NIYAZI KIZILYÜREK, Από τον Κεμαλισμό στον Ερντογανισμό: Η πορεία της σύγχρονης Τουρκίας και οι Τουρκοκύπριοι, εκδόσεις Heterotopia, Λευκωσία 2021, σελ. 273.
Το νέο βιβλίο του καθηγητή Niyazi Kızılyürek, Από τον Κεμαλισμό στον Ερντογανισμό, αποτελεί συνδυασμό ενός παλιότερου βιβλίου του για τον Κεμάλ Ατατούρκ και τον κεμαλισμό, στο οποίο τώρα προσθέτει τον Ερντογάν και τον ερντογανισμό, όπως τον αποκαλεί, συγκρίνοντάς τους, με αναφορά και στην τουρκοκυπριακή διάσταση, τόσο του κεμαλισμού όσο και του ερντογανισμού. Για τον Έλληνα αναγνώστη θα συνιστούσα το σημερινό βιβλίο να διαβαστεί παράλληλα με το βιβλίο Η «Νέα Τουρκία» εκ των έσω, σε επιμέλεια Ηρακλή Μήλλα (εκδόσεις Ι. Σιδέρη, 2019), στο οποίο έχουν γράψει διαπρεπείς Τούρκοι πανεπιστημιακοί και διανοούμενοι, όπως ο Baskin Oran, o Cengiz Çandar, o Ahmet Insel, o Cengiz Aktar, o Ayhan Aktar και, βέβαια, ο Μήλλας και ο Kızılyürek.
Στα εισαγωγικά κεφάλαια και στο τμήμα του βιβλίου που αφορά τον Μουσταφά Κεμάλ και τον κεμαλισμό, ο Kızılyürek κάνει μια καίρια επισήμανση, ότι η ριζοσπαστική προσέγγιση του Μουσταφά Κεμάλ δίχασε την τουρκική κοινωνία, με την έμφαση που έδωσε στην καταπολέμηση και εξάλειψη της ισλαμικής - οθωμανικής κληρονομιάς. Και, όπως γράφει, «από αυτή την άποψη είχε δημιουργήσει το έδαφος πάνω στο οποίο το ισλαμικό κίνημα θα διεκδικούσε την εξουσία στην Τουρκία».
Κεμαλισμός και ερντογανισμός είναι ανόμοιοι και αντίθετοι, όμως έχουν δύο κοινά σημεία όπως διαφαίνεται και στο βιβλίο: (1) δίχασαν και οι δύο την τουρκική κοινωνία και (2) απέβησαν και οι δύο αυταρχικοί.
Η ριζοσπαστική παρέμβαση του Μουσταφά Κεμάλ συνίστατο σε ένα ωμό και, θα έλεγα, «αυτο-οριενταλιστικό αφήγημα», που ήταν τραυματικό για τη συλλογική ταυτότητα των μόλις χθες Τούρκων Οθωμανών. Ιδού τι τους είπε (όπως το είχε πρώτος γράψει ο Bernard Lewis): αν εμείς οι Τούρκοι θέλουμε να γίνουμε μοντέρνοι και πολιτισμένοι, πρέπει να γίνουμε Ευρωπαίοι (αυτοί είναι οι πολιτισμένοι), να εγκαταλείψουμε μια για πάντα το οθωμανικό ισλαμικό παρελθόν και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η διαδικασία αυτή έγινε σε στάδια, με μια σειρά από διαδοχικές πράξεις από το 1921 μέχρι το 1928.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, υιοθετήθηκε και ένα νέο εθνικό ιστορικό αφήγημα: η «Τουρκική Ιστορική Θέση», που διαμορφώθηκε υπό την επίβλεψη του Κεμάλ Ατατούρκ, η οποία υποστηρίζει ένα ένδοξο τουρκικό παρελθόν και την έλευση των Τούρκων από την Κεντρική Ασία όχι όταν ήρθαν, δηλαδή κατά τον 11ο αιώνα (με τους Σελτζούκους), αλλά κατά την αρχαιότητα, το 5000 ή ίσως το 10000 π.Χ.!
Η θέση αυτή κυριάρχησε πλήρως στην Τουρκία μέχρι και τις αρχές του 1970. Αλλά από το 1970 εμφανίστηκε η «Τουρκική Ισλαμική Σύνθεση», που υποστηρίζει την αδιάληπτη συνέχεια των Τούρκων από τους Σελτζούκους στους Οθωμανούς, που είναι η πιο δημοφιλής θέση σήμερα στην Τουρκία του ερντογανισμού.
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό ο συγγραφέας παρουσιάζει και αναλύει με πειστικό τρόπο την αρχική ικανότητα του Ντενκτάς να διοικεί τη «Βόρεια Κύπρο» και να δρα αποτελεσματικά κατά της επανένωσης, σε συνεργασία με τους Τούρκους στρατιωτικούς και το Ρεπουμπλικανικό (κεμαλικό) Κόμμα της Τουρκίας. Αυτό το κατόρθωσε αρχικά και με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, μην αφήνοντάς το να κινηθεί προς την επίλυση. Τότε είναι που, όπως γράφει ο συγγραφέας, την πρωτοβουλία την πήραν τα τρία αντιπολιτευτικά κόμματα των Τουρκοκυπρίων και έτσι μπόρεσε ο Ερντογάν να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, σε συνδυασμό με το ξεκίνημα της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, θέτοντας εκτός παιχνιδιού τον Ντενκτάς, δηλώνοντας ότι «η μη λύση είναι μη λύση», σε αντίθεση με τη πάγια τουρκική θέση ότι «η μη λύση είναι λύση». Η δε ευρωπαϊκή πορεία και η έναρξη των διαπραγματεύσεων λίγο μετά έφερε τη μεγάλη στιγμή για την Τουρκία του Ερντογάν, με το κοινό μέτωπο φιλελεύθερων δημοκρατικών, αριστερών, Κούρδων και Γκιουλενιστών, με την Τουρκία να αφήνει το γνωστό «μοντέλο εθνικής ασφαλείας» (που έβλεπε παντού εχθρούς) και να γίνεται κράτος που δίνει έμφαση στην «ήπια ισχύ» (soft power) α λα Joseph Nye, όπως είχαν τότε υποστηρίξει σοβαροί Τούρκοι αναλυτές και διεθνολόγοι (όπως ο Kemal Kirisçi, o Ziya Önis, κ.ά.)
Ένα καίριο ερώτημα είναι γιατί έκανε στροφή ο Ερντογάν και έγινε «ο κακός και αυταρχικός Ερντογάν» που ξέρουμε σήμερα και πότε αυτό έλαβε χώρα. Κατά τον συγγραφέα αυτό ξεκίνησε το 2011, με τη σαρωτική νίκη του ΑΚΡ στις 12 Ιουνίου (49,3% των ψήφων), με τον Ερντογάν να έχει παντοδυναμία και πλέον να μη χρειάζεται συμμάχους (φιλελεύθερους, Κούρδους, Γκιουλενιστές). Την ίδια εποχή είχαμε και την Αραβική Άνοιξη με τον Ερντογάν να φιλοδοξεί να αναδειχθεί ο ηγέτης του ισλαμικού κόσμου (για την ακρίβεια του σουνιτικού Ισλάμ). Ήρθε και το συμβάν στο Πάρκο Γκεζί που τον τρόμαξε, όπως λέει ο συγγραφέας, και που ενίσχυσε τη στροφή προς τον αυταρχισμό.
H E.E. τέθηκε εκτός του κάδρου και στη συνέχεια ήρθε το διπλωματικό επεισόδιο με το «Μαβί Μαρμαρά», που όξυνε τη ρήξη Ερντογάν - Γκιουλέν. Και είχαμε την κορύφωση, το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 που, όπως γράφει ο συγγραφέας, υπήρξε για τον Ερντογάν «δώρο θεού». Και η στροφή του στον αυταρχισμό και τον εθνικισμό ολοκληρώθηκε με την «ιερή συμμαχία», κατά τον Kızılyürek, μεταξύ ΑΚΡ και ΜΗΡ (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης).
Μία από τις συμβολές του βιβλίου είναι και «το λεξιλόγιο του ερντογανισμού», όπως το λέει ο συγγραφέας, που κινείται σε δύο άξονες: (α) αφοσίωση στο μιλέτ (στη θρησκευτική κοινότητα) και (β) αντιπαλότητα με την «άλλη Τουρκία», των «λευκών Τούρκων». Βέβαια, με αυτή του τη στάση ο Ερντογάν υποσκάπτει τη δική του νομιμοποίηση και υστεροφημία, μιας και δεν καθίσταται ηγέτης, «πατέρας» όλων των Τούρκων, όπως ήθελε να είναι ο Ατατούρκ, αλλά εκπρόσωπος της μισής Τουρκίας. Και εδραιώνει τη διάσπαση της Τουρκίας, επιφέροντας έναν «εθνικό διχασμό», για να θυμηθούμε και τα δικά μας, στο Μεσοπόλεμο και μεταπολεμικά.
* Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο.