Του Erik Olin Wright*
Απόσπασμα από το μείζον έργο του Ρεαλιστικές Ουτοπίες (Εκδόσεις Ασίνη, 2018)
Ο κύριος μηχανισμός
Παρότι η ιδέα του καθολικού βασικού εισοδήματος (ΚΒΕ) έχει μακρά ιστορία, αναβίωσε πρόσφατα [ΣτΕ: αρχές 21ου αιώνα] στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συζητήσεων. Η πρόταση εμφανίζεται με διάφορα ονόματα: καθολικό βασικό εισόδημα, κοινωνική χορηγία, μέρισμα του πολίτη, αρνητικός φόρος εισοδήματος. Μπορεί οι λεπτομέρειες να ποικίλουν, η βασική ιδέα όμως [...] είναι αρκετά απλή: κάθε νόμιμος κάτοικος μιας χώρας λαμβάνει ένα μηνιαίο εισόδημα αρκετό για να διατηρήσει ένα πολιτισμικά αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης, ας πούμε 125% σε σχέση με το «όριο της φτώχειας». Το εισόδημα αυτό δεν εξαρτάται από την απόδοση της εργασίας του ή από κάποια άλλη μορφή συνεισφοράς, και είναι καθολικό - δηλαδή το λαμβάνουν όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, λόγω της ιδιότητάς τους ως πολίτες. Το επίδομα αποδίδεται σε άτομα, όχι σε οικογένειες. Οι γονείς διαχειρίζονται τα επιδόματα των μικρών παιδιών τους. Συνήθως, η συζήτηση αφορά πολιτικές εθνικής εμβέλειας στο πλαίσιο των οποίων οι φόροι χρησιμοποιούνται για να παρέχουν ένα βασικό εισόδημα σε όλους τους πολίτες ή μόνιμους κατοίκους της χώρας, ορισμένες φορές όμως διερευνάται η σκοπιμότητα ή η δυνατότητα παροχής ενός καθολικού βασικού εισοδήματος σε παγκόσμια κλίμακα με τη χρήση κάποιου είδους φορολογικού μηχανισμού που εξασφαλίζει σε όλους ένα ελάχιστο βασικό εισόδημα.
Το σκεπτικό
Το καθολικό βασικό εισόδημα έχει αρκετά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά από την πλευρά του ριζοσπαστικού εξισωτισμού. Πρώτον, αμβλύνει έναν από τους βασικούς καταναγκασμούς του καπιταλισμού. Όταν ο Μαρξ ανέλυε την «προλεταριοποίηση της εργασίας», τόνιζε τη «διπλή αποξένωση» της «ελεύθερη μισθωτής εργασίας»: οι εργάτες διαχωρίζονται από τα μέσα παραγωγής και άρα διαχωρίζονται από τα μέσα της επιβίωσής τους. Η ταυτόχρονη επίδραση αυτών των δύο στοιχείων αναγκάζει τους εργάτες να πωλούν την εργατική τους δύναμη για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Με αυτή την έννοια, η προλεταριοποιημένη εργασία είναι εξ ορισμού ανελεύθερη. Το καθολικό βασικό εισόδημα διαρρηγνύει τη σύμπτωση των δύο αυτών διαχωρισμών: οι εργάτες παραμένουν αποξενωμένοι από τα μέσα παραγωγής (δεν είναι οι ίδιοι ιδιοκτήτες), αλλά δεν αποξενώνονται από τα μέσα της επιβίωσής τους (αυτή εξασφαλίζεται μέσω του βασικού εισοδήματος). Η απόφαση να εργαστεί κάποιος έναντι ενός μισθού γίνεται, λοιπόν, πιο οικειοθελής. Ο καπιταλισμός μεταξύ ελεύθερα συναινούντων ατόμων είναι πολύ λιγότερο προβληματικός από έναν καπιταλισμό που αφορά εργοδότες και εργάτες οι οποίοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δουλέψουν για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Ενισχύοντας τη δυνατότητα των εργατών να αρνηθούν τη δουλειά, το βασικό εισόδημα δημιουργεί μια πολύ πιο εξισωτική κατανομή της πραγματικής ελευθερίας σε σχέση με τη συνηθισμένη μορφή του καπιταλισμού, και αυτό επιδρά άμεσα στη μείωση των ανισοτήτων και στη διευκόλυνση της πρόσβασης των ανθρώπων στα μέσα για μια πιο ευτυχισμένη ζωή.
Δεύτερον, το καθολικό βασικό εισόδημα είναι πιθανό να παραγάγει περισσότερη ισότητα στις αγορές εργασίας. Αν οι εργάτες έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν την εργασία, τότε ο μισθός μιας δυσάρεστης δουλειάς πιθανώς θα αυξηθεί σε σχέση με τον μισθό μιας ευχάριστης δουλειάς. Έτσι, η δομή των μισθών στις αγορές εργασίας θα αντικατοπτρίζει πιο συστηματικά τη σχετική αρνητική χρησιμότητα των διαφόρων ειδών εργασίας, αντί για τη σχετική σπανιότητα των διαφόρων ειδών εργατικής δύναμης. Αυτό εν συνεχεία θα δημιουργήσει ένα κίνητρο στους εργοδότες να αναζητήσουν τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες για να ελαχιστοποιήσουν τη δυσάρεστη εργασία. Η τεχνολογική αλλαγή συνεπώς δεν θα έχει ως στόχο μόνο την εξοικονόμηση εργασίας, αλλά και τον εξανθρωπισμό της. Τρίτον, το καθολικό βασικό εισόδημα αντιμετωπίζει άμεσα και μαζικά τη φτώχεια αποφεύγοντας τις παθογένειες που δημιουργεί μια πολιτική που βασίζεται στον έλεγχο των πόρων των δικαιούχων. Και επειδή όλοι θα λαμβάνουν το επίδομα, δεν θα υπάρχει στιγματισμός. Το όριο ανάμεσα στους καθαρά ωφελημένους και στους καθαρά εισφέροντες δεν είναι απολύτως σαφές, μιας και πολλά άτομα -όπως και πολλές οικογένειες- θα μετακινούνται εκατέρωθεν του ορίου αυτού στην πορεία του χρόνου. Έτσι, όταν η πολιτική του βασικού εισοδήματος εφαρμοστεί σταθερά για ένα ορισμένο διάστημα, είναι λιγότερο πιθανό να δημιουργηθούν μόνιμες πλειοψηφίες ενάντια στη λογική της αναδιανομής. Επιπλέον δεν υπάρχουν εδώ «παγίδες φτώχειας» που προέρχονται από κριτήρια επιλεξιμότητας για τις παροχές. Οι παροχές αφορούν τους πάντες άνευ όρων. Αν κάποιος δουλεύει και κερδίζει μεγαλύτερο εισόδημα, το επιπλέον εισόδημα φορολογείται. Η φορολογική κλίμακα όμως είναι προοδευτική, έτσι ώστε τα άτομα να μην αποθαρρύνονται να συμμετάσχουν στην αγορά εργασίας προκειμένου να αποκτούν ένα διαθέσιμο εισόδημα.
Τέταρτον, το βασικό καθολικό εισόδημα είναι ένας τρόπος να αναγνωριστεί η κοινωνική αξία μιας σειράς αποεμπορευματοποιημένων δραστηριοτήτων -όπως η παροχή υπηρεσιών φροντίδας- οι οποίες παρέχονται πλημμελώς από την αγορά, ειδικά όταν αφορούν την οικογένεια, αλλά ακόμα και όταν αφορούν ευρύτερες κοινότητες. Παρότι το καθολικό βασικό εισόδημα δεν μπορεί από μόνο του να μετασχηματίσει τον έμφυλο χαρακτήρα αυτού του είδους της εργασίας, θα μπορούσε να αντισταθμίσει ορισμένες από τις συνέπειες που προέρχονται από το γεγονός ότι η απλήρωτη εργασία παρέχεται κυρίως από γυναίκες. Στην πραγματικότητα, το βασικό καθολικό εισόδημα μπορεί να ιδωθεί ως ένας έμμεσος μηχανισμός εφαρμογής της πρότασης ορισμένων φεμινιστών και φεμινιστριών για «το αντιμίσθιο της οικιακής εργασίας»: την αναγνώριση δηλαδή ότι η παροχή φροντίδας είναι κοινωνικά πολύτιμη και παραγωγική και επομένως χρειάζεται οικονομική στήριξη.
Πέμπτον, ένα ασφαλές βασικό εισόδημα θα μπορούσε δυνητικά να ισχυροποιήσει όχι μόνο την ελευθερία επιλογών των μεμονωμένων εργατών, αλλά και τα συμφέροντα της οργανωμένης εργασίας, και επομένως να συμβάλει σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα κοινωνικής χειραφέτησης των λαϊκών δυνάμεων. Η ενίσχυση της οργανωμένης εργασίας δημιουργεί φυσικά πρόβλημα βιωσιμότητας στην πολιτική του βασικού εισοδήματος λόγω των εμποδίων που θα θέσει το κεφάλαιο σε μια τέτοια εξέλιξη. Αν οι εργάτες αντιμετώπιζαν το βασικό εισόδημα ως ένα μόνιμο ταμείο απεργίας και το χρησιμοποιούσαν ως εργαλείο για να πετυχαίνουν μισθολογικές αυξήσεις, αυτό θα υπονόμευε την οικονομική του βιωσιμότητα λόγω της αποεπένδυσης. Παρ’ όλα αυτά, η αυξημένη δύναμη της εργατικής τάξης που μπορεί να εξασφαλίσει το βασικό εισόδημα, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο για βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη. [...] μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να σφυρηλατήσει τον λεγόμενο θετικό ταξικό συμβιβασμό, ο οποίος με τη σειρά του δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη μετατόπιση του ταξικού συσχετισμού δύναμης.
Τέλος, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την ανάλυσή μας, το καθολικό βασικό εισόδημα μπορεί να θεωρηθεί ως μια σημαντική επιδότηση της κοινωνικής οικονομίας και της συνεταιριστικής οικονομίας της αγοράς. Ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα συλλογικά υποκείμενα της κοινωνικής οικονομίας είναι η εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης στους παρόχους των υπηρεσιών της. Αυτό, φυσικά, αποτελεί μόνιμο πρόβλημα στον χώρο της τέχνης, επηρεάζει όμως και τις προσπάθειες των διαφόρων κοινοτήτων να παρέχουν αποτελεσματικές υπηρεσίες σε δραστηριότητες παροχής φροντίδας - παιδική φροντίδα, περίθαλψη ηλικιωμένων, οικιακή φροντίδα, προσωρινή φροντίδα ανάπαυλας, κ.λπ. Το πρόβλημα διασφάλισης ενός επαρκούς επιπέδου διαβίωσης στα μέλη τους αφορά και τους συνεταιρισμούς των παραγωγών, ιδιαιτέρως στα πρώτα τους στάδια, όταν τα μέλη τους μαθαίνουν ακόμα πώς να λειτουργούν, πώς να αντιμετωπίζουν διάφορες οργανωτικές λεπτομέρειες και πώς να αναπτύσσουν παραγωγικές δεξιότητες. Το βασικό εισόδημα θα διευκόλυνε τους συνεταιρισμούς να επιβιώσουν στα πρώτα αυτά στάδια και να αναπαραχθούν ως βιώσιμοι οικονομικοί οργανισμοί. Υπ’ αυτή την έννοια, το βασικό εισόδημα μπορεί να θεωρηθεί ένας μηχανισμός μεταφοράς μέρους του κοινωνικού πλεονάσματος από την καπιταλιστική αγορά στην κοινωνική οικονομία, από την καπιταλιστική συσσώρευση σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε κοινωνική και συνεταιριστική συσσώρευση - τη συσσώρευση των ικανοτήτων της κοινωνίας να αυτοοργανώνεται σε οικονομικές δραστηριότητες προσανατολισμένες στις ανάγκες της, τις οποίες θα παρέχει με συνεργατικό τρόπο στην αγορά.
Τα προβλήματα
Οι επικριτές της ιδέας του καθολικού βασικού εισοδήματος επικαλούνται συνήθως δύο προβλήματα: το πρόβλημα του εργατικού δυναμικού και εκείνο της φυγής κεφαλαίων. Η παγίωση του καθολικού βασικού εισοδήματος είναι δυνατή μόνο αν ένας ικανός αριθμός ανθρώπων συνεχίσει να δουλεύει τόσο, ώστε να παράγονται αρκετά προϊόντα και να συλλέγονται τόσοι φόροι που να μπορούν να το χρηματοδοτήσουν. Αν πολλοί άνθρωποι επέλεγαν ταυτόχρονα να ζήσουν μόνο με το εισόδημα αυτό (είτε γιατί είναι επιρρεπείς στην τεμπελιά, είτε απλώς γιατί προτιμούν δραστηριότητες που δεν αποφέρουν εισόδημα) ή αν ο απαραίτητος συντελεστής φορολογίας ήταν τόσο υψηλός που πραγματικά υπονόμευε το κίνητρο για εργασία, τότε το σύστημα θα κατέρρεε. Ας ορίσουμε το «βιώσιμο καθολικό βασικό εισόδημα» ως ένα επίδομα που θα δημιουργούσε ένα ικανό εργατικό δυναμικό ώστε να εξασφαλίζει την αναγκαία συλλογή φόρων για τη χρηματοδότησή του. Το ανώτατο επίπεδο ενός τέτοιου επιδόματος θα μπορούσε να ονομαστεί και «μέγιστο εφικτό βασικό εισόδημα». Το εμπειρικό ερώτημα, συνεπώς, είναι αν αυτό το εισόδημα είναι αρκετά υψηλό ώστε να αποφέρει τα θετικά αποτελέσματα που περιγράψαμε πιο πάνω. Για παράδειγμα, αν το μέγιστο εφικτό βασικό εισόδημα ήταν 25% υψηλότερο από το όριο της φτώχειας η αμειβόμενη εργασία δύσκολα θα αποτελούσε μια μη-καταναγκαστική, οικειοθελή πράξη, και πιθανότατα δεν θα μείωνε σημαντικά τη φτώχεια. Αν, από την άλλη πλευρά, το μέγιστο εφικτό βασικό εισόδημα ήταν 150% υψηλότερο από το όριο της φτώχειας, τότε η πορεία προς τον εξισωτισμό θα σημείωνε σημαντική πρόοδο. Φυσικά, το τι πραγματικά θα συνέβαινε είναι ένα δύσκολο εμπειρικό ερώτημα που εξαρτάται από την προτίμηση για εργασία και την παραγωγικότητα σε μια οικονομία. Το πιθανότερο είναι ότι ένα αξιοπρεπές βασικό εισόδημα είναι πιο βιώσιμο σε χώρες που έχουν ήδη γενναιόδωρα αναδιανεμητικά κοινωνικά κράτη, μιας και οι επιπλέον φόροι εκεί θα ήταν σχετικά λίγοι, όπως επίσης και σε κοινωνίες με μια ισχυρή ηθική της εργασίας και πολιτιστικά πρότυπα συμμετοχής στην εργασία, δεδομένου ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που ενδέχεται να αποχωρήσει οριστικά από την αγορά εργασίας είναι μικρότερο. Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι το βασικό εισόδημα θα ήταν περισσότερο βιώσιμο σε κοινωνίες με ισχυρή καταναλωτική κουλτούρα, λόγω του ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η προτίμηση των ανθρώπων για διαθέσιμο εισόδημα είναι σαφώς μεγαλύτερη.
Πέρα από το πρόβλημα του εργατικού δυναμικού, το σύστημα παροχής καθολικού βασικού εισοδήματος είναι ευάλωτο απέναντι στο ζήτημα της φυγής των κεφαλαίων και της αποεπένδυσης. Αν το καθολικό βασικό εισόδημα είναι τόσο υψηλό που μπορεί να αυξήσει σημαντικά τη διαπραγματευτική δύναμη της εργασίας, αν το κεφάλαιο αναλάβει μεγάλο μέρος του φορολογικού κόστους για τη χρηματοδότηση του εισοδήματος αυτού, και αν οι άκαμπτες αγορές εργασίας αυξήσουν πολύ τους μισθούς, και άρα το κόστος παραγωγής χωρίς αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας, τότε το καθολικό βασικό εισόδημα είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντική αποεπένδυση και φυγή των κεφαλαίων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι σοσιαλιστές υποστηρίζουν παραδοσιακά ότι μια πραγματική αποπρολεταριοποίηση της εργατικής δύναμης είναι αδύνατη μέσα στον καπιταλισμό - ότι η απαραίτητη συνθήκη για ένα υψηλό αλλά και βιώσιμο καθολικό βασικό εισόδημα είναι ο σημαντικός περιορισμός του κεφαλαίου, ιδιαίτερα όσον αφορά τη ροή των επενδύσεων.
Όπως και στην περίπτωση του εργατικού δυναμικού, είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αξιόπιστες προβλέψεις που να προσδιορίζουν το μέγεθος της φυγής των κεφαλαίων για διαφορετικά επίπεδα καθολικού βασικού εισοδήματος. Ξέρουμε όμως ότι μια καπιταλιστική οικονομία μπορεί να είναι λειτουργική, και ταυτόχρονα βιώσιμη σε χώρες όπως η Σουηδία, στις οποίες η φορολογία αντιστοιχεί σε περισσότερο από το μισό του ΑΕΠ, ενώ το 75% της εργασίας ανήκει σε συνδικάτα. Αν, στις αρχές του 20ού αιώνα, πριν από την άνοδο της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας, κάποιος ρωτούσε αν θα μπορούσε μια καπιταλιστική οικονομία να είναι βιώσιμη με τόσο υψηλά επίπεδα φορολογίας και οργανωμένης εργατικής τάξης, η απάντηση θα ήταν σίγουρα όχι.
* Πολιτικός Επιστήμονας
Στηρίξτε την έγκυρη και μαχητική ενημέρωση. Στηρίξτε την Αυγή. Μπείτε στο και αποκτήστε ηλεκτρονική συνδρομή στο 50% της τιμής.