Για όλο το χρυσάφι του Σαχέλ

Για όλο το χρυσάφι του Σαχέλ

Επιμέλεια: Ελίνα Βέτση

Σχεδόν ανέξοδα εξοπλισμένοι, χιλιάδες άνδρες ορύσσουν τη Σαχάρα προς αναζήτηση χρυσού μετά την ανακάλυψη φλεβών χρυσού στο Σουδάν, στο Τσαντ και στον Νίγηρα... Το φαινόμενο του πυρετού του χρυσού, τόσο πρόσφατο όσο και άμεσο, αιφνιδίασε τα ήδη αποσταθεροποιημένα από τα τζιχαντιστικά κινήματα και το παράνομο εμπόριο κάθε είδους κράτη του Σαχέλ. Παρ’ όλο που η βιοτεχνική εξόρυξη χρυσού μπορεί να αποδειχθεί μια ταχέως κερδοφόρα δραστηριότητα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τον επικίνδυνο και πρόσκαιρο χαρακτήρα της.

Γεννημένος στο Αρλίτ, πόλη στον βόρειο Νίγηρα γνωστή για τα ορυχεία ουρανίου, το μόνο μέσο που διαθέτει ο Αχμέτ Τζ. για την επιβίωσή του είναι ένα ανθεκτικό ιαπωνικό τετράτροχο και μια καλή γνώση των διαδρομών της Σαχάρας. Ο σαρανταδυάχρονος Τουαρέγκ εργάστηκε για χρόνια ως ξεναγός τουριστών που ερχόντουσαν να θαυμάσουν τα τοπία των όρων Αΐρ, ως μεταφορέας εμπορευμάτων -παράνομων και νόμιμων- και ως διακινητής αλλοδαπών μέχρι τα σύνορα με τη Λιβύη, προτού η δραστηριότητα αυτή απαγορευτεί, το 2015. Από τη μία μέρα στην άλλη, βρέθηκε χωρίς πόρους, αδυνατώντας να θρέψει τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά. Έτσι λοιπόν, μαζί με κάποιους φίλους του, επίσης άνεργους, πήραν την απόφαση να γίνουν χρυσοθήρες στην περιοχή εξόρυξης του Τσιμπαράκατεν, αρκετές ώρες μακριά από το Αρλίτ προς την κατεύθυνση της Αλγερίας. Η σκέψη του επαγγελματικού αναπροσανατολισμού του κάνει τα μάτια του να λάμπουν.

«Ο χρυσός είναι θείο δώρο. Έχει αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων εδώ», επαναλαμβάνει. Παρ’ όλα αυτά απέχει αρκετά από το να πλουτίσει από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα: προτού ξεκινήσει την αναζήτηση χρυσού, έπρεπε να προμηθευτεί τη σχετική άδεια εκμετάλλευσης και τον απαραίτητο εξοπλισμό, να μισθώσει μεταλλωρύχους και να φροντίσει για τη διατροφή τους. Η νέα απασχόλησή του του επιτρέπει μόλις και μετά βίας να ζει την οικογένειά του. Άλλοι, αντιθέτως, κατόρθωσαν να πλουτίσουν γρήγορα εκμεταλλευόμενοι τις υψηλές τιμές του χρυσού. Οι Νιγηριανοί έμποροι μπορούν να επιτύχουν 40.000 ευρώ το κιλό χρυσού στο αγοραστικό τους κοινό στο Ντουμπάι. Μια μικρή περιουσία σε μια χώρα όπου ο κατώτατος μισθός μόλις και μετά βίας αγγίζει τα 30.000 φράγκα Δυτικής Αφρικής (45 ευρώ).

Η ανακάλυψη της φλέβας χρυσού του Τσιμπαράκατεν από κάποιους σκαπανείς εφοδιασμένους με ανιχνευτές μετάλλων, τον Ιούλιο του 2014, προκάλεσε μεγάλη εισροή ερασιτεχνών χρυσοθήρων. Χιλιάδες άνθρωποι αποφάσισαν να δοκιμάσουν τις τύχες τους: κάτοικοι των γύρω περιοχών, Νιγήριοι προερχόμενοι από την υπόλοιπη χώρα όπως επίσης και άνθρωποι προερχόμενοι από το Μάλι, το Σουδάν, το Τσαντ ή ακόμα και την Μπουρκίνα Φάσο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, εκατοντάδες μεταλλευτικά φρέατα κατατρυπούν την ερημική περιοχή. Μια προσωρινή πόλη ξεπροβάλλει στην περιοχή, με τα καταστήματα, τα εστιατόρια και τα πρόχειρα καταλύματά της.

Ανάμεσα στους χρυσοθήρες συναντάμε πρώην Τουαρέγκ μισθοφόρους με καταγωγή από τον Νίγηρα, οι οποίοι επέστεψαν από τη Λιβύη μετά την πτώση του Μουαμάρ Καντάφι το 2011, συχνά ένοπλους, απολυμένους εργάτες της γαλλικής εταιρείας ενέργειας Αρέβα μετά το κλείσιμο του μεταλλείου του Ιμουραρέν το 2015, ευκαιριακούς ληστές του δρόμου, οδηγούς όπως ο Αχμέτ Τζ. ή ακόμα και πρώην Τουαρέγκ αντάρτες που δεν μπόρεσαν να επανενταχθούν παρά τις ειρηνευτικές συμφωνίες που υπογράφτηκαν το 1995 και το 2009. Για τον Νίγηρα, μια από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, που κατατάσσεται στην 189η θέση από τις 193 του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΔΑΑ), η ανακάλυψη χρυσού έχει απροσδόκητα οφέλη. «Ο χρυσός φροντίζει αυτό τον μικρόκοσμο και κρατά τους νέους μακριά από ένοπλες ομάδες, προστατεύοντάς τους κυρίως από τις σειρήνες των Τζιχαντιστών», παραδέχεται ο γενικός στρατηγός Μαχαμαντού Αμπού Ταρκά, πρόεδρος της Ανώτατης Αρχής για την Εδραίωση της Ειρήνης (HACP).

«Τα κράτη της περιοχής προσπάθησαν να οριοθετήσουν τη δραστηριότητα, όμως υιοθέτησαν διαφορετικές στρατηγικές», εξηγεί ο γεωγράφος Λοράν Γκανιόλ. Η Αλγερία και το Τσαντ απαγόρευσαν τη βιοτεχνική εξόρυξη χρυσού, ενώ ενίοτε πνίγουν στο αίμα τις παράνομες εξορύξεις. Το Σουδάν και η Μαυριτανία προσπαθούν να ελέγξουν την παραγωγή, κατασκευάζοντας κέντρα επεξεργασίας πετρωμάτων, όπου ο χρυσός διαχωρίζεται από την πέτρα μέσω χημικών διεργασιών. Ο Νίγηρας, από την άλλη, υιοθέτησε μια μέση οδό. Παρ’ όλο που η βιοτεχνική εξόρυξη χρυσού είναι ακόμα ανεκτή στις περιοχές Αΐρ και Τσιμπαράκατεν, η περιοχή του Ντζάντο, στην οποία έχει απαγορευτεί η πρόσβαση από τις αρχές εδώ και τρία χρόνια, μοιάζει να προορίζεται προς εκμετάλλευση από μια ξένη βιομηχανική εταιρεία. «Το συγκεχυμένο τοπίο των περιοχών εξόρυξης που αναδύονται ξαφνικά, αναπτύσσονται ραγδαία, πολλαπλασιάζονται και στη συνέχεια εξαφανίζονται μερικές φορές ακόμα πιο ξαφνικά» αντιπροσωπεύει μια σημαντική πρόκληση για τις κυβερνήσεις της Σαχαρο-Σαχελιανής ζώνης, που δέχονται αμέτρητες απειλές κατά της ασφάλειάς τους.

Βραχυπρόθεσμα, οι συνέπειες της εξόρυξης χρυσού μοιάζουν να είναι θετικές για την οικονομία. Στις περιπτώσεις που οι μεταλλωρύχοι έρχονται από μακρινές περιοχές, κάθε περιοχή εξόρυξης μένει λίγο - πολύ υπό τον έλεγχο των τοπικών κοινοτήτων, οι οποίες είναι και οι πρώτες που επωφελούνται: οι Τουαρέγκ στο Αΐρ, στο Τσιμπαράκατεν και στην περιοχή του Κιντάλ στο Μάλι, οι Τούμπου στο Ντζάντο και στην πόλη Μίσκι στο Τσαντ, οι Ζαγκαγουάς και οι Άραβες στο Νταρφούρ... Εντέλει, μας εξηγεί ο Λοράν Γκανιόλ, η δραστηριότητα αυτή έχει «έναν αναμφίβολο δευτερογενή αντίκτυπο στην περιφερειακή οικονομία» καθώς οι χρυσοθήρες, γνωρίζοντας πως οι πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι, επανεπενδύουν γενικά τα χρήματα που κερδίζουν στον κλάδο της κατασκευής, του εμπορίου και της κτηνοτροφίας.

Πρώην έμπορος κοκαΐνης, ο Σαλέχ Ιμπραήμ, γνωστός με το παρατσούκλι «Αφεντικό», ξεκίνησε επίσης να ασχολείται με τη βιοτεχνική εξόρυξη χρυσού. Σήμερα είναι επικεφαλής αρκετών εκατοντάδων μεταλλωρύχων, έχει εφοδιαστεί με εξοπλισμό γεώτρησης μεγάλου βάθους, έχει ανοίξει ένα κέντρο υγείας και έχει επενδύσει μέρος των κερδών του στον τόπο καταγωγής του, την όαση Τιμία, βόρεια του Αγκαντέζ, όπου και φρόντισε να φυτευτούν περισσότερες από τρεις χιλιάδες πορτοκαλιές. Υποστηρίζει πως έχει εγκαταλείψει κάθε παράνομη δραστηριότητα.

Όμως το παραμύθι μπορεί πολύ εύκολα να γίνει εφιάλτης. Στο Νταρφούρ, το 2013, μια διένεξη για τον έλεγχο των ορυχείων έφερε σε σύγκρουση τις αραβικές πολιτοφυλακές της χώρας (janjawid) -φόβος και τρόμος των πληθυσμών της περιοχής για χρόνια- και άλλες αραβικές φυλές, με απολογισμό εκατοντάδες νεκρούς και γύρω στους 150.000 εκτοπισμένους. Στο βόρειο Τσαντ, στην περιοχή Μίσκι, η δίψα για χρυσό οδήγησε στη δημιουργία μιας ομάδας αυτοάμυνας, η οποία με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε ένοπλη ανταρσία ενάντια στην κυβέρνηση. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, το 2013, το Τιμπεστί, του οποίου ο πληθυσμός εκτιμάται σε περίπου 25.000 άτομα (κυρίως της φυλής των Τέντας), είδε να συρρέουν στην περιοχή δεκάδες χιλιάδες μεταλλωρύχοι. «Είχε καταντήσει ανυπόφορο», λέει ένας κάτοικος της περιοχής σε τηλεφωνική επικοινωνία. «Μας έπαιρναν το νερό, το οποίο είναι σπάνιο στην περιοχή αυτή, μόλυναν τα εδάφη με χημικές ουσίες απαραίτητες για την εξαγωγή χρυσού όπως το κυάνιο και ο υδράργυρος σκοτώνοντας τα ζωντανά μας. Έκοβαν τα δέντρα και κυνηγούσαν θηράματα»Οι εντάσεις οδήγησαν σε ένοπλες συγκρούσεις που ξεκίνησαν το 2014, πρώτα μεταξύ των Τέντας και χρυσοθήρων ερχόμενων από άλλες περιοχές, έπειτα μεταξύ των Τέντας και των δυνάμεων ασφαλείας του Τσαντ, που κατηγορήθηκαν ότι κάλυπταν τις λεηλασίες.

Αληθινές ιστορίες μικροκτηνοτρόφων, οι οποίοι πούλησαν την καμήλα τους για να χρηματοδοτήσουν το ταξίδι τους στα ορυχεία και οι οποίοι επέστρεψαν πλούσιοι με αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες φράγκα Δυτικής Αφρικής, γεμίζουν τα όνειρα των υποψήφιων χρυσοθήρων. Όμως συμβαίνει και το αντίθετο, να χάνουν ό,τι έχουν. Όπως συμβαίνει συνήθως, κερδισμένοι είναι εκείνοι που μπορούν να διαθέσουν ένα σημαντικό κεφάλαιο για την αγορά μηχανημάτων και τη μίσθωση μεταλλωρύχων. Είναι επιχειρηματίες που ζουν, στην πλειονότητά τους, στις πρωτεύουσες, όπως επίσης και έμποροι που μεταπωλούν τον χρυσό στο εξωτερικό, συχνά χωρίς να πληρώσουν τους ανάλογους φόρους στο κράτος.

Επάγγελμα - σκλαβιά, η βιοτεχνική εξόρυξη χρυσού αποδεικνύεται πέραν τούτου και μια επικίνδυνη δραστηριότητα. Αν και δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των θυμάτων, οι φορείς του κλάδου παραδέχονται πως η σκόνη και η χρήση χημικών ουσιών χωρίς τη λήψη των απαραίτητων προληπτικών μέτρων (μάσκα ή γάντια) είναι υπαίτια για την πρόκληση πολλών ασθενειών. Τα θανατηφόρα ατυχήματα είναι συχνά. «Σχεδόν κάθε εβδομάδα, μετράμε θανάτους», επιβεβαιώνει ο Αχμέντ Τζ. Τον Σεπτέμβριο του 2019, η κατάρρευση ενός φρέατος στο ορυχείο του Κούρι Μπουγκουντί, στο βόρειο Τσαντ, προκάλεσε τον θάνατο τουλάχιστον πενήντα δύο ατόμων. Βίντεο που τραβήχτηκαν στον τόπο του ατυχήματος δείχνουν άψυχα σώματα να ανασύρονται με δυσκολία, με τη βοήθεια σκοινιών. Τον περασμένο Μάιο, 15 άτομα έχασαν τη ζωή τους σε παράνομο ορυχείο στη Γουινέα. Και άλλοι 18 τον Νοέμβριο, στον Νίγηρα, σ’ ένα αυτοσχέδιο ορυχείο στην περιοχή Μαράντι.

Η ζημιά που προκαλείται στο περιβάλλον προκαλεί επίσης ανησυχία στους τοπικούς πληθυσμούς και συγκεκριμένα στους κτηνοτρόφους, των οποίων τα ζώα αρρωσταίνουν από το μολυσμένο νερό. Μετά το πέρασμα των χρυσοθήρων -η εκμετάλλευση μιας περιοχής εξόρυξης δεν διαρκεί ποτέ για μεγάλο χρονικό διάστημα- το τοπίο μοιάζει με πεδίο μάχης: το έδαφος είναι γεμάτο τρύπες, μερικές φορές πολύ βαθιές, οι εισβολείς έχουν κόψει όλη την ξυλεία της περιοχής για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν, έχουν κυνηγήσει λαθραία τα ζώα της περιοχής, με αποτέλεσμα αυτά πλέον να σπανίζουν, ενώ η γη και ο υδροφόρος ορίζοντας έχουν μολυνθεί για δεκαετίες από τις χημικές ουσίες. Ορισμένα κέντρα επεξεργασίας πετρωμάτων, ιδιαιτέρως ρυπογόνα, είναι χτισμένα κοντά σε μεγάλες πόλεις. Η δραστηριότητα αυτή απαιτεί επίσης μεγάλη ποσότητα νερού σε μια περιοχή όπου αυτό είναι σπάνιο. Μακροπρόθεσμα, η εξόρυξη χρυσού θα μπορούσε να καταστήσει αδύνατη τη ζωή στις ήδη εχθρικές αυτές περιοχές.

* Ο Rémi Carayol είναι δημοσιογράφος

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο στη διεύθυνση: https://monde-diplomatique.gr/gia-olo-to-chrysafi-tou-sachel/