Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
11.2°C18.1°C
2 BF 63%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
14 °C
10.6°C16.9°C
2 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
10.0°C15.5°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.8°C16.4°C
2 BF 62%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
9 °C
8.9°C14.6°C
0 BF 81%
Το παράξενο πεπρωμένο των αλαουϊτών της Συρίας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το παράξενο πεπρωμένο των αλαουϊτών της Συρίας

ΣΥΡΙΑ

Επιμέλεια: Θανάσης Κούτσης

Το 1903, ο Βέλγος ιησουίτης Ανρί Λάμενς επισκέφθηκε τον νοζερίτη (παλαιότερη ονομασία των αλαουϊτών) θρησκευτικό ηγέτη της επαρχίας της Αντιόχειας για να τον «κάνει να συζητήσει». Όπως και σε άλλους μελετητές της Ανατολής νωρίτερα, στον Λάμενς είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον αυτός ο λαός με τη σκοτεινή προέλευση και τα θρησκευτικά δόγματα με εμφανή τα σημάδια του αρχαϊσμού και του θρησκευτικού συγκρητισμού, όπως η μετεμψύχωση ή η πίστη σε μια Τριάδα (Μωάμεθ, ο προφήτης, Άλι, ο γαμπρός του, και Σαλμάν, ένας από τους συντρόφους του). Ένας λαός που συμμετείχε τόσο σε χριστιανικές τελετές όσο και σε γιορτές με πιο παγανιστικό περιεχόμενο και λάτρευε τοπικούς θεούς, χωρίς, ωστόσο, να διαθέτει τζαμιά για να προσεύχεται. Καθώς τα μυστικά της θρησκείας των νοζεριτών μεταδίδονταν μόνο στους μυημένους, αποτελούσαν άλυτο μυστήριο για τους μελετητές της Ανατολής και τους ιεραπόστολους.

Στην αρχή, ο Λάμενς είχε θεωρήσει ότι οι νοζερίτες ήταν συνέχεια των αρχαίων χριστιανών, αλλά θα αναθεωρούσε μετά από συζήτηση με τον σεΐχη τους, ο οποίος επικαλείτο ξεκάθαρα το σιιτικό Ισλάμ. «Και εάν γινόσασταν χριστιανοί;», του πρότεινε ο Λάμενς. «Μια τέτοια κίνηση θα έδινε αμέσως το δικαίωμα στη Γαλλία να επέμβει υπέρ σας...». Η διήγηση αυτή σκιαγραφεί τις δυσκολίες που συνάντησαν οι νοζερίτες από την αρχή του 20ού αιώνα, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν και να κατοχυρώσουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, αρχικά στο πλαίσιο της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια της Συρίας υπό γαλλική κυριαρχία (μετά το 1920) και, τέλος, στο πλαίσιο της ανεξάρτητης Συρίας (1946). Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, δυσκολεύονται να βγουν από την ορεσίβια απομόνωσή τους και να εξοικειωθούν με τον σύγχρονο τρόπο ζωής.

Η θρησκεία τους διαμορφώθηκε στους κόλπους του σιιτικού Ισλάμ, μεταξύ του 9ου και του 10ου αιώνα, και πήρε το όνομα του ιδρυτή της Μοχάμεντ Ιμπν Νοζέρ. Συνδέεται με τις λεγόμενες «ακραίες» ομάδες (ghulât), οι οποίες κατηγορούνται για υπερβολική λατρεία του Άλι, μέχρι θεοποίησής του. Μετά από μια φάση εξάπλωσης στην Ανατολή, οι οπαδοί της θρησκείας αναδιπλώθηκαν στα βουνά και η θρησκεία τους εξελίχθηκε σε περιβάλλον απομόνωσης, αντλώντας στοιχεία από τις τοπικές πεποιθήσεις και τελετουργίες. Θρησκεία μυημένων, περιβλήθηκε από μυστήριο και καλλιέργησε έναν εσωτερικό, γνωστικιστικό, μυστικιστικό δρόμο, στο περιθώριο του Ισλάμ, της διδασκαλίας και του τελετουργικού του. Κατηγορήθηκε, επίσης, για ασέβεια, ιδιαίτερα από τον διάσημο νομομαθή του 14ου αιώνα Ιμπν Ταϊμίγια, με αποτέλεσμα οι νοζερίτες να αποβληθούν από το Ισλάμ.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι νοζερίτες έπεσαν συχνά θύματα διακρίσεων και παράλογων στερεοτύπων. Από την πλευρά τους, στο πρότυπο άλλων σιιτών, διατηρούσαν θρησκευτικές πρακτικές που πρόσβαλλαν τους σουνίτες, όπως η τελετουργική προσβολή των διαδόχων του Προφήτη. Η Κωνσταντινούπολη, όταν επιχείρησε τη μεταρρύθμιση της διοικητικής δομής της, προσπάθησε να τους αφομοιώσει, κυρίως χτίζοντας τζαμιά, χωρίς, όμως, μεγάλη επιτυχία. Οι νοζερίτες ζούσαν τότε κυρίως στα ορεινά χωριά (Τζαμπάλ Ανσαριέχ) και στο σαντζάκι της Αλεξανδρέττας, όπου είχαν ενσωματωθεί περισσότερο στο αστικό περιβάλλον και είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, καθώς και στο βόρειο τμήμα του Λιβάνου - όπου, από την έναρξη της σημερινής εξέγερσης στη Συρία, συγκρούονται καθημερινά με σουνιτικές ομάδες στην Τρίπολη.

Στα βουνά, η καθημερινότητα των αναλφάβητων χωρικών που τους εκμεταλλεύονταν οι σουνίτες γαιοκτήμονες ήταν βυθισμένη στην εξαθλίωση. Ωστόσο, ορισμένα μέλη της κοινότητας αναρριχήθηκαν σε αξιώματα της οθωμανικής διοίκησης και έτσι η αγροτική κοινότητα, που ήταν οργανωμένη στη βάση της ομοσπονδίας τεσσάρων φυλών, θα ανοιγόταν λίγο περισσότερο στον έξω κόσμο. Από τη δεκαετία του 1910, νοζερίτες θρησκευτικοί αξιωματούχοι ύφαναν δεσμούς με τους ορθόδοξους σιίτες συναδέλφους τους του σημερινού νότιου Λιβάνου και του Ιράκ. Ορισμένοι άρχισαν να παρουσιάζονται ως «αλαουΐτες», προκειμένου να συνδεθούν με τη μορφή του Άλι και το σιιτικό ισλάμ και να πάρουν τις αποστάσεις τους από τον χαρακτηρισμό «νοζερίτες», ο οποίος είχε γίνει υποτιμητικός.

Όταν οι Γάλλοι απέκτησαν τον έλεγχο της Συρίας και του Λίβανου (1920-1946), υιοθέτησαν τον όρο «αλαουΐτες». Η διατήρηση της θρησκευτικής μειονότητας και η αντιμετώπιση της οικονομικής και κοινωνικής οπισθοδρόμησής της δεν ήταν ο μοναδικός στόχος τους: επιδίωκαν, πρώτα απ’ όλα, να την αποκόψουν από τους εθνικιστές σουνίτες μουσουλμάνους - τακτική «διαίρει και βασίλευε». Η Συρία κατατεμαχίστηκε και στους αλαουΐτες παραχωρήθηκε μια αυτόνομη περιοχή, η οποία, το 1922, έγινε κράτος με πρωτεύουσα τη Λαττάκεια, πριν ενωθεί με τη Συρία, το 1939.

Μολονότι ορισμένοι αξιωματούχοι και φύλαρχοι είχαν αντιμετωπίσει ευνοϊκά τη γαλλική πρωτοβουλία, ένας από αυτούς, ο Σαλέχ Αλ-Άλι (1884-1950), τής αντιτάχθηκε με τα όπλα από τον Δεκέμβριο του 1918, στρατολογώντας και άλλους τοπικούς αρχηγούς στη μάχη των βουνών, πριν ηττηθεί το 1921. Υπήρξε άλλωστε ο πρώτος εξεγερμένος σε ολόκληρη τη Συρία και, το 1946, η πρώτη ανεξάρτητη κυβέρνηση της χώρας τον ανακήρυξε εθνικό ήρωα. Υπήρξε και μια δεύτερη φιγούρα που ξεχώρισε: ο Σολεϊμάν Αλ-Μουρσίντ, θαυματουργός βοσκός που αυτοανακηρύχθηκε προφήτης, ακόμα και θεός. Τελικά, απαγχονίστηκε για εσχάτη προδοσία από την ανεξάρτητη Συρία το 1946. Οι οπαδοί του ίδρυσαν σέχτα.

Καθώς ο Αλ-Μουρσίντ υποστήριζε την αυτονομία των αλαουϊτών, οι Γάλλοι τον έκαναν σύμμαχό τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι αλαουΐτες ηγέτες χωρίζονταν σε δύο στρατόπεδα: Από τη μία πλευρά βρίσκονταν όσοι ήθελαν να διατηρήσουν την αυτονομία της κοινότητας -και, αναμφίβολα, την προσωπική τους εξουσία στο εσωτερικό της- και να παραμείνουν ανεξάρτητοι από τη Συρία. Από την άλλη βρίσκονταν συχνά μορφωμένοι νέοι, οι οποίοι τάσσονταν στο πλευρό των σουνιτών των πόλεων και επεδίωκαν την προσχώρηση σε μια ενωμένη Συρία.

Στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της υπογραφής της συνθήκης Γαλλίας-Συρίας, το 1936, τέθηκε το ζήτημα εάν οι αλαουΐτες ανήκουν στο Ισλάμ. Οι ίδιοι οι θρησκευτικοί ηγέτες των αλαουϊτών ήταν διχασμένοι μεταξύ υποστηρικτών της αυτονομίας της κοινότητάς τους και οπαδών της συριακής ενότητας. Με ηγέτη τον Σολεϊμάν Αλ-Αχμάντ (1866-1942), οι οπαδοί της ενότητας ζητούσαν την προσχώρησή τους στο Ισλάμ. Το 1936 δημοσίευσαν κείμενο, δηλώνοντας την αραβική και τη μουσουλμανική τους ταυτότητα και, στη συνέχεια, έκαναν διάβημα στον μουφτή της Ιερουσαλήμ Αμίν Αλ-Χουσεϊνί. Ο μουφτής εξέδωσε φετβά: για πρώτη φορά, μια μουσουλμανική αρχή δεχόταν τους αλαουΐτες ως μέρος της Ούμα, της κοινότητας των πιστών.

Όταν η Συρία έγινε ανεξάρτητη, οι αλαουΐτες αντιπροσώπευαν το 11% του πληθυσμού, ενώ το 80% των μελών της κοινότητας ζούσε στα βουνά. Κατά την περίοδο της γαλλικής κυριαρχίας, είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στα μεγαλύτερα χωριά και στις παραθαλάσσιες πόλεις. Η κινητικότητά τους συνεχίστηκε και, για να γλιτώσουν από τη φτώχεια, έφτασαν κυρίως στη Χομς ή στη Δαμασκό, όπου ασχολήθηκαν με μικροεπαγγέλματα. Μία ακόμη διέξοδος υπήρξε ο στρατός: οι αλαουΐτες, με ήδη πολυπληθή παρουσία στον γαλλικό στρατό της Ανατολής, έγιναν δεκτοί, όπως και άλλες μειονότητες, στη Στρατιωτική Ακαδημία στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Θα αποτελούσαν, στη συνέχεια, βάση στρατολόγησης για το Μπάαθ, το κόμμα του αραβικού εθνικισμού με τις σοσιαλιστικές αναφορές.

Οι αλαουΐτες, που υποστηρίζονταν από τις θρησκευτικές αρχές των ορθόδοξων σιιτών του Ιράκ, άνοιξαν θρησκευτικά ιδρύματα, έχτισαν τζαμιά, εξέδωσαν έργα για τα δόγματά τους, ενώ, το 1952, οι αλαουΐτες ιμάμηδες κατόρθωσαν να αναγνωριστούν ως τζαφαρίτες, δηλαδή ως σιίτες, από τον μουφτή της Συρίας. Η διαδικασία προσέγγισης με το σιιτικό Ισλάμ θα επιταχυνθεί την εποχή του Χαφέζ Αλ-Άσαντ, πατέρα του σημερινού Προέδρου: το 1973, ένας σημαντικός θρησκευτικός ηγέτης του Λιβάνου, ο Μούσα Σαντρ, τους χαρακτήριζε μουσουλμάνους, ενώ σιιτικές θρησκευτικές σχολές άνοιγαν στη Σαϊίντα Ζαϊνάμπ, στα περίχωρα της Δαμασκού. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Μπάαθ, το 1963, οι αλαουΐτες κατόρθωσαν να αναρριχηθούν σε θέσεις - κλειδιά των ενόπλων δυνάμεων.

Ολόκληρο το κείμενο στη διεύθυνση: https://monde-diplomatique.gr/to-paraxeno-pepromeno-ton-alaouiton-tis-syrias/

* Η Sabrina Mervin είναι ιστορικός, διευθύντρια ερευνών στο CNRS

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL