο χρόνο χωρίς να έχουν μόνιμη θέση, και υποψήφιους διδάκτορες/μεταπτυχιακούς φοιτητές που συμμετέχουν στην έρευνα στα πλαίσια και της εκπαίδευσής τους. Η διαβάθμιση αυτή συνεπάγεται και διαφορετικούς ρόλους σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό και την καθοδήγηση ερευνητικών προγραμμάτων, πειραμάτων κ.λπ. και κατά κανόνα μεταφράζεται και σε μισθολογικές διαφορές.

Ένα φαινόμενο που παρατηρείται διεθνώς είναι ότι οι διαθέσιμες μόνιμες θέσεις είναι λιγότερες από τους μεταδιδακτορικούς ερευνητές. Καθώς ο αριθμός των φοιτητών αυξάνεται, αυξάνεται αντιστοίχως ο αριθμός των υποψήφιων διδακτόρων και διδακτόρων, ωστόσο τα ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια δεν επεκτείνονται με τον ίδιο ρυθμό με αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος των μεταδιδακτορικών ερευνητών να κατευθύνονται τελικά σε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες στον ιδιωτικό τομέα (κάτι που δεν είναι απαραιτήτως κακό). Χαρακτηριστικά λέγεται ότι η ακαδημαϊκή επιτυχία, που μεταφράζεται στην εύρεση μιας μόνιμης θέσης, είναι μαραθώνιος και… όποιος αντέξει.

Στην μνημονιακή Ελλάδα (χονδρικά μεταξύ του 2008 και 2018), τα ερευνητικά κέντρα και πανεπιστημιακά ιδρύματα όχι μόνο δεν επεκτάθηκαν αλλά το μόνιμο προσωπικό τους συρρικνώθηκε, καθώς, λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών, οι συνταξιοδοτήσεις του προσωπικού δεν οδήγησαν σε «άνοιγμα» των κενών θέσεων. Μια λογική συνέπεια αυτού ήταν η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας των ολοένα λιγότερων μόνιμων ερευνητών (και διδασκόντων στα πανεπιστημιακά τμήματα) και η αύξηση του αριθμού μεταδιδακτόρων που εργάζονται στην έρευνα χάρη σε έκτακτες χρηματοδοτήσεις. Με τα ίδια μέσα έγινε (και εξακολουθεί να γίνεται) προσπάθεια να καλυφθούν πάγιες ανάγκες των ιδρυμάτων, όπως οι διδασκαλίες, οι εργαστηριακές αναλύσεις, κ.λπ., με το έκτακτο προσωπικό. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές και οι υποψήφιοι διδάκτορες μετατράπηκαν σε ανθρώπους για όλες τις δουλειές, προσπαθώντας να συμβιβάσουν εντατικό διδακτικό και εργαστηριακό έργο με έρευνα αιχμής, όντας, ωστόσο, πληρωμένοι, με πενιχρά μέσα ή καθόλου και με ελάχιστη μελλοντική αναγνώριση της προσφοράς τους.

Χωρίς να μπούμε σε πολλές (αλλά ουσιαστικές) λεπτομέρειες, η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας στην Ελλάδα γίνεται κυρίως από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μικρότερο βαθμό από κληροδοτήματα και κρατικούς φορείς, όπως το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ), και πολύ σπανιότερα από εσωτερικούς πόρους των ερευνητικών κέντρων και τον ιδιωτικό τομέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 2016 δεν υπήρχε κρατικός φορέας συστηματικής χρηματοδότησης της έρευνας Αν και η ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) ήταν σημαντική πρόοδος στην ανάπτυξη της έρευνας στην Ελλάδα, εν τούτοις χαρακτηρίζεται από μη τακτική/συστηματική προκήρυξη ανταγωνιστικών προγραμμάτων και καθυστερήσεις στις τελικές αξιολογήσεις και στην έναρξη των χρηματοδοτήσεων. Μεγάλη καθυστέρηση στην αξιολόγηση των προς χρηματοδότηση προγραμμάτων πλήττει την καινοτομία τους και μπορεί να τα καταστήσει ξεπερασμένα. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι σε παλαιότερες δράσεις, οι δικαιούχοι καλούνταν να ολοκληρώσουν τα προγράμματα χωρίς να έχουν λάβει τη χρηματοδότηση, την οποία λάμβαναν στο τέλος των προγραμμάτων, ενώ σε άλλες η διάρκεια των προγραμμάτων μειωνόταν ακόμα και στο μισό, χωρίς να μειώνονται αντίστοιχα τα παραδοτέα. Οι περιπτώσεις αυτές υποδεικνύουν την έλλειψη σοβαρότητας με την οποία έχει αντιμετωπίσει διαχρονικά την έρευνα η ελληνική πολιτεία.

Το εργασιακό καθεστώς των μεταδιδακτόρων

Ποιες είναι όμως οι συνθήκες εργασίας (καθεστώς πληρωμής, προοπτική, αναγνώριση) των μεταδιδακτορικών ερευνητών, μέσα σε αυτό το τοπίο;

Στην πραγματικότητα, η εργασία του ερευνητή είναι όμοια με εκείνη ενός μόνιμου ερευνητή και θα περίμενε κανείς η διαφορά να έγκειται μόνο στο ύψος του μισθού και των ευθυνών. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς στην πράξη η εργασία των μεταδιδακτορικών ερευνητών δεν αναγνωρίζεται ως έρευνα, ούτε ασφαλιστικά ούτε φορολογικά.

Ένας τυπικός τρόπος απασχόλησης των ερευνητών κατά την προηγούμενη δεκαετία ήταν αυτός της σύμβασης έργου, μια πρακτική που ακολουθείται και σήμερα (αν και αυτό έχει αρχίσει να διαφοροποιείται). Για να απασχοληθεί, λοιπόν, κανείς στην έρευνα έπρεπε να κάνει έναρξη εργασιών στην εφορία ως ελεύθερος επαγγελματίας, να τηρεί βιβλία εσόδων εξόδων και μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών και, σε κάποιες περιπτώσεις, να κάνει περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ. Πρόκειται για μια σχέση εργασίας που στην περίπτωση των ερευνητών διακρίνεται από βαθιές αντιφάσεις.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι πρώτες ημέρες απασχόλησης για έναν ερευνητή που προσλαμβάνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε ερευνητικό πρόγραμμα αφιερώνονται αποκλειστικά στην επίλυση πρακτικών ζητημάτων με τις δημόσιες υπηρεσίες (ΔΟΥ, ασφαλιστικοί φορείς, επιμελητήρια). Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος της γραφειοκρατίας μετατοπίζεται από τα διοικητικά τμήματα των ιδρυμάτων στον ίδιο το μεταδιδάκτορα (εφόσον πλέον πρόκειται για ελεύθερο επαγγελματία και όχι μισθωτό), μειώνοντας, με αυτό τον τρόπο, το χρόνο που του απομένει για έρευνα.

Συχνά δεν είναι καθόλου σαφές ποιος θα καταλήξει να είναι ο τελικός καθαρός μισθός. Όπως είναι λογικό, προβλέπεται κράτηση του ποσού που αντιστοιχεί στον ετήσιο φόρο, βάσει του προβλεπόμενου εισοδήματος, και κράτηση των ασφαλιστικών εισφορών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι νομοθεσίες που διέπουν το ασφαλιστικό και φορολογικό σύστημα άλλαξαν δυο η τρεις φορές μέσα σε ένα διάστημα δέκα ετών, αλλάζοντας στην πορεία τους όρους φορολόγησης και κράτησης εισφορών. Όσοι, λοιπόν, από τους μεταδιδάκτορες είχαν την τύχη να εργάζονται εκείνη τη χρονική περίοδο είχαν να αντιμετωπίσουν ένα ιδιαίτερα μεταβαλλόμενο περιβάλλον (όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών). Τέλος, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο τι συμβαίνει με την παρακράτηση ΦΠΑ και αν ο εργαζόμενος ερευνητής θα πρέπει να υποβάλει περιοδικές δηλώσεις, όπως και οι υπόλοιποι ελεύθεροι επαγγελματίες. Αν και η εφορία διαθέτει μια λίστα δραστηριοτήτων που απαλλάσσονται από ΦΠΑ, η τελική απόφαση ανήκει στον διευθυντή της τοπικής ΔΟΥ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας ερευνητής μπορεί να πληρώνει ΦΠΑ ή όχι, αναλόγως με τον τόπο κατοικίας του, χωρίς να έχει σημασία ότι πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο εργασίας.

Η διαδικασία των πληρωμών ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη και χρονοβόρα, ως αποτέλεσμα της γραφειοκρατίας των ιδρυμάτων και της μη εξασφαλισμένης τακτικής διαθεσιμότητας των κονδυλίων από τους φορείς χρηματοδότησης. Ως εκ τούτου οι πληρωμές μπορούσαν να καθυστερήσουν αρκετούς μήνες, αναγκάζοντας πολλούς από τους μεταδιδακτορικούς ερευνητές να ζουν με δανεικά. Η πρακτική αυτή βελτιώθηκε σε κάποιες περιπτώσεις, με την πρωτοβουλία ορισμένων ινστιτούτων να διευκολύνουν τις διαδικασίες και να φροντίζουν να καλύπτουν τυχόν καθυστερήσεις χρησιμοποιώντας αποθεματικά κεφάλαια∙ παραμένει, ωστόσο, στην ευχέρεια του ερευνητικού κέντρου.

Συμπερασματικά, αντί για έναν ενιαίο τρόπο μισθοδοσίας στους μεταδιδάκτορες ερευνητές της χώρας, παρουσιάζονται διαφορές ως προς το ύψος της αμοιβής και την τακτικότητα, ανάλογα με τη διάθεση των διευθυντών, διοικητικών οργάνων και επιστημονικών υπευθύνων των ινστιτούτων και των τοπικών ΔΟΥ. Δυστυχώς, τα προβλήματα των βαθιά αντιφατικών σχέσεων εργασίας που έχουν καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια για τους μεταδιδακτορικούς ερευνητές δεν εξαντλούνται εκεί.

Ερευνητές φαντάσματα

Οι μεταδιδάκτορες αντιμετωπίζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, παρόλο που εργάζονται ως μισθωτοί. Πρόκειται δηλαδή για ερευνητικό προσωπικό που ωστόσο δεν αποτελεί προσωπικό. Ταυτοχρόνως, μια σύμβαση έργου δεν συνοδεύεται από βασικά εργασιακά δικαιώματα. Υπό αυτό το καθεστώς, οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές δεν έχουν κανονική άδεια, όπως ισχύει για οποιαδήποτε άλλη μισθωτή εργασία και για τους συναδέλφους τους μόνιμους ερευνητές των ερευνητικών κέντρων. Ο αριθμός ημερών άδειας είναι ζήτημα καθαρά του επιστημονικού υπεύθυνου του έργου, δηλαδή του μόνιμου ερευνητή ή πανεπιστημιακού που συντονίζει το έργο. Το ίδιο ισχύει και για την αναρρωτική άδεια και την άδεια μητρότητας.

Οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές δεν έχουν καμία εκπροσώπηση στα ερευνητικά κέντρα όπου εργάζονται. Οι καθιερωμένες σχέσεις εργασίας δεν ευνοούν την ίδρυση σωματείων ενώ τα καταστατικά των περισσότερων ερευνητικών κέντρων δεν προβλέπουν τη συμμετοχή του μη μόνιμου προσωπικού στα όργανα, τη λήψη αποφάσεων και τη χάραξη της στρατηγικής τους. Παρόλα αυτά, οι μη μόνιμοι ερευνητές αποτελούν ένα ζωτικό κομμάτι του προσωπικού και το ερευνητικό έργο που παράγουν αξιολογείται στα πλαίσια των τακτικών αξιολογήσεων των ερευνητικών κέντρων, συνεισφέροντας, αν όχι καθορίζοντας, το κύρος τους. Να σημειωθεί ότι η κατάσταση αυτή είναι ριζικά διαφορετική στα κέντρα του εξωτερικού, όπου οι ερευνητές ορισμένου χρόνου δεν αντιμετωπίζονται ως φαντάσματα αλλά αποτελούν ένα αναγνωρισμένα ζωντανό κομμάτι των ιδρυμάτων (στα πλαίσια των ιδιαιτεροτήτων και πλαισίων που έχει το καθένα).

Συχνά, η εργασία ως ερευνητής με σύμβαση έργου δεν αναγνωρίζεται ως προϋπηρεσία, όταν αυτοί διοριστούν ως μόνιμοι ερευνητές, επομένως δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του μισθού του. Αντιθέτως, αν ο ίδιος ερευνητής είχε ακριβώς τα ίδια έτη εργασίας σε ινστιτούτο του εξωτερικού, η προϋπηρεσία αυτή θα αναγνωριζόταν ως προϋπηρεσία.

Γιατί, λοιπόν, να θέλει να δουλέψει κανείς στην έρευνα στην Ελλάδα;

Το απλό και κυνικό αυτό ερώτημα συνοψίζει όλη την ουσία, δεδομένων των μη τακτικών χρηματοδοτήσεων, των μεγάλων καθυστερήσεων και των προβληματικών σχέσεων εργασίας που συντηρούνται σε ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια.

Δυστυχώς, το πνεύμα των ημερών επιβάλει οποιαδήποτε αναφορά σε προβλήματα ενός κλάδου να κατηγοριοποιούνται ως συνδικαλιστικά-συντεχνιακά ζητήματα που δεν αφορούν κανένα. Μεγάλη μερίδα πολιτών, μάλιστα, τείνουν να απορρίπτουν οποιαδήποτε τέτοια συζήτηση, αγνοώντας την ουσία. Μια τέτοια στάση είναι σαφώς όχι μόνο άδικη και βαθιά αντικοινωνική αλλά και ολότελα λάθος.

Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν έχουν δυο συνέπειες. Πρώτον, φέρνουν τους μεταδιδάκτορες αντιμέτωπους με μεγάλες πρακτικές δυσκολίες, συντηρώντας αδικίες και ανισότητες και εντείνοντας τα προβλήματα που, ούτως η άλλως, παρατηρούνται διεθνώς στον ακαδημαϊκό χώρο (ανισορροπία εργασίας-ζωής, δικαιοσύνη στους χώρους εργασίας, λίγες προοπτικές, κ.λπ.). Δεύτερον, πλήττουν την ποιότητα και ανταγωνιστικότητα της έρευνας που συντελείται στην Ελλάδα.

Σε αυτό θα αντιτείνει κανείς την μόνιμη αλλά τετριμμένη, πλέον, επωδό ότι η Ελλάδα παρά το μικρό της μέγεθος παράγει υψηλής ποιότητας έρευνα. Ωστόσο οι συγκεκριμένες δάφνες είναι παραπλανητικές και καλό θα είναι να μην αναπαύεται κανείς σε αυτές. Η στείρα αναπαραγωγή μεμονωμένων δεικτών δεν αποκαλύπτει όλη την αλήθεια, σχετικά με το πόσο ουσιαστικά συνδεδεμένη είναι η Ελλάδα με τις διεθνείς εξελίξεις. Το περιβάλλον της έρευνας και της καινοτομίας είναι παγκοσμιοποιημένο και χαρακτηρίζεται από εργαζόμενους υψηλής κινητικότητας. Σε μεγάλο βαθμό αυτή η κινητικότητα ευνοεί τόσο τους εργαζόμενους ερευνητές, που έρχονται σε επαφή με διαφορετικές τοπικές κοινότητες και διευρύνουν τα δίκτυα συνεργασίας τους, όσο και τα ίδια τα ινστιτούτα που εμπλουτίζουν το δυναμικό τους με εργαζόμενους υψηλού επιπέδου και διαφορετικές δεξιότητες. Σε ένα τέτοιο δυναμικό περιβάλλον είναι χαρακτηριστικό ότι καμία πολιτική ηγεσία τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχει φροντίσει να θεσπίσει ένα σχήμα τακτικής χρηματοδότησης και ένα ενιαίο εργασιακό καθεστώς, με αξιοπρεπείς και ανταγωνιστικούς μισθούς, που να ακολουθούν μια υγιή και δίκαιη λογική μισθοδοσίας. Πώς αλλιώς πιστεύουμε ότι θα δοθεί κίνητρο σε ερευνητές υψηλού κύρους, Έλληνες και μη, να εργαστούν στα ιδρύματα της χώρας και να συνεργαστούν με τις τοπικές κοινότητες, μεταφέροντας την τεχνογνωσία τους και καλλιεργώντας φυτώρια καινοτομίας; Πώς αλλιώς πιστεύουμε ότι θα δοθούν κίνητρα στους κατόχους διδακτορικών να ακολουθήσουν μια απαιτητική ερευνητική καριέρα στην Ελλάδα, αντί να επιλέξουν είτε μια καριέρα στο εξωτερικό ή άλλες κατευθύνσεις, με περισσότερα δικαιώματα και προοπτική; Αν πράγματι οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν αναγνωρίσει τη σημασία της έρευνας και της καινοτομίας και την πρόθεσή τους να βελτιώσουν την ποιότητά της, για ποιο λόγο δεν έχουν αντιμετωπίσει τα απλά πρακτικά ζητήματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω;

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL