Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
18.2°C22.4°C
3 BF 46%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
16.0°C20.2°C
2 BF 40%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
19 °C
18.8°C21.5°C
2 BF 56%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.3°C21.9°C
3 BF 59%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.9°C20.1°C
2 BF 42%
Με τον Μήτσο Παρτσαλίδη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Με τον Μήτσο Παρτσαλίδη

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Κυριάκου Αθανασίου, που έχει τίτλο Από τη Ρωμιοσύνη στα Λιανοτράγουδα και θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Εύμαρος

Βρισκόμαστε λίγο καιρό μετά την πτώση της χούντας. Ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα γίνεται σε μικρογραφία και στην Αμερική και τον Καναδά. Βγαίνουμε από το καβούκι μας οι Έλληνες, για να χωριστούμε ξανά. Άλλοι φτιάχνουν την οργάνωση των φίλων του ΚΚΕ ή, όπως τους ονομάζαμε τότε, του ΚΚΕ εξωτερικού. Άλλοι το ΠΑΣΟΚ... Άλλοι τους Φίλους της Αυγής, δηλαδή το ΚΚΕ εσωτερικού. Μαζί, λοιπόν, με τους Φίλους της Αυγής, οργανώσαμε ως φοιτητικός σύλλογος μια βραδιά για την «Αυγή». Από τότε τα έφερνε βόλτα δύσκολα. Ήταν μια συνεστίαση για συλλογή χρημάτων. Και έχουμε καλεσμένο ως κεντρικό ομιλητή τον μπαρμπα-Μήτσο Παρτσαλίδη. Το γραμματέα, δηλαδή, του ΕΑΜ μετά τον πόλεμο. Λίγο πριν ξεκινήσει ο εμφύλιος. Είναι αυτός που μαζί με κάποιους άλλους, όπως ο στρατηγός Σαράφης, ο Ηλίας Τσιριμώκος και άλλοι, αποτελούσαν την ηγεσία του ΕΑΜ, που υπέγραψαν τη συμφωνία της Βάρκιζας.

Είχα δει από κοντά κάποια χρόνια πριν και τον εκπρόσωπο της άλλης μεριάς, όταν ήρθαν οι Άγγλοι. Ψηλός, ευθυτενής... Αρχοντικός. Ρήτορας με τα όλα του. Ήταν την εποχή της ανάνηψής του. Όταν μάζευε πεντακόσιες χιλιάδες κόσμο που παραληρούσε φωνάζοντας «1-1-4». Κατεβαίναμε στην πλατεία Κλαυθμώνος να φωνάξουμε κόντρα στο Βασιλιά και το πραξικόπημά του. Το Καλοκαίρι εκείνο βρισκόταν στο τελευταίο τέταρτο της ζωής του, αποκομμένος από το παρελθόν του. Το παρελθόν που μισούσαν όλοι εκείνοι που τον φώναζαν «Παπατζή», αυτόν που εκπροσωπώντας τους Εγγλέζους, έδεσε το ΕΑΜ σε μια κόλλα χαρτί. Φυσικά, αναφέρομαι στον Γεώργιο Παπανδρέου, τον πατέρα του Ανδρέα.

Έβλεπα μπροστά μου τον μπαρμπα-Μήτσο και σκεφτόμουν όλους αυτούς που κάποτε εκπροσώπησαν την αριστερά και το ελληνικό κίνημα. Άνθρωποι τίμιοι, αγωνιστές. Οι περισσότεροι βασανισμένοι... μα δυσανάλογα μικροί γι’ αυτό που τους έλαχε να κάνουν. Να τα βάλουν με τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία της εποχής. Με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Τον κοιτούσα καλά-καλά, μια και ήξερα πως έβλεπα μπροστά μου κάποιον που αντιπροσώπευε τη ζωντανή ιστορία. Μάλλον κοντός στο ανάστημα, με τα χοντρά γυαλιά. Λίγο πριν το τέλος. Τριάντα χρόνια μετά. Που; Στην άλλη άκρη της γης. Στο Τορόντο. Μια βραδιά που δεν φαινόταν να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα. Και να με, να κάνω ένα σύντομο χαιρετισμό εκ μέρους του Φοιτητικού Συλλόγου των Ελλήνων φοιτητών του Γιορκ. Ήταν το Πανεπιστήμιο που δίδασκε μέχρι λίγο πριν και ο Αντρέας Παπανδρέου. Ούτε θυμάμαι τι είπα. Ακολούθησαν κάνα δύο άλλοι. Και μετά ο Μπάρμπα Μήτσος. Άρχισε να μιλάει: «Σύντροφοι και φίλοι. Σας ευχαριστώ που με καλέσατε εδώ απόψε. Μακριά από την πατρίδα. Σε μια εποχή που αφήνουμε πίσω μας τα μαύρα χρόνια της χούντας...».

Μιλούσε και δυσκολευόταν. Έκλεινε η φωνή του και κάθε λίγο καθάριζε το λαιμό του με ένα χαρακτηριστικό μακρόσυρτο ήχο. Η βραδιά φαινόταν να πηγαίνει ομαλά χωρίς τίποτε το ασυνήθιστο. Εκτός από κάτι περίεργους που είχαν αρχίσει να πλησιάζουν την πίστα. Σιγά σιγά. Σαν τους προσκυνητές. Ή σαν τις Ερινύες. Ήταν δυο τρεις; Τέσσερεις πέντε; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Και μετά, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Σαν σε κινηματογραφική ταινία. Πρώτος ήταν ένας τύπος γύρω στα πενήντα με πενήντα πέντε. Μάλλον συνηθισμένος. Δεν τον έκοβες για κάτι περισσότερο από έναν εργάτη από τους πολλούς που κυκλοφορούσαν στην Ντάνφορτ, το δρόμο των Ελλήνων του Τορόντο. Δεν ξέρω πως βρέθηκε μπροστά από τον Παρτσαλίδη. Στην αρχή σιγά, μετά όλο και πιο δυνατά, άρχισε να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά: «Μπαρμπα-Μήτσο, γιατί υπογράψατε; Μπαρμπα-Μήτσο, γιατί υπογράψατε;» Ξανά και ξανά. Ο τόνος της φωνής του σιγά σιγά έγινε κραυγή. Φαινόταν να υποφέρει. Ή να κρατάει το βάρος χρόνια μέσα του. «Μπαρμπα-Μήτσο, γιατί υπογράψατε;».

Και εμείς να κοιτάμε γύρω σαν χαμένοι. Σαν να μην καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει. Ο τύπος σε λίγο άρχισε να βγάζει τα ρούχα του από τη μέση και πάνω. Η πλάτη του ήταν γεμάτη σημάδια. Σημάδια από παλιά τραύματα. Ουλές πολλαπλές. Φάνηκε πως δεν ήταν μόνος του. Σιγά σιγά τον μιμήθηκαν και άλλοι τέσσερεις πέντε. Έκαναν και έλεγαν τα ίδια. Στον ίδιο δραματικό τόνο. Και καθώς έδειχναν τις ουλές τους επαναλάμβαναν στον ίδιο τόνο το μακάβριο ρεφραίν: «Μπαρμπα-Μήτσο, γιατί υπογράψατε;» Σαν χορωδία βρικολάκων της Ιστορίας. Ο πρώτος άρχισε να δίνει κάποιες εξηγήσεις που μετά βίας ακούγονταν μέσα στην οχλαγωγία. «Μπαρμπα-Μήτσο... Ήμουν λοχαγός του ΕΛΑΣ. Πολέμησα σε τόσες μάχες. Τραυματίστηκα ξανά και ξανά... Και σεις πήγατε και υπογράψατε. Μας βάλατε και παραδώσαμε τα όπλα. Γιατί; Γιατί;»

Ένας ένας έβγαζαν τα πουκάμισα, τις μπλούζες, και έδειχναν τα σημάδια. Χτυπούσαν τα στήθη τους και επαναλάμβαναν: «Πολεμήσαμε για τον ΕΛΑΣ και σεις μας προδώσατε». «Μπαρμπα-Μήτσο, γιατί υπογράψατε;» Αισθανόμασταν όλοι ένα γύρω τόσο αμήχανοι. Σαν να ζωντάνευαν τα φαντάσματα της Ιστορίας μπροστά μας και μας έβγαζαν τη γλώσσα. Και ο μπάρμπα-Μήτσος εκεί, στη μέση. Κατάλοιπο ενός ένδοξου παρελθόντος. Κάπου κάπου να προσπαθεί να ψελλίσει κάτι σαν δικαιολογία. Που δεν ακουγόταν μέσα στην οχλοβοή.

Η βραδιά φαινόταν να πηγαίνει στράφι. Πού βρέθηκαν όλοι αυτοί οι πρώην αντάρτες; Όλοι αυτοί που κάποτε σήκωσαν το κεφάλι σε ολάκερες αυτοκρατορίες. Που είχαν πάρει αμπάριζα όλα τα βουνά και τα λαγκάδια της Ρούμελης και του Μοριά. Πώς βρέθηκαν εκεί; Φαίνεται πως κάποιοι είχαν έρθει μετανάστες . Άλλοι, μάλλον από τις Ανατολικές Χώρες. Αυτές που οι «άλλοι» τις ονόμαζαν «Παραπέτασμα». Δεν έλυσα ποτέ μου το μυστήριο. Και ο μπαρμπα-Μήτσος Παρτσαλίδης να στέκεται εκεί στη μέση και να προσπαθεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Την άνιση αναμέτρηση. Να λέει για όλους αυτούς που έπεσαν πάνω τους. Η φωνή του όμως χανόταν μέσα στην οχλοβοή...

Σε κάποια στιγμή, μέσα στην αναμπουμπούλα, σηκώθηκε ακόμη ένας. Φαινόταν παρόμοιος μα και διαφορετικός. Άρχισε να μιλάει σε ήρεμο και σταθερό τόνο. Στην αρχή δεν ακουγόταν μέσα στη φασαρία. Συνέχισε όμως στον ίδιο τόνο. Φαινόταν να ήξερε από ακροατήρια. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο η βουή άρχισε να καταλαγιάζει και να ακούγεται η φωνή του: «Ήμουν ταγματάρχης του ΕΛΑΣ. Στο σύνταγμα τάδε του ΕΛΑΣ. Έζησα την καλή εποχή. Έζησα και την ήττα. Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει. Έκαναν ό,τι μπορούσαν. Η μάχη όμως ήταν άνιση. Ήταν μια μάχη χαμένη από τα πριν». Συνέχισε σε αυτόν τον τόνο. Σε κάποια στιγμή, πήρε το λόγο και ο μπαρμπα-Μήτσος.

Είπαν πράγματα που δεν θυμάμαι αν τα είπαν ή τα έχω διαβάσει κάπου. Είπαν γι’ αυτά που τους βασάνιζαν χρόνια. Την πίκρα για τους χαμένους συντρόφους. Την αίσθηση να γράφεις την Ιστορία εσύ ο φουκαράς και ο πάντα χαμένος. Τη γεύση του θανάτου. Την πίκρα της ανεκπλήρωτης επανάστασης. Είπαν και ξανάπαν αυτά που ήξερα. Που πίστευα πως έγιναν έτσι. Όλα αυτά που ο στιχουργός τα έβαλε σε μία μόνο γραμμή: «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς, σε άνιση πάλη κι αγώνα».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL