Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη με τον εκτεταμένο τίτλο Ο μονόδρομος της ουτοπίας και τα όρια του αδυνάτου: Το δικαίωμα των ανθρώπων στα οικουμενικά κοινά ουσιαστικά αναφέρεται σε όσα αγαθά είναι πραγματικά κρίσιμα και μας ανήκουν από κοινού. Από το νερό και τον αέρα, το έδαφος, τους ωκεανούς και τα ζώα, μέχρι τις διαστημικές τροχιές, το Διαδίκτυο, το γονιδίωμα, την τεχνολογία και τον πολιτισμό. Εκκινεί από απολύτως σημαντικά και συγκεκριμένα ερωτήματα: Πώς θα προστατευθούν τα κοινά από τις περιφράξεις του ιδιωτικού κέρδους, στο οικουμενικό επίπεδο; Πώς θα μετασχηματιστεί το πράγμα που δεν ανήκει σε κανένα, σε κοινό για όλους; Πώς θα μπορούσε να συσχετιστεί η εμπορευματοποίηση ενός κοινού αγαθού με τον διαμοιρασμό των ωφελημάτων του;
Το ευτύχημα δεν είναι μόνο ότι έχουμε ένα σημαντικό βιβλίο για τα κοινά αγαθά. Προσδίδει προστιθέμενη αξία το γεγονός ότι είναι γραμμένο από ένα νομικό. Η σημασία της νομικής επιστήμης έχει γίνει πλέον σαφής σε όλα τα στάδια και σε όλες τις περιπτώσεις προσπαθειών εφαρμογής στο πεδίο πολιτικών που σχετίζονται με τα κοινά. Είναι το πρώτο «αλλά» που αντιμετωπίζουν αυτές οι προσπάθειες, από τους policy makers έως τους δημόσιους υπαλλήλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και όταν το πολιτικό προσωπικό αποφασίζει να προχωρήσει, η εφαρμογή από την πλευρά του μόνιμου προσωπικού των υπουργείων ή του αρμόδιου επιπέδου διοίκησης σε κάτι που φαντάζει πρωτόγνωρο και νομικο-διοικητικά δεν προβλέπεται έχει ως αποτέλεσμα πλήθος αντιστάσεων.
Σχεδιάζοντας πολιτικές σε ένα νομικό περιβάλλον που αναγνωρίζει ως ιδιοκτησιακό καθεστώς μόνο το ιδιωτικό και το δημόσιο, είναι επόμενο –όποια και αν είναι η αφετηρία από πλευράς πόρου, κοινότητας ή πλαισίου κανόνων– κάποια στιγμή και εφόσον η προσπάθεια κλιμακωθεί, να βρεθούμε αντιμέτωποι με την απουσία της αρμόζουσας φόρμας από τον νομικό μας πολιτισμό. Τα κοινά παραμένουν αόρατα για το νομικό πλαίσιο, όπως και για τη λογιστική και τα οικονομικά.
Η έρευνα καταδεικνύει ότι σε όλες τις περιπτώσεις που είχαμε εφαρμογή πολιτικών ενίσχυσης των κοινών, η πολιτική διαδικασία πορεύθηκε χέρι-χέρι με τη νομική θεσμοθέτηση. Οι περιπτώσεις της Ιταλίας σε συνταγματικό επίπεδο, αλλά και δήμων και περιφερειών σε άλλες χώρες με εξαιρετικά αποτελέσματα, έδωσαν τη δυνατότητα να μελετηθεί η σπουδαιότητα των νομικών, διοικητικών και θεσμικών ρυθμίσεων ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη και προστασία της σφαίρας των κοινών.
Κοινή διαπίστωση από όσους νομικούς ενεπλάκησαν σε αυτή την περιπέτεια υπήρξε η δυσκολία εντοπισμού εκείνων των στοιχείων στο νομικό πλαίσιο που θα τεκμηρίωναν τη δυνατότητα αντιμετώπισης ενός πόρου ως κοινό, έναντι της παντοδύναμης ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «τους τρεις τελευταίους αιώνες η νομική επιστήμη έθεσε ως προτεραιότητα των εργασιών της την προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας με κάθε δυνατό τρόπο, σε όποια έκφανση του νομικού μας πολιτισμού». Θα προσέθετα ότι τα τελευταία χρόνια ο νεοφιλελευθερισμός έδωσε τον τόνο διεκδικώντας όχι μόνο την προστασία αλλά και την χωρίς κανόνες και ρύθμιση κερδοφορία του ιδιωτικού, υπεράνω πάσας άλλης αξίας.
Σε διαφορετικό σημείο του βιβλίου ο Κ. Τσιτσελίκης σημειώνει: «ίσως ο ορίζοντας για τις αναζητήσεις αυτές να είναι ο μετασχηματισμός της προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας». Δεν θα μπορούσα να συμφωνώ περισσότερο. Ο πυρήνας της συζήτησης δεν είναι άλλος από την αναγνώριση της δυνατότητας –αλλά και της επιτακτικής αναγκαιότητας πλέον– εναλλακτικών μορφών ιδιοκτησίας. Πρόκειται, μάλλον, για το πιο επαναστατικό πράγμα που μπορεί να επικαλεστεί κανείς στο πλαίσιο της θεσμικής αρχιτεκτονικής των σύγχρονων νεοφιλελεύθερων συστημάτων διακυβέρνησης. Σύμφωνα με τον ίδιο, «η ατομική ιδιοκτησία θεωρείται αξιολογικά ανώτερη μορφή ιδιοποίησης σε σχέση με την κοινή ιδιοκτησία. Η επικρατούσα ιδεολογική, αλλά και επιστημονική θεώρηση του φαινομένου συντηρεί την άποψη ότι η συμμετοχική ιδιοκτησία είναι απαρχαιωμένη και ότι είναι η ατομική ιδιοκτησία που αποτελεί την ουσία και το μοχλό που έφερε την πρόοδο και την ευημερία σε μια συνεχή μονόδρομη πορεία».
Στα τμήματα νομικής οι φοιτητές εκπαιδεύονται προνομιακά στην προστασία του ιδιωτικού, στο πώς να «κλείνουν» / περιφράττουν / πατεντάρουν έναν πόρο και όχι στο πώς να τον «ανοίγουν» στην κοινότητα και να τον προφυλάσσουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτα να διδαχθεί. Το αντίθετο. Πρόκειται για μια πολιτική επιλογή που ξεκινάει από τα αμφιθέατρα. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό υπήρξε και το σημείο εκκίνησης για τη διεκδίκηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ηγεμονίας τη δεκαετία του ’70. Το σημείο είναι στρατηγικό.
Ανοιχτές άδειες, creative commons, linux, GPL, Public Commons Partnerships και πλήθος άλλων, συνιστούν ψηφίδες μιας άλλης λογικής, που παραμένει αόρατη. Την ίδια στιγμή, το δίκαιο των συνεταιρισμών και η σχετική με ΚΑΛΟ νομοθεσία δεν έχουν τη θέση που τους αντιστοιχεί στα προγράμματα σπουδών. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση αναγνώρισης ενός Δικαίου των Κοινών που γίνεται από τον συγγραφέα στο συμπερασματικό κεφάλαιο του βιβλίου είναι ιδιαίτερα σημαντική και κρίσιμη.
Το βιβλίο επιχειρεί να αναμετρηθεί με τα παραπάνω, όπως και με την απουσία των κοινών στη νομολογία και συγκεκριμένα στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου. Ο Κ. Τσιτσελίκης καταφέρνει να εντοπίσει τα θραύσματα της διεθνούς νομολογίας που είτε προέρχονται από το παρελθόν (έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ιερή διάσταση που απέδιδαν οι κοινότητες στους κοινούς πόρους, τους αφιέρωναν στους θεούς και με αυτόν τον τρόπο τους προστάτευαν) είτε προκύπτουν ως μονόδρομος αντιμετώπισης ζητημάτων με τα οποία φέρνει αντιμέτωπη την ανθρωπότητα η εξέλιξη, ιδιαίτερα η τεχνολογική εξέλιξη και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων των κοινωνών. Κατορθώνει επιπλέον να τα εντάξει σε ένα ενιαίο αφήγημα, παρακολουθώντας τις αναπροσαρμογές των τελευταίων ετών και σκιαγραφώντας τις τάσεις που προκύπτουν από τις εξελίξεις στο διεθνές δίκαιο, όταν αυτό επιχειρεί να ρυθμίσει τις προκλήσεις της νέας εποχής, είτε πρόκειται για την κλιματική κρίση, τις πανδημίες, τον εποικισμό της σελήνης ή, θα προσέθετα εδώ, τη ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης. Μια πρόκληση που είναι εντυπωσιακό το πόσα μοιράζεται με τα υπόλοιπα κατεπείγοντα προβλήματα, όταν φτάνουμε στο επίπεδο της ρύθμισης.
Σε αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον μια ιστορική αναλογία. Όπως γνωρίζουμε, την περίοδο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας τέθηκαν τα θεμέλια του νομικού συστήματος με έμφαση στην επιθετική επέκταση κατοχής του ελεύθερου χώρου. Στο βιβλίο γίνεται αναφορά στη μεταφορά που εισήγαγαν οι Ντελέζ και Γκουαταρί διαχωρίζοντας τους χώρους σε «λείους και μαλακούς χώρους vs χώρους με γραμμώσεις»[1]. Για παράδειγμα, ο ανταγωνισμός μεταξύ Ολλανδών και Πορτογάλων το 1440 για την πλεύση και την κατάκτηση των ωκεανών, ενός χώρου «μαλακού, εύπλαστου και ανομοιογενούς», βρίσκει λύση όταν οι ωκεανοί μετατρέπονται σε χώρους με «αυστηρές γραμμώσεις», μέσα από τους παράλληλους και τους μεσημβρινούς. Ένας απροσπέλαστος προηγούμενα πόρος ομογενοποιείται και υπόκειται σε ενιαία μέτρηση, με αυτόν τον τρόπο χωρίζεται σε τμήματα και διαμοιράζεται ως αντικείμενο κυριαρχίας και οικονομικής εκμετάλλευσης.
Η παραπάνω αναλογία βρίσκει εφαρμογή και στη συζήτηση σχετικά με τα προσωπικά μας δεδομένα, τα οποία υφαρπάζονται στον ψηφιακό χώρο και αφορούν τη σκέψη, τα συναισθήματα, τον ελεύθερο χρόνο μας, τις προτιμήσεις και εντέλει τη μελλοντική μας συμπεριφορά (behavioral futures). Πρόκειται για τον εσωτερικό κόσμο ο οποίος προηγούμενα ήταν ένας «λείος και μαλακός» χώρος. Η ψηφιακή μας συμπεριφορά μετατρέπεται σε δεδομένα τα οποία αντιστοιχούν σε «γραμμώσεις», δίνοντας τη δυνατότητα ποσοτικοποίησης και τελικά υφαρπαγής, εξουσίασης και ιδιοποίησης ενός πεδίου που προηγούμενα ήταν απροσπέλαστο. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «σε κάθε res nullius ενυπάρχει η δυνατότητα να καταστεί χώρος έντονης “γράμμωσης”».
Η μετατόπιση από την κρατική κυριαρχία
Η παγκόσμια φύση των υπαρξιακών προβλημάτων της ανθρωπότητας αναδεικνύει το διεθνές δίκαιο ως το πεδίο στο οποίο θα αναζητηθούν οι απαντήσεις στο επίπεδο του νομικού κανόνα και των εφαρμοστικών αρχών. Αυτή η κατ’ ανάγκη μετατόπιση αρμοδιοτήτων από την κρατική κυριαρχία αντιμετωπίζεται στο βιβλίο ως μια ευκαιρία ρύθμισης σχέσεων ετερογενών υποκειμένων και συμπερίληψης των κοινοτήτων των κοινών και των αρχών που τις διέπουν, όπως η βιωσιμότητα, η αειφορία, η διαγενεακή μέριμνα και η κοινωνική δικαιοσύνη. Απολύτως ορθά –και ενώπιον αυτής της αλλαγής– το βιβλίο επιδιώκει να εισαγάγει στη βάση εκτενούς τεκμηρίωσης την ιδέα ότι οι άνθρωποι και οι κοινότητες ενέχουν την ιδιότητα του υποκειμένου δικαιωμάτων απέναντι στα κοινά (δικαιώματα που συνδέονται με πρόσβαση, χρήση, εκμετάλλευση και λήψη απόφασης για τη διαχείρισή τους). Το ενθαρρυντικό είναι ότι ο συγγραφέας διαπιστώνει «τη συγκρότηση ενός πλέγματος σχετικού δικαίου ή έστω την τάση για δημιουργία διεθνών κανόνων προς αυτή την κατεύθυνση». Όπως και «την υποχώρηση της κρατικής κυριαρχίας απέναντι στο συλλογικό συμφέρον της κοινότητας των ανθρώπων για την προστασία των οικουμενικών κοινών».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δυνατοτήτων αλλαγής που φέρνει η ιστορική εξέλιξη, να προσθέσουμε και την πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα την οποία σημειώνει ο συγγραφέας σχετικά με την «καταστατική δυνατότητα του ίδιου του πόρου να διαμορφώνει την κοινότητα». Αναφερόμαστε σε παγκόσμιας κλίμακας και διεθνή κοινά με τρόπο που δεν υπήρχε προηγούμενα, κατ’ αντιστοιχία προκύπτει και η κοινότητα με τρόπο που δεν έχει προηγούμενο. Είναι ένα επιπλέον σημείο που έχει νόημα να μελετηθεί από πλευράς στρατηγικής της υποστήριξης των κοινών. Σε κάθε περίπτωση, είναι χρήσιμο να μην ξεχνάμε ότι το ζητούμενο της αλλαγής παραδείγματος προϋποθέτει ηγεμονικό πολιτικό συσχετισμό.
* Η Δώρα Κοτσακά είναι συντονίστρια του Παρατηρητηρίου των Κοινών, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ)