Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
18.2°C22.0°C
1 BF 47%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
18 °C
14.7°C21.2°C
2 BF 57%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
16.0°C19.4°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.8°C21.5°C
1 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
14.9°C18.4°C
2 BF 63%
Η γέννηση της «θεωρίας των δύο άκρων»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η γέννηση της «θεωρίας των δύο άκρων»

Επιμέλεια: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

Η συνταγή είναι τόσο αναμασημένη ώστε θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι βασίζεται στην κοινή λογική: σε έναν κύκλο τα άκρα συναντιούνται -άρα και στην πολιτική. Από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης το ψευδοθεώρημα αυτό χρησιμοποιείται ως όπλο μαζικού αποκλεισμού, με έναν κατάλογο θυμάτων που συνεχώς μεγαλώνει.

Tου Constantin Brissaud *

Ένα εξαιρετικά δημοφιλές παιχνιδάκι στις σύγχρονες πολιτικές συζητήσεις συνίσταται στον εντοπισμό ενός κοινού σημείου μεταξύ δύο αντίθετων ρευμάτων ή δύο ατόμων με αντίθετες επιλογές, προκειμένου να απαγγελθούν κατηγορίες σε αμφότερα τα μέρη και να καταδικαστούν με την ίδια σφοδρότητα. Μήπως η Ανυπότακτη Γαλλία και ο Εθνικός Συναγερμός (RN, πρώην Εθνικό Μέτωπο) επικρίνουν, και τα δύο, τις ευρωπαϊκές συνθήκες; Είναι απόδειξη ότι τα άκρα συναντιούνται. Μήπως αμφότερα υποστηρίζουν το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων»; Ακόμη ένα αντικειμενικό σημάδι συμμαχίας.

Μετά τη διαδήλωση που έλαβε χώρα στην πόλη του στις 8 Δεκεμβρίου 2018, ο προσκείμενος στο κεντροδεξιό κόμμα Les Républicains (LR) δήμαρχος της Τουλούζης Ζαν-Λυκ Μουντένκ σχολίαζε στο Twitter: «Είδαμε τα δύο άκρα να συναντιούνται στα οδοφράγματα με σκοπό να προσπαθήσουν να αποσταθεροποιήσουν τη δημοκρατία. Καταδικάζω τη συμπαιγνία και την οργανωμένη βία της. Έσπειραν το χάος και συνεχίζουν να το κάνουν σε ορισμένους δρόμους. Όμοιος τον όμοιο...». Προοριζόμενη να αποκλείει πολιτικούς αντιπάλους, η συγκεκριμένη στρατηγική, που επιστρέφει για να εξομοιώσει τη φωτιά με το νερό, έχει μακρά ιστορία.

Τα «άκρα» ποτέ δεν είχαν καλή φήμη. Ακόμη και αν δεν ανατρέξουμε στην αρχαιότητα, τότε που ο Αριστοτέλης εκθείαζε τα οφέλη της «μέσης οδού», της «ισορροπίας μεταξύ των δύο άκρων», η λέξη χρησιμοποιήθηκε επί μακρόν προκειμένου να καταδικαστούν κάποιες ιδιοσυγκρασίες και συμπεριφορές που κρίνονται υπερβολικές.

Έτσι, τον 14ο αιώνα, ο φιλόσοφος Νικόλ Ορέσμ θεωρεί ότι «η αρετή είναι μετριοπάθεια και τα ελαττώματα ακρότητα». Τρεις αιώνες αργότερα ο Μπλεζ Πασκάλ, και εκείνος απόστολος της «μέσης οδού», γράφει: «Το ακραίο πνεύμα κατηγορείται για τρέλα, όπως και το ακραίο ελάττωμα. Τίποτα εκτός από τη μετριοπάθεια δεν είναι καλό». Αργότερα, το 1782, είναι η σειρά του συγγραφέα Λουί Σεμπαστιέν Μερσιέ να επιβεβαιώσει στον «Πίνακα του Παρισιού» του ότι «τα άκρα συναντιούνται» καθώς «οι μεγάλοι και οι κανάγιες έχουν παρόμοια ήθη»1.

Με τη Γαλλική Επανάσταση το ζήτημα αφήνει το πεδίο της ηθικής για να συναντήσει εκείνο της πολιτικής. Τον Αύγουστο του 1789 η νεοσύστατη Εθνοσυνέλευση καλείται να αποφανθεί επί του βασιλικού βέτο: έχει τη δυνατότητα ο βασιλιάς να παρεμποδίσει τη θέσπιση νόμου που αποφασίστηκε από την Εθνοσυνέλευση; Στην αριστερή πλευρά του βουλευτικού ημικυκλίου οι οπαδοί της δημοκρατίας διαφωνούν. Στα δεξιά οι υπερασπιστές της συνταγματικής μοναρχίας είναι υπέρ.

Σε αυτήν τη νέα διαίρεση σύντομα θα προστεθεί ακόμη μία. Από το 1791 αρχίζει να γίνεται επίκληση στην «ακρότητα του αριστερού τμήματος» και στην «ακρότητα του δεξιού τμήματος», κυρίως προκειμένου να γίνει ο υπαινιγμός πως τα δύο άκρα θα μπορούσαν να συναντηθούν. Εκείνοι που, όπως ο Ταλλεϋράνδος, ο Λαφαγιέτ ή ο Αββάς Σιεγές, υπερασπίζονται τη συνταγματική μοναρχία δεν αργούν να παρουσιαστούν ως η ενσάρκωση της μετριοπάθειας, της λογικής. Όπως γράφει ο ιστορικός Ούβε Μπάκες, «η ονομασία 'ακραίο' γίνεται ένας από τους κοινούς τόπους της αντιεπαναστατικής κριτικής»2.

Διευθυντής της εφημερίδας «La Sentinelle» και συγγραφέας ενός φυλλαδίου με τίτλο Προς τον Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο και τους βασιλόφρονές του, ο Ζαν-Μπατίστ Λουβέ στηλιτεύει συνεχώς την ύπαρξη μιας συνωμοσίας στην οποία συναντώνται οι «φανατικοί Ιακωβίνοι» και οι υπέρμαχοι της απόλυτης μοναρχίας. «Ο δημοκράτης Μπαμπέφ δεν είναι παρά ένας μεταμφιεσμένος βασιλόφρων» παραπονιέται στις 12 Μαΐου 1796, για να επιστρέψει τρεις μέρες μετά: ο Μπαμπέφ «είναι ένας λυσσαλέος αριστοκράτης (...), ένας πράκτορας των πριγκήπων του εξωτερικού. Και λάβετε υπ’ όψιν ότι το ίδιο σκεφτόμουν για τον Μαρά, τον Εμπέρ και τους ληστοσυμμορίτες αυτού του είδους».

Οι συνωμοσιολογικοί φιλιππικοί του Λουβέ επαινούνται ευρέως από τον Τύπο της εποχής. Οι συνάδελφοί του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους θα προσφέρουν τον μεταρρυθμιστικό ζήλο τους στην υπηρεσία του Ναπολέοντα, εξυμνούν το θάρρος, το πνεύμα, την οξύνοιά του3. Η Μαντάμ ντε Σταλ, προεξέχουσα μορφή των οπαδών της συνταγματικής μοναρχίας, αφού υποστήριξε για λίγο την Επανάσταση, πλέκει το εγκώμιο της μετριοπάθειας:

«Ειπώθηκε επανειλημμένα, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, ότι οι αριστοκράτες και οι Ιακωβίνοι έλεγαν τα ίδια πράγματα, ότι ήταν το ίδιο απόλυτοι στις απόψεις τους και ότι, ανάλογα με τις καταστάσεις, υιοθετούσαν ένα εξίσου αδιάλλακτο σύστημα συμπεριφοράς» γράφει το 1796. «Αυτή η επισήμανση πρέπει να θεωρηθεί ως απλή συνέπεια της ίδιας αρχής. Τα πάθη κάνουν τους ανθρώπους να μοιάζουν μεταξύ τους, όπως ο πυρετός βάζει στο ίδιο καζάνι διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Κι απ’ όλα τα πάθη το πιο ομοιόμορφο ως προς τον αντίκτυπό του είναι η μεροληψία»4.

Μετά το πραξικόπημα της 18ης Μπρυμαίρ (9 Νοεμβρίου 1799), ο Ναπολέων Βοναπάρτης και οι σύμμαχοί του αποπειρώνται να σβήσουν ακόμη και την ίδια την έννοια του πολιτικού διχασμού. Το νέο καθεστώς παρουσιάζεται ως ο μόνος λογικός δρόμος και η φρασεολογία αυτή γοητεύει πολλούς «μετριοπαθείς» της προηγούμενης δεκαετίας.

Δικηγόρος, άξιος εκπρόσωπος της φιλελεύθερης και συντηρητικής αστικής τάξης, ο Αντουάν Μπουλέ ντε λα Μερτ είναι ανάμεσα στους πρώτους που θα επευφημήσουν τον νέο ύπατο. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1799, στη «Spectateur du Nord», εφημερίδα των αριστοκρατών που διέφυγαν από τη Γαλλία, υπερασπίζεται την τάξη ενάντια στην Επανάσταση, «την εργασία, την προσπάθεια, τα ταλέντα, τα ήθη, το σύνολο σχεδόν της ιδιοκτησίας» ενάντια στους «ταραχοποιούς και τους μοχθηρούς».

«Η Δημοκρατία βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα» γράφει. «Βρίσκεται στη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, των αποκλεισμένων τόσο από την παράταξη των βασιλοφρόνων όσο και από την παράταξη των δημαγωγών». Οι θέσεις αυτές θα του επιτρέψουν, κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας, να χορτάσει παράσημα και να γίνει υπουργός Δικαιοσύνης.

Έτσι, στα είκοσι χρόνια που ακολουθούν τη Γαλλική Επανάσταση, γίνεται η επεξεργασία των συστατικών που εδώ και δύο αιώνες συνθέτουν το μοτίβο της «σύγκλισης των άκρων», το οποίο χρησιμοποιείται με σκοπό να δυσφημήσει κάθε σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού: με τις δημαγωγικές και εξωπραγματικές προτάσεις τους, οι «ακραίοι» όλων των πλευρών είναι πιθανό να αποδυναμώσουν την πολιτική κοινότητα και να παρασύρουν τη χώρα σε επικίνδυνα μονοπάτια. Σκόπιμο είναι, συνεπώς, να διαφωτιστεί ο λαός προκειμένου να οδηγηθεί προς τη μόνη λογική οδό, εκείνη της μετριοπάθειας.

Έτσι, τα περισσότερα καθεστώτα που ακολουθούν τη Γαλλική Επανάσταση επικαλούνται, κατά το πρότυπο του Ναπολέοντα, τη μέση οδό της μετριοπάθειας. Επιθυμώντας να συμφιλιώσει τις αστικές τάξεις της Αριστεράς και της Δεξιάς, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Φίλιππος παρουσιάζει, τον Ιανουάριο του 1831, σε μια φράση που παρέμεινε διάσημη, τη θέση της κυβέρνησής του: «Θα επιδιώξουμε να παραμείνουμε σε μια μέση οδό, εξίσου απομακρυσμένοι τόσο από τις υπερβολές της λαϊκής εξουσίας όσο και από τις καταχρήσεις της βασιλικής εξουσίας».

Επαναλαμβανόμενο από τους προπαγανδιστές του βασιλιά, που εκδίδουν όλο και περισσότερα φυλλάδια [Επεξήγηση της Μέσης Οδού (1832), Η Μέση Οδός για τα πάντα και κυρίως για την πολιτική (1832), Ο Θρίαμβος της Μέσης Οδού, ή η Ιουλιανή Επανάσταση και οι πραγματικές συνέπειές της (1833) 5κ.ο.κ.] το μοτίβο αυτό χλευάζεται έντονα από τους γελοιογράφους. Μια λιθογραφία του Σαρλ Φιλιπόν αντιπαραθέτει τα «όπλα του λαού» (δρεπάνια, φανάρια, σκούπες...) σε εκείνα της μέσης οδού (ένα φύλλο από τα κατάστιχα της μυστικής αστυνομίας και κλυστήρες6)... Επίσης, στο ίδιο πνεύμα, στο χαρακτικό Η Μέση Οδός ή αλλιώς ο κ... ανάμεσα σε δύο σέλες, ένας άντρας πέφτει καταγής στο κενό ανάμεσα στο κάθισμα του λαού και τον βασιλικό θρόνο.

Μετά τις επαναστάσεις του Φεβρουαρίου και του Ιουνίου 1848, ο Λουδοβίκος - Ναπολέων Βοναπάρτης εμφανίζεται, και εκείνος, ως ο άνθρωπος της συμφιλίωσης, προωθώντας, σύμφωνα με τον ιστορικό Ερίκ Ανσό, «έναν κεντρισμό με προορισμό να απορροφήσει τα άκρα και να καταστρέψει τις αντιπαραθέσεις»7.

«Σε όλες τις χώρες, οι ανάγκες και τα παράπονα του λαού διατυπώνονται σε ιδέες, σε αρχές και σχηματίζουν κόμματα. Αυτές οι ενώσεις προσώπων (...) συγκρούονται μεταξύ τους, αλληλοκαταστρέφονται, μέχρις ότου η εθνική αλήθεια, διαμορφωμένη από όλες αυτές τις μερικές αλήθειες, ανυψωθεί, μέσω μιας από κοινού συμφωνίας, πάνω από τα πολιτικά πάθη. Προκειμένου να εδραιωθεί ο σκοπός, πρέπει να βρίσκεται στην εξουσία ένας εκπρόσωπος που να μην έχει άλλα συμφέροντα πέρα από τα δικά του» έγραφε ο Βοναπάρτης ήδη από το 1841.

Ως εκ τούτου, ο καλός κυβερνήτης είναι εκείνος που ανυψώνεται επάνω από τις διαμάχες και χαράζει τον δρόμο της αλήθειας όπως ένας βοσκός οδηγεί το κοπάδι του.

Η πτώση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, το 1870, μετακινεί το πολιτικό κέντρο βάρους, ωστόσο δεν μεταβάλλει καθόλου τη βάση του σχετικού δημόσιου λόγου. Οι μετριοπαθείς δημοκράτες, χαρακτηριζόμενοι μέχρι πρόσφατα «ακραίοι», διατείνονται πλέον πως ενσαρκώνουν τον νέο κύκλο της λογικής, με βάση τον οποίο εκτιμώνται τα όρια του εφικτού. Ιδιαίτερα το Ριζοσπαστικό Κόμμα, που δημιουργήθηκε το 1901, θα χρησιμοποιεί αδιάκοπα αυτή την επιχειρηματολογία ενάντια στους σοσιαλιστές και κατόπιν τους κομμουνιστές αντιπάλους του.

Πριν από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η εφημερίδα «Le Radical», κύριο όργανο του κόμματος, διαρκώς θεωρεί εξίσου υπαίτιους τους φιλοπόλεμους και τους ειρηνιστές. Στην ίδια λογική, στις 25 Αυγούστου 1913, ένα άρθρο καταγγέλλει εκείνους που αμαρτάνουν λόγω «αντιμιλιταριστικών εξάρσεων», ενώ κατόπιν επικαλείται τους «τίμιους ανθρώπους», τους πατριώτες, «που αγαπούν την πατρίδα τους με πάθος, αλλά και με αξιοπρέπεια».

Ο ριζοσπαστικός Στεφέν Πισόν, τότε υπουργός Εξωτερικών, ανήκει ασφαλώς σε εκείνους και επιδοκιμάζεται από την εφημερίδα για την «πάντοτε συνετή και μετριοπαθή» προσέγγισή του στο «βαλκανικό ζήτημα». Η συγκεκριμένη προσέγγιση αποτυγχάνει να εμποδίσει τη σύρραξη, πράγμα που όμως έχει ελάχιστη σημασία για τους ριζοσπαστικούς, οι οποίοι επιμένουν να καταγγέλλουν τη σύγκλιση των δύο άκρων.

Στο φύλλο της 10ης Ιουλίου 1918 η «Le Radical» τούτη τη φορά επικρίνει «τα άκρα του γερμανικού ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιστικού ιμπεριαλισμού των μπολσεβίκων», τα οποία όχι μόνο «αγγίζονται», αλλά είναι και «έτοιμα να ενωθούν»...

Η οιονεί σύγκλιση Γερμανίας και Ρωσίας θα γνωρίσει, με κάπως διαφορετική μορφή, μακρά ευημερία με την καταδίκη των «ολοκληρωτισμών», μια έννοια - λάστιχο που επιτρέπει να μπαίνουν στον ίδιο σάκο ο κομμουνισμός, ο φασισμός και ο ναζισμός, με σκοπό την υπεράσπιση -με ανίσχυρα επιχειρήματα- του μόνου λογικού οικονομικού και πολιτικού προτύπου: της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς.

Μολονότι η έννοια εμφανίζεται στην Ιταλία τη δεκαετία του 1920 γραμμένη από το χέρι πολέμιων του Ντούτσε, αναγνωρίζεται πραγματικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα έργα της Χάνα Άρεντ ισχυρίζονται ότι την έχουν οριοθετήσει. «Τα απολυταρχικά κινήματα μπορούν να υπάρξουν παντού όπου υπάρχουν μάζες οι οποίες, για οποιονδήποτε λόγο, ανακάλυψαν την επιθυμία να οργανωθούν πολιτικά» γράφει το 1951 στο βιβλίο «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού».

Με πρότυπα τον Καρλ Φρίντριχ και τον Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, μέλλοντα σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Αμερικανού Προέδρου Τζίμι Κάρτερ, και άλλοι ερευνητές προσπαθούν να αντικειμενικοποιήσουν αυτό το μοτίβο ορίζοντας κριτήρια που επιτρέπουν να ταυτοποιηθεί ένα «ολοκληρωτικό καθεστώς»: μοναδικό κόμμα μάζας με επικεφαλής έναν χαρισματικό αρχηγό, κανονικοποίηση του τρόμου, κεντρική διαχείριση της οικονομίας, έλεγχος της κυβέρνησης στα μέσα επικοινωνίας κ.λπ.

Η συγκεκριμένη γραμμή, που σκοπό έχει να φέρει πιο κοντά τον Ιωσήφ Στάλιν και τον Αδόλφο Χίτλερ αγνοώντας όλα όσα τους χωρίζουν -αρχής γενομένης από τα εκατομμύρια ναζί στρατιωτών που εξολοθρεύτηκαν από τον Κόκκινο Στρατό στο ανατολικό μέτωπο- σημειώνει μεγάλη επιτυχία στο δυτικό στρατόπεδο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Στη Γαλλία βρίσκει ιδιαίτερα αποτελεσματικούς αναμεταδότες. Ο φιλόσοφος Ρεϊμόν Αρόν ενσωματώνει από το 1957 το έργο της Άρεντ στο μάθημα που παραδίδει στη Σορβόννη, ενώ κατόπιν η έννοια του «ολοκληρωτισμού» θα γίνει ένα από τα προνομιακά θέματα του «Commentaire», του περιοδικού που ιδρύει το 1978: ο όρος εμφανίζεται σε τουλάχιστον 381 άρθρα στα 162 τεύχη του περιοδικού που εκδόθηκαν μεταξύ 1978 και 2018.

Το Ίδρυμα Σαιν-Σιμόν, που ιδρύθηκε το 1982 από τον ιστορικό Φρανσουά Φιρέ με στόχο να συγκεντρώσει διανοούμενους, δημοσιογράφους, πολιτικούς ηγέτες και επιχειρηματίες «από την έξυπνη Δεξιά ώς την έξυπνη Αριστερά», θέτει και εκείνο ως στόχο την προώθηση αυτού του κριτηρίου ερμηνείας. Καταγγέλλοντας τα «άκρα» τάσσεται υπέρ μιας «ορθολογικής διακυβέρνησης», δηλαδή «του πιο επιτυχημένου αποτελέσματος που θα μπορούσε να έχει η συνάντηση της ευφυΐας με την πολιτική»8.

Εκφραζόμενο από ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Πιερ Ροζανβαλόν, ο Ζακ Ζιλιάρ ή ο Πιερ Νορά, το ίδρυμα σύντομα δημιουργεί ένα δίκτυο πρόθυμων συνεργατών. Οι σημειώσεις του δημοσιεύονται από τον εκδοτικό οίκο «Calmann-Lévy», περιλαμβάνονται σε μια συλλογή που δημιούργησε ο Αρόν και συχνά δημοσιεύονται στην καθημερινή εφημερίδα «Le Monde», της οποίας ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου (1994-2008), ο Αλέν Μενκ, δεν είναι άλλος από τον ταμία του ιδρύματος.

Έχοντας ισχυρή υποστήριξη, η θεωρία της «σύγκλισης των άκρων» ενισχύει την ακαδημαϊκή νομιμότητά της. Το 2015-2016, το Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού, για παράδειγμα, πρότεινε στους φοιτητές του ένα μάθημα με τίτλο «Σκέψεις για την πολιτική στα άκρα της». Ο στόχος; «Η καλύτερη κατανόηση του αριστερού και του δεξιού εξτρεμισμού», ώστε να «οριοθετηθούν οι κοινές διαστάσεις των εξτρεμισμών». Στο δεύτερο μέρος του μαθήματος, τιτλοφορούμενο «Τα σημεία σύγκλισης», μία συνεδρία επικεντρώνεται στο θέμα «Συνωμοσία και αντιθετική θέαση του κόσμου»: συνίσταται στη σύγκριση κειμένων του Ζαν-Μαρί Λεπέν και του (τροτσκιστικού προσανατολισμού) κόμματος Εργατική Πάλη (Lutte ouvrière).

Μια άλλη συνεδρία εξετάζει «την ευρωφοβία και την αντιπαγκοσμιοποίηση», υποτίθεται κοινά γνωρίσματα των άκρων. Αυτού του είδους η διδασκαλία ευθυγραμμίζεται με την αγαπημένη στον πολιτικό επιστήμονα Πασκάλ Περινό θέση -η οποία ωστόσο αμφισβητείται εντός του πανεπιστημιακού κόσμου- του «αριστερο-λεπενισμού», σύμφωνα με τον οποίο οι πρώην ψηφοφόροι των κομμουνιστικών κομμάτων, προσδιοριζόμενοι κυρίως από την έλλειψη οικονομικών και πολιτιστικών πόρων, γοητεύονται αυθόρμητα από την απλότητα του λεπενικού λόγου και έτσι τροφοδοτούν την έκρηξη του Εθνικού Μετώπου.

Την τελευταία εικοσαετία η άποψη πως τα άκρα συναντιούνται κατέληξε να επιβληθεί ως κοινός τόπος της πολιτικής ζωής στη Γαλλία, μαγειρεμένη με πολλούς τρόπους. Αν το 2002 ο Λεπέν ανέβασε τα ποσοστά του στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, αυτό οφείλεται στους «μικρούς υποψηφίους» της άκρας Αριστεράς οι οποίοι επέσπευσαν την ήττα του συνετού Λιονέλ Ζοσπέν, κάνοντας το χατήρι της Ακροδεξιάς, της οποίας αντικειμενικά έγιναν σύμμαχοι.

«Η ψήφος υπέρ των εξτρεμιστών δεν φανερώνει και μια απόρριψη της πολυπλοκότητας της Ευρώπης και του κόσμου;» ρωτά ο δημοσιογράφος της «Libération» Ζαν Κατρεμέρ τον Πασκάλ Λαμί, τότε Ευρωπαίο επίτροπο Εμπορίου (3 Μαΐου 2002). «Άραγε οι Γάλλοι αντιλαμβάνονται την πολυπλοκότητα του δικού τους συστήματος;» του ανταπαντά ο τελευταίος, δείχνοντας ελάχιστη εμπιστοσύνη στην ευφυΐα των συμπατριωτών του.

Στη συνέχεια έρχεται το δημοψήφισμα του 2005 για την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη (ΕΣΣ). Το κύριο άρθρο της «Le Monde» δεν βλέπει στη νίκη του «όχι» παρά τον θρίαμβο ενός «τεράστιου μετώπου άρνησης», αποτελούμενου από «ψήφους διάσπαρτες μεταξύ Άκρας Δεξιάς, Άκρας Αριστεράς και αποχής». Η απόρριψη του ΕΣΣ, εκτιμά η Μαρτίν Ομπρί, τότε εθνική γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, δεν συνιστά μόνο επίδειξη «λαϊκισμού», αλλά κυρίως κίνδυνο να τροφοδοτηθεί «εκείνο που οδήγησε τότε την Ιταλία σε όσα γνωρίζουμε καλά»9.

Η ταμπέλα του «λαϊκισμού», η σύγχρονη μορφή της κατηγορίας περί σύγκλισης των άκρων, στις μέρες μας τοποθετείται σε όλα τα φαινόμενα που ξεπερνούν το περιορισμένο φάσμα των θεωρούμενων ως αποδεκτών πολιτικών επιλογών: στην Ανυπότακτη Γαλλία, στον Εθνικό Συναγερμό, αλλά και στο κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων», στο Brexit, στους Ντόναλντ Τραμπ και Μπέρνι Σάντερς, στον κυβερνητικό συνασπισμό της Ιταλίας10...

Αφού επέπληξε, για πολύ καιρό, τους «αριστερο-λεπενιστές», τώρα ο Περινό κατηγορεί για «εθνολαϊκισμό» όλους εκείνους που κατακρίνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αγαπημένη στα μέσα ενημέρωσης ανάλυση, το χάσμα ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά έχει αρχίσει να δίνει τη θέση του σε έναν νέο διαχωρισμό μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων της Ένωσης, μεταξύ «φιλελεύθερων» και «ανελεύθερων», μεταξύ των υπερμάχων των «ανοικτών κοινωνιών» και των κηρύκων του «κλεισίματος».

Πριν από τέσσερα χρόνια ο Αλέν Ζιπέ, μέντορας του τωρινού πρωθυπουργού της Γαλλίας Εντουάρ Φιλίπ, ανακοίνωνε το -εθνικό και συνάμα ευρωπαϊκό- σχέδιο το οποίο έμελλε να υιοθετηθεί από τον σημερινό Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας: «Ίσως απαιτηθεί να σκεφτούμε πως κάποια μέρα θα χρειαστεί να κόψουμε τις δύο άκρες της ομελέτας, ώστε οι σώφρονες άνθρωποι να κυβερνήσουν από κοινού και να κάνουν πέρα τα δύο άκρα, και το δεξιό και το αριστερό, που δεν έχουν ιδέα πώς λειτουργεί ο κόσμος»11.

Μόνο που, στο παιχνιδάκι των προσεγγίσεων, θα μπορούσαμε επίσης να βρούμε αρκετά κοινά σημεία ανάμεσα στους «φιλελεύθερους» Άνγκελα Μέρκελ και Εμμανουέλ Μακρόν και τους «ανελεύθερους» Ματέο Σαλβίνι και Βίκτορ Όρμπαν: όλοι εκθειάζουν την ατομική ιδιοκτησία και τη μεσαία τάξη, ονειρεύονται να μειώσουν φόρους και κοινωνικές εισφορές, να «χαλαρώσουν» την εργατική νομοθεσία, να ελέγξουν τους «τεμπέληδες που ζουν με επιδόματα» ή ακόμη και να περιορίσουν ακόμη περισσότερο το δικαίωμα στην απεργία.

Ωστόσο, η ιδέα της κατάδειξης αυτών των ομοιοτήτων δεν είναι πολύ συχνή στις επίσημες ομιλίες και στα μέσα ενημέρωσης. Και δεν αποτελεί αντικείμενο μαθήματος της Σχολής Πολιτικών Επιστημών.

1 Για τις ακριβείς πηγές αυτών των αποσπασμάτων και τη γενεαλογία της χρήσης του όρου πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, βλ. Uwe Backes, «Extrême, extrémité, extrémisme. Une esquisse de l’histoire de ces mots dans la langue politique française», «Mots», αρ. 55, Παρίσι, Ιούνιος 1998.

2 Uwe Backes, «Les Extrêmes politiques. Un historique du terme et du concept de l’Antiquité à nos jours», Cerf, συλλογή «Politique», Παρίσι, 2011.

3 Βλ. Laura Mason, «Après la conjuration: le Directoire, la presse, et l’affaire des Égaux», «Annales historiques de la Révolution française», αρ. 354, Παρίσι, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2008.

4 Germaine de Staël, «De l’influence des passions sur le bonheur des individus et des nations», 1796.

5 Βλ. Xavier Landrin, «'Gauche', 'droite', 'juste-milieu': la formalisation politique de l’entre-deux sous la monarchie de Juillet», ανακοίνωση στο συνέδριο «Gauche-droite: usages et enjeux d’un clivage canonique», Πανεπιστήμιο Paris X - Nanterre, 17 Ιουνίου 2008, www.hal.archives-ouvertes.fr

6 Μεγάλη μεταλλική σύριγγα που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή υποκλυσμών.

7 Éric Anceau, Napoléon III, Tallandier, συλλογή «Texto», Παρίσι, 2012.

8 «Droite, gauche, centre. L’exception française: fin ou recommencement? Entretien avec Jacques Julliard», «Le Débat», αρ. 52, Παρίσι, 1988.

9 RTL, 20 Μαρτίου 2005. Αναφέρεται στο PLPL, αρ. 24, Παρίσι, Απρίλιος 2005.

10 Βλ. «Tous populistes», «Manière de voir», αρ. 164, 20 Απριλίου 2019.

11 «Le Point», Παρίσι, 1η Ιανουαρίου 2015.

Constantin Brissaud είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL