Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
21.7°C25.2°C
3 BF 50%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
18.5°C23.0°C
2 BF 61%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
19 °C
18.8°C21.6°C
3 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σκόνη
22 °C
21.5°C23.8°C
2 BF 67%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.1°C23.5°C
0 BF 60%
Ένα συγκλονιστικό, διαρκές παρόν
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ένα συγκλονιστικό, διαρκές παρόν

Τέχνη

Ήταν η Γαλλική Επανάσταση η ιδρυτική συνθήκη του ολοκληρωτισμού; Το αξιακό τρίπτυχο «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» καταλήγει αναποδράστως στη χειραγώγηση, τη δυναστική καταπίεση και τον τρομοκρατικό πνιγμό κάθε διαφωνίας; Το πολύ σημαντικό βιβλίο της Αννί Ζουρντάν προϋποθέτει την αναμέτρηση με τα παραπάνω ερωτήματα, καθώς και με την αποληκτική θέση, όπως αυτή προκύπτει από την καταφατική απάντησή τους. Είναι η κατάφαση ως προς το ότι η Γαλλική Επανάσταση γέννησε και τον σταλινισμό και τον φασισμό.

Πρόκειται, βεβαίως, για ερμηνευτική θέση. Είναι όμως ερμηνευτική θέση, η οποία απέκτησε ισχύ κοινού τόπου. Δεν το αναφέρω αυτό, για να την απαξιώσω ως κοινοτοπία, αλλά, για να τονίσω ότι, εάν υπάρχει μία «διαλεκτική» που εργάζεται μέσα στην Ιστορία και η οποία απολήγει στη γνωστή «ετερογονία των σκοπών», τότε έχει νόημα να σκεφτούμε τις προρρηθείσες καταφάσεις. Αλλιώς δεν θα κατανοήσουμε και τη θέση της Αννί Ζουρντάν, αλλά ούτε και όσοι διαφωνούμε ισχυρώς με τον παραπάνω κοινό τόπο θα μπορούμε να αναστοχαστούμε και να ιστορικοποιήσουμε τις έννοιες και τους όρους με τους οποίους διαμορφώνουμε τη δική μας άποψη. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κοινός τόπος, στον οποίο σχηματίζεται και, εν τέλει, εδράζεται η συζητούμενη ερμηνευτική θέση, είναι η ταυτότητα Επανάσταση=Ολοκληρωτισμός. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η ερμηνεία του Φρανσουά Φυρέ, που κατέστη κοινός τόπος, άρα απέκτησε εν πολλοίς και την ισχύ του αυτονόητου, είναι αποτέλεσμα λεπτοφυούς ανάλυσης και όχι απλώς αναθεωρητικής υπερβολής. Ο Φρανσουά Φυρέ και ο Ντενί Ρισέ, το βιβλίο τους Η Γαλλική Επανάσταση (Μετάφραση: Ηλίας Αθανασιάδης, Βάσω Μαργώνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1997), στο 5ο Κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Ο Εκτροχιασμός της Επανάστασης», χαρακτηρίζοντας έτσι την «κάμψη του επαναστατικού ρεύματος το 1791 και 1792» (σ.10), αναφέρονται εμφατικώς στα γεγονότα της 10ης Αυγούστου 1792: «Οι διαδηλωτές της 10ης Αυγούστου δεν ήταν το κατακάθι της κοινωνίας. Μεταξύ των τριακοσίων εβδομήντα έξι νεκρών ή τραυματιών, το ένα τέταρτο περίπου ανήκε στους ομόσπονδους, όλοι αστοί της επαρχίας. Μεταξύ των Παρισινών, οι μικρέμποροι, οι τεχνίτες και οι μισθωτοί πλήρωσαν τον δικό τους φόρο αίματος. Τα προάστια, για μια φορά ακόμα, διακρίθηκαν. Αυτές οι σκηνές εξέγερσης είναι περισσότερο αποκαλυπτικές παλιών ψυχολογικών τρόπων συμπεριφοράς παρά μιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η 10η Αυγούστου τελείωσε αυτό που η φυγή στη Βαρέν άρχισε. Το πρόγραμμα των Feuillans που αποσκοπούσε να ισχυροποιήσει το 1789, να θεμελιώσει μια ισχυρή τάξη πραγμάτων στην ελευθερία και την αστική ιδιοκτησία, δεχόμενο την ισότητα μόνο ως ισότητα ευκαιριών και όχι δικαιωμάτων (υπογράμμιση δική μου), είχε οριστικά απορριφθεί» (σ. 197). Η εν λόγω αναφορά περί ισότητας είναι και ιδρυτική της διάκρισης Αριστεράς-Δεξιάς.

Είναι διάκριση που την επιβάλλει η Γαλλική Επανάσταση, αν και, αρχικά, επρόκειτο για μία τοπογραφική διάκριση, προκληθείσα από τη διένεξη σχετικά με το δικαίωμα αρνησικυρίας του Βασιλιά, στις 28 Αυγούστου του 1789, όταν οι οπαδοί της πλήρους αρνησικυρίας στάθηκαν στα δεξιά του Προέδρου, ενώ οι υποστηρίζοντες ένα αναβλητικό βέτο στάθηκαν στα αριστερά του. Έκτοτε, αυτός ο τοπογραφικός χωρισμός καθιερώθηκε και διατηρήθηκε στις εργασίες της Συντακτικής Συνέλευσης και όλων των επόμενων συνελεύσεων της Επανάστασης, οπότε και σήμερα αποτελεί το πεδίο της πολιτικής αυτοκατανόησης όπως και αν αυτοπροσδιορίζεται κανείς, σε σχέση με τους δύο πόλους της διάκρισης. Η αποδόμηση, λοιπόν, της Γαλλικής Επανάστασης, ως μήτρας κάθε ολοκληρωτισμού, αναπόφευκτα επηρεάζει και τη διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, άλλωστε, αφού συνδέεται με την κοινωνική δικαιοσύνη. Η ίδια η Γαλλική Επανάσταση συνδέθηκε με την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινωνική δημοκρατία. Γι’ αυτό και ο Φρανσουά Φυρέ θα αποφανθεί σχετικώς: «Κοινωνική δημοκρατία: αυτό επιθυμούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά τα λαϊκά στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου[…] οι sans-cullotes έχουν γίνει δύναμη αυτόνομη και τρομερή. Γι’ αυτούς η 10η Αυγούστου είναι μια νίκη ολοκληρωτική. Από εδώ και πέρα θα βαραίνει όλο και περισσότερο, λες και η ιστορία μπορούσε να εκβιαστεί∙ λες και η ζωντάνια του κεφαλαίου μπορούσε να εξαναγκαστεί, μόλις είχε απελευθερωθεί, να ξαναγυρίσει στο ζυγό των ενάρετων και φτωχών κοινοτήτων του Μεσαίωνα. Χωρίς το ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο που προσέφερε ο πόλεμος, ένα τέτοιο ανάστροφο ρεύμα θα είχε γρήγορα εξανεμιστεί. Ήδη έχει τους μάρτυρές της. Αύριο με τις ήττες θα έχει την Ιερή της Εξέταση και τις πυρές της» (σ. 199). Αυτό το απόσπασμα, σε συνδυασμό με το προηγούμενο, ίσως βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει τον σχετικό αντίλογο της Ζουρνταίν, δηλαδή την αμφισβήτηση του ισχυρού τόπου, από το οποίον ξεκίνησε αυτό το κριτικό κείμενο.

Η Αννί Ζουρντάν θέτει ένα συγκροτημένο ερμηνευτικό πλαίσιο. Σε αυτό ορίζει ως προϋπόθεση, για την ανασκευή του αναθεωρητικού εγχειρήματος του Φρανσουά Φυρέ, καθώς και της σχολής που δημιούργησε, τον εντοπισμό μιας νέας αφετηρίας. Η Ζουρντάν ξεκινά το δικό της ερμηνευτικό εγχείρημα από το γεγονός του εμφυλίου πολέμου. Έχοντας ως συντακτική αρχή του επιχειρήματος, με το οποίο θα στηρίξει την προκρινόμενη ερμηνευτική θέση της, τη σχέση ανάμεσα στην Επανάσταση και τον διεξαγόμενο εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, παράλληλα με την εξέταση των σημαντικών γεγονότων που συντελούνται στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, θα σχετικοποιήσει την αδιαμφισβήτητη, όπως προβαλλόταν, σημασία και πολιτική χρήση του όρου «Τρομοκρατία». Χωρίς τον συγκεκριμένο σημασιολογικό καθορισμό αυτού του όρου, η ισχύς του κοινού τόπου «Επανάσταση=Ολοκληρωτισμός» δεν θα είχε επιτευχθεί.

Η Ζουρντάν, επικαλούμενη τον Μπένγιαμιν και την παραδοχή του ότι «η Ιστορία γράφεται πάνω στα πτώματα των ηττημένων του χθες», θα ανασυγκροτήσει τους όρους που καθιέρωσαν τον κοινό τόπο για τη Γαλλική Επανάσταση, εστιαζόμενη στο κέντρο αυτού του τόπου. Γράφει σχετικά: «Είτε δημοκρατική είτε μαρξιστική, αντιδραστική ή αναθεωρητική, η ιστοριογραφία συγχέει την Επανάσταση με την ‘Τρομοκρατία’. Με αυτόν τον τρόπο, οι ιστορικοί λησμονούν πως η Επανάσταση υπήρξε πρωτίστως ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους πατριώτες και τους αντιπάλους τους, και ότι, από αυτή την άποψη, ελάχιστα διαφέρει από τη μεγάλη Αγγλική Επανάσταση του 17ου αιώνα» (σ. 20). Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ασκήθηκε τρομοκρατία, αλλά ότι αυτή, κατά την Αννί Ζουρντάν, ήταν η σκληρή πολιτική του εξαναγκασμού – με σκοπό την οργάνωση δημόσιας τάξης – όχι όμως και το κατεξοχήν γνώρισμα της Επανάστασης: «Η Εξεγερτική Κομμούνα έχει κακή φήμη. Ο ιστορικός Francois Furet της προσάπτει μέχρι και την ενορχήστρωση της ‘Τρομοκρατίας’ στο Παρίσι. Μια ανάγνωση των πρακτικών της Κομμούνας υποδεικνύει ωστόσο μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Η Κομμούνα πολλαπλασιάζει τις εφόδους σε σπίτια, κατάσχει όπλα ή διατάσσει τη συλλογή τεκμηρίων, όμως πάνω από όλα επιχειρεί να αποκαταστήσει την τάξη, να εξαφανίσει τα ίχνη της εξέγερσης, να καθαρίσει την πόλη και να βελτιώσει τις συνθήκες υγιεινής, να σβήσει την πυρκαγιά στον Κεραμεικό, να διανείμει βοήθεια σε όσους τη χρειάζονται, να προστατεύσει τους Ελβετούς φρουρούς, που απειλούνται από το εκδικητικό πλήθος, να επιταχύνει την παραγωγή και μεταφορά πυρομαχικών, και να φροντίσει την επίβλεψη των φρουρών» (σ. 134).

Είναι μάλλον περιττό το να τονίσουμε ότι τα ανωτέρω δεν συνιστούν συνηγορία υπέρ της τρομοκρατίας ή της ανοχής προς αυτήν. Είναι όμως σημαντικό να αναφερθούν, για να αποσαφηνιστεί το πώς η συγγραφέας ελέγχει τον σχηματισμό του κοινού τόπου, προκειμένου να ανασκευάσει τα υπόρρητα, αλλά και τα ηχηρώς εκφωνούμενα, πολιτικά του συμπεράσματα. Είναι επίσης σημαντικό να σκεφτούμε τη σχέση τέτοιων κοσμογονικών αλλαγών με τη βία, σε συνάφεια με την καντιανή προβληματική για το αν είναι δυνατή η πόρευση προς το δημοκρατικό, ρεπουμπλικανικό ιδεώδες, όπως το ανέδειξε η Γαλλική Επανάσταση, χωρίς να διέλθουμε από την ατραπό της βίας. Το να θέτουμε όμως τέτοια ερωτήματα μας επιτρέπει να βρισκόμαστε, σταθερά ή ελευθέρως κινούμενοι (ό,τι επιθυμεί κάθε άνθρωπος) μέσα στην πολιτική και ιδεολογική τοπολογία, όπως την ορίζει η – απότοκη της Επανάστασης – διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Η Γαλλική Επανάσταση, όμως, καθιέρωσε όχι μόνο αρχές, αλλά και ένα αντίστοιχο λεξιλόγιο, με έννοιες που επανέφεραν το λεξιλόγιο και τις έννοιες των κειμένων τα οποία συνέστησαν την εννοιολογική σκευή του δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού, όπως είναι τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη. Έννοιες, δηλαδή, όπως το Σύνταγμα, η κυριαρχία του νόμου, η ισονομία και η δημοκρατική αρχή ως σύνθεση ελευθερίας και ισότητας, η πολιτική δικαιοσύνη, αλλά και η κοινωνική της κραταίωση και εμβάθυνση. Είναι το λεξιλόγιο που αρθρώνεται στη γλώσσα της κοινωνικής χειραφέτησης, έτσι όπως ανανοηματοδότησε το αλφάβητό της ο – ακόμη και σήμερα επίμονα επίκαιρος – Μαρξ.

Αλλά είναι και το λεξιλόγιο που επιτρέπει τη νοηματική συνεκφορά της κοινωνικής δικαιοσύνης, με τη δημοκρατία, τον πολιτικό φιλελευθερισμό και πλουραλισμό, αλλά και το ρεπουμπλικανικό πνεύμα της δημόσιας πολιτικής αρετής. Ως εκ τούτου, όλοι και όλες χρωστάμε στη Γαλλική Επανάσταση την πολιτική μας αυθυπαρξία και αυτοκατανόηση. Και εφόσον αυτή γέννησε και τη δική μας, ιδρυτική της Ελληνικής Πολιτείας και του έθνους, με την πολιτική σημασία του όρου, Επανάσταση του 1821, τότε όλοι είμαστε «παιδιά» του 1821, πράγμα που αναποδράστως συνεπάγεται ότι είμαστε και «εγγόνια» του 1789. Έχουμε, δηλαδή, ληξιαρχική πράξη πολιτικής γεννήσεως. Έχουμε και γιαγιά και μάνα από τις οποίες προέκυψε η πολιτική μας οντότητα. Για αυτή την «γιαγιά» της δημοκρατικής μας αυτοσυνείδησης, γράφει, λοιπόν, με τον πιο μεστό και συγκροτημένο τρόπο, η Αννί Ζουρντάν, προσφέροντάς μας ένα πραγματικά σπάνιας αξίας, και εξαιρετικά μεταφρασμένο, βιβλίο. Ένα βιβλίο που μας μιλά για ένα διαρκώς συνεχιζόμενο παρόν, που εξακολουθεί να μας νοηματοδοτεί ως πολίτες. Σε αυτό το παρόν εγγράφονται, άλλωστε, και οι χειραφεσιακές ενατενίσεις του μέλλοντος. Είναι ένα παρόν που διαρκώς μετασχηματίζεται. Και, μαζί με αυτό, και εμείς.

*Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL