Πότε διχάστηκε άραγε η έννοια του αγαθού στο ηθικά μοναδικό και στο εύκολα αντικαταστάσιμο; Πότε εξομοίωσε τη δηλωτική ιδιότητα του επιθέτου με την ενική αφέλεια του «αγαθός» ή την πονηρή πληθυντική των «αγαθών» σε συνθήκες κατευθυνόμενης στέρησής τους από τους πολλούς; Πότε δρασκέλισε το κατώφλι της εγκρατούς εσωτερικότητας για να περάσει στην ακράτεια της παραγμένης πολλαπλότητάς του, ακόμη και ως ποιητικό βιβλίο που εντάσσοντας το ποίημα στο σώμα του χάριν της πληθυντικής πρόσβασης σε αυτό αλλά και μιας δυνητικής φήμης του ποιητή, φίμωσε την άρνησή του για τον αμετάκλητα τιμολογημένο σύγχρονο κόσμο; Πότε ο ποιητής από εχθρός μιας εγχρήματης αγοράς εκφυλίστηκε συμβολικά σε έναν ακόμη παραγωγό αγαθών, ανεξαρτήτως της μικρής συμμετοχής των ποιητών στον εκδοτικό τζίρο, κυρίως ως «πληρωμένα» από τους ίδιους βιβλία;
Υπήρξε όμως ποτέ αγαθό το ποίημα; Και αν ναι, τότε πού έγκειτο η αγαθότητά του; Σε όλες του τις εκφάνσεις, έστω ασύνειδα, η αισθητική του υπόσταση δυνητικά υποκαθιστούσε τη δεδομένη πραγματικότητα του εκάστοτε κατασταλαγμένου κόσμου. Εν ολίγοις, η «αγαθότητά» του έγκειτο στην έμμεση άρνησή του ως τέχνης του λόγου ενός όχι τόσο αγαθού κοινωνικά κόσμου, προβάλλοντας ασύνειδα στο μέλλον την ουτοπία του ζητούμενού του.
Διαθέτει όμως ακόμη αυτή την έμπρακτη αγαθότητα το ποιητικό βιβλίο -αν εξαιρέσουμε την παραδειγματικά ανιδιοτελή στάση του ως έργου τέχνης απέναντι σε σκοπιμότητες της πρακτικής ζωής- και αν όχι πώς απώλεσε τον δικό της Μίνσκιν; Μήπως τον έχασε εισερχόμενο με τη μορφή βιβλίου στον κόσμο των αγαθών, ως καταναλωτικών πλέον; Γιατί ποια έμπρακτα αντιδραστική τάση στην κατεύθυνση των πραγμάτων, πέρα από την έμμεσα κριτική και τυχόν παιδαγωγική εμβέλειά του, μπορεί να διατηρήσει ως μικτή, οικονομικά ανταλλακτική και αισθητικά αυτοτελής, αξία μια ποιητική «συλλογή» -με την ήδη ειρωνική πραγμοποίηση του όρου, εξομοιωτική των ποιημάτων με γραμματόσημα ή νομίσματα- σε έναν κόσμο που τα πάντα αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμα και γι’ αυτό αφομοιώσιμα;
Και μήπως ο ίδιος ο αισθητικός αυτοπροσδιορισμός του ποιήματος ως τέχνης για να διατηρήσει την κριτική του απόσταση από την πραγματικότητα, ήταν η αισθαντικά επενδυμένη παγίδα αναίρεσης της πρακτικής που υποδείκνυε, ώστε να μένει δραστικά τελείως ακίνδυνο ένθεν της τέχνης, όταν εντεύθεν αυτής ως χρηστικό αντικείμενο παύει να είναι ποίημα άρα και έμμεση κριτική; Και πώς θα ξέφευγε από τον κύκλο της κατανάλωσης ως πράγμα-βιβλίο -έστω κι αν οι πολλαπλές ερμηνείες ενός καλού ποιήματος αντιστέκονται στην απολιθωμένη υπόσταση του πράγματος- αν όχι δραπετεύοντας από την υλικότητά του, άρα και από τη δυνατότητα αναπαραγωγής του;
Μόνο ως μη τυπωμένο και προφορικά αυτοαναλώμενο άμα τη εμφανίσει του -όπως το καμένο αρνητικό του προσωδιακού στο φως του ωδικά υποβαθμισμένου τονικού μέτρου- μέσω δημόσιων απαγγελιών, που ακριβώς για να γλιτώσει από μια ενδεχόμενη ηχητική αναπαραγωγή του, θα έπρεπε να υπόκειται σε έναν διαρκή αυτοσχεδιασμό του ποιητή σε κάθε παρουσίαση. Έτσι, κανείς δεν θα είχε μιαν οριστική ακουστική αποτύπωσή του, και το ποίημα θα γλίτωνε από τη σπίλωσή του ως οικτρά προσδιορισμένου, σε έναν κόσμο που τα «αγαθά» γίνονται δεκτά μόνο στην απολιθωμένη ανταλλακτική μορφή τους. Και όχι μόνο θα παρέμενε δραστικά αιρετικό ως μη-πράγμα έχοντας εξαιρεθεί από το πεδίο της ανταλλακτικότητας, αλλά και δεικτικό της «χωνεμένης» πλέον αντίφασης η παραγωγή ανιδιοτελούς τέχνης να επιχορηγείται από αυτό που αρνείται, δηλαδή κερδοσκοπικά ιδρύματα και εκδοτικές εταιρείες. Βέβαια, οι ποιητές θα έπρεπε να γίνουν performers θυσιάζοντας μέσω αυτοσχεδιασμών την αισθητική ολοκλήρωση της μίας οριστικής γραπτής εκδοχής, ως «σχεδόν ποιητές» χωρίς τελειωμένα ποιήματα, ενδοβάλλοντας την εν είδει παρτιτούρας άκαμπτη χωρικότητά της με τη χρονικότητα των εκτελεσμένων παραλλαγών, κι έτσι περνώντας με μια οιονεί ανατολίτικη σοφία στο πεδίο της αισθητικής απο-ανάπτυξης του δυτικά ολοκληρωμένου.
Μα αυτή η αισθητική τελικότητα δεν ήταν η παγίδα της απόστασης από την ωμή εμπειρία; Πως αντί της υψηλής του μοναδικού ποιητικού έργου, μόνο μια «ψιλή» τέχνη του ατέρμονου γίγνεσθαί του θα εξασφάλιζε την εγγύτητα στη ζέουσα πραγματικότητα, γλιστρώντας ταυτόχρονα ως εξακολουθητικά παραλλασσόμενο μες απ’ τα χέρια της ανταλλαγής του απολιθωμένου, σαν χέλι που μόνο στα χείλη ησυχάζει. Εκεί που θα «ησυχάσει» και το αισθητικών απαιτήσεων «τέλειο» ποίημα, στην αγαθότητα δηλαδή του μερικώς ανασχεμένου προτού διαβεί το κατώφλι της εγκρατούς εσωτερικότητας, ως ανείπωτο πλέον μιας εποχής όπου κάθε τι το «αγαθό» μετατρέπεται σε αγαστό της σύμπνοιας για τη σίγαση συνειδήσεων.
Κάτι στο οποίο υποθετικά με παραπέμπει η πολύχρονη εκδοτική σιωπή σημαντικών ποιητών (π.χ. του Ευγένιου Αρανίτση), ή πάλι υπερθετικά τονίζουν σκηνές από την καθημερινή εμπειρία, οιονεί «μιμήσεις πράξεων σπουδαίων», όπως εχθές στο σούπερ μάρκετ, καθώς μια ηλικιωμένη περιφερόταν με το άδειο καλάθι της, αποστρέφοντας το βλέμμα από τα ράφια στων τιμών τους τη θέα. Έτσι, με το κενό της καλάθι, έφτασε στο ταμείο να της «χτυπήσουν» αυτά που δεν πήρε. Χάρις στην πνευματικότητα της ταμία, μπόρεσε να επιλέξει άυλη πληρωμή για τα άυλα ψώνια της, κι ανέγγιχτη απ’ τα μηδενικά σε κάρτα και ταμειακή, βγαίνοντας πρόλαβε να δει, στο αυτόματα συρόμενο τζάμι εξόδου, το είδωλό της ν’ αποσύρεται στην εσοχή του τοίχου, μαζί με τα ληγμένα μιας μίμησης καλοσύνης, στα ράφια «αγαθά»…
* Ο Βασίλης Ντόκος είναι ποιητής