Αυτοκτονίες γυναικών για «αισθηματικούς λόγους» στην Ελλάδα 1950-1970

Αυτοκτονίες γυναικών για «αισθηματικούς λόγους» στην Ελλάδα 1950-1970

Του Χρήστου Στεφανόπουλου*

Σε ερμηνείες για τις αυτοκτονίες γυναικών στη μεταπολεμική Ελλάδα, αρθρώνονται λόγοι που αντανακλούν τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Οι επινοήσεις των λόγων για τις αυτοκτονίες απορρέουν από ευρύτερες πολιτισμικές παραδοχές και κοινωνικές αξίες, οργανώνουν και κανονικοποιούν έμφυλες ταυτότητες και σεξουαλικές σχέσεις, αποτυπώνουν πολλαπλά σημεία και επίπεδα εξουσίας στη δεδομένη ιστορική συγκυρία.

Οι «αισθηματικοί λόγοι» αποτελούν κωδικοποίηση με ποικίλα συνδεόμενα συστατικά. Η 21χρονη ήταν «αδύνατο να ζήσει» μετά την αποκάλυψη των ερωτικών της σχέσεων με νεαρό συγχωριανό της. Η νεαρή γυναίκα χαρακτηρίζεται ως «ωραιοτάτη» και δημοφιλής. Όταν όμως «κατελήφθη ασχημονούσα», απαγχονίστηκε. Ο θρυμματισμός της δημοσίας εικόνας της, η αποπομπή της από την κλειστή κοινωνία του χωριού, η διάρρηξη των οικογενειακών σχέσεων την ώθησαν στην αυτοκτονία, η οποία ανέδειξε και λόγους που συστήνουν τη γυναικεία σεξουαλικότητα.

Σε αυτό το πολιτισμικό περιβάλλον, η 19χρονη ιδιωτική υπάλληλος «ανεσύρθη πνιγείσα». Είχαν προηγηθεί έντονες επιπλήξεις από τους οικείους της, «διότι είχε συνδεθεί συναισθηματικώς» με συνάδελφό της. «Την στιγμήν που θα διαβάζετε το σημείωμα δεν θα υπάρχω στη ζωή. Ζητώ συγγνώμη πρώτα από τον θεό και μετά από τους ανθρώπους. Συγχωρήστε με», έγραψε στο σημείωμα αυτοκτονίας. Η απολογητική της διάθεση υποκρύπτει κριτική στη στάση της οικογένειάς της και επιδιώκει την εξιλέωση μέσα από το τελευταίο της αποτύπωμα.

Επίσης, συχνή αιτιολόγηση αυτοκτονικής συμπεριφοράς είναι «διότι εγκατελείφθη υπό του μνηστήρος της». Η 18χρονη αυτοκτόνησε «βληθείσα δια σφαίρας περιστρόφου στην καρδιά», διότι ο αρραβωνιαστικός της «επέστρεψε τον αρραβώνα», ενώ η 23χρονη πριν την απόπειρα αυτοκτονίας της έγραψε : «Φεύγω για το μεγάλο ταξίδι της λησμονιάς γιατί δεν μπορώ να ζήσω ολομόναχη στον κόσμο χωρίς αγάπη. Ούτε μπορώ να αγαπήσω άλλον άνδρα. Προτιμώ να αποθάνω». Η εγκατάλειψη απέτρεπε από την εκπλήρωση του προτύπου της θηλυκότητας, δηλαδή του γάμου.

Επομένως, οι αυτοκτονίες νεαρών ανύπανδρων γυναικών κωδικοποιούνταν συνηθέστερα ως απότοκος «ερωτικής απογοητεύσεως» ή «αθέμιτων σχέσεων». Μεγάλο μερίδιο σε αυτή την ταξινόμηση είχαν οι οικιακές βοηθοί. Οι «υπηρέτριες» αντιμετωπίζονταν ως μονοσθενείς προσωπικότητες με κύριο, αν όχι αποκλειστικό, μέλημα τη σύναψη γάμου. Ωστόσο, τα βιώματα των «υπηρετριών» και οι συνθήκες εργασίας τους ίσως να απέβαιναν πιο καθοριστικές συνιστώσες της αυτοκτονίας τους. Άρα, οι «αισθηματικοί λόγοι» αποπροσανατολίζουν και στην ουσία αποπολιτικοποιούν την πράξη τους.

Συνεπώς, ενώ οι λόγοι που προβάλλονται για την αυτοκτονία της 17χρονης «ωραιοτάτης» μαθήτριας είναι οι «αισθηματικοί», η αφήγηση των γεγονότων αφήνει περιθώρια σε άλλες εκδοχές. Η νεαρή γυναίκα χαρακτηριζόταν ως «ευφυέστατη», είχε πολυεπίπεδη κοινωνική δραστηριότητα, αφού δούλευε ως δακτυλογράφος τα απογεύματα σε εφημερίδα και έγραφε ποιήματα. Τελευταία, πιεζόταν από τους γονείς της να παντρευτεί το νέο που της υποδείκνυαν, αλλά εκείνη εναντιωνόταν. Η πίεση οξύνθηκε όταν ο πατέρας της έπεισε τον προϊστάμενό της να την απολύσει για να «αναγκαστεί» να παντρευτεί. Οι παριστάμενοι στην κηδεία από την οικογένεια, την εργασία, το σχολείο - δηλαδή όλους τους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου - ήταν «συντετριμμένοι». Διαμέσου της αυτοκτονίας της, η 17χρονη διακήρυξε την αντίθεσή της στην κατασκευή της γυναικείας ταυτότητας που δομούσαν οι άλλοι γι αυτήν. Η παραπάνω αυτοκτονία, μπορεί να εκληφθεί ως πολιτική πράξη αντίστασης στο μικροεπίπεδο της εξουσίας που σκόπευε στην κατασκευή της γυναικείας σεξουαλικής ταυτότητας.

* Πάντειο Πανεπιστήμιο