Πέπλα από ηλιαχτίδες

Πέπλα από ηλιαχτίδες

χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο

Ο τρομερός μήνας Αύγουστος... Με την ραστώνη, την διακοπή που δεν είναι ποτέ πέρας, όταν είμαστε μόνοι ακόμα και όταν είμαστε πολλοί μαζί. Και στην οθόνη του μυαλού σου πλάνα από έναν άλλο Αύγουστο, έναν ή περισσότερους; Τους έζησες, τους ονειρεύτηκες ή τους φαντάστηκες; Πόσο διαφορετικά τελικά είναι αυτά όταν πρόκειται για το παρελθόν;

Βλέπεις ίχνη από βήματα στην υγρή άμμο μιας παραλίας, τα αναγνωρίζεις, είναι δικά σου βήματα. Κατευθύνονται προς τα εμπρός, μερικές φορές πάνε πλάγια ή πισωγυρίζουν, άλλες κάνουν μικρούς κύκλους, κάποτε ακόμα και γύρω από το ίδιο σημείο αλλά προχωρούν. Δίπλα τους κατά διαστήματα ίχνη από άλλα βήματα, του ίδιου ή άλλου ανθρώπου; Ποιας ή ποιου;

Και μετά πλάνα από άλλες παραλίες, πάλι με ίχνη από τα βήματα σου, ξανά με εκείνα από κάποια άλλα να είναι κατά διαστήματα δίπλα τους. Παραλίες, η μία μετά την άλλη, κάποιες που δεν είναι καν αμμουδιές αλλά ακόμα και σε αυτές ξέρεις ότι υπάρχουν τα ίχνη από τα βήματα σου, έστω και αν δεν φαίνονται πάνω στα βότσαλα. Τα ίχνη από τα βήματα σου που προχωρούν ώσπου σταματούν ξαφνικά... γιατί μπήκες στη θάλασσα ή επειδή για μιαν ακόμα φορά δεν κατάφερες να φτάσεις τον ήλο, έστω να αγγίξεις το θερμικό αποτύπωμα του στο έδαφος;

κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές

Γιατί όμως να ιχνηλατείς τα ίδια σου τα βήματα στο παρελθόν, πόσο μάταιο μπορεί να είναι αυτό; Τότε συνειδητοποιείς, αν δεν είχε ήδη συμβεί, ότι η ταινία που παρακολουθείς είναι σπονδυλωτή, είχε, έχει και θα έχει πολλά μέρη, καθένα διαφορετικό από το προηγούμενο και το επόμενο μέχρι να φανεί το μεγάλο, το οριστικό the end. Έτσι αποφασίζεις να συνεχίσεις να περπατάς πέρα από το σημείο που σταματούν τα βήματα σου σε μιαν από τις παραλίες ...και σαν με μονοπλάνο βρίσκεσαι σε μιαν άλλη. Δεν την αναγνωρίζεις, την βλέπεις για πρώτη φορά, η άμμος της απάτητη ακόμα. Αρχίζεις να προχωρείς παράλληλα με την ακτή, κοιτάζοντας μία προς την πλευρά της θάλασσας και μία στο βάθος του ορίζοντα όσο σου επιτρέπει ο ήλιος ο οποίος είναι ήδη αρκετά ψηλά, μη ξέροντας αν είναι η λάμψη ή η θερμότητα του που είναι πιο εκτυφλωτική.

Τότε όμως το τοπίο αλλάζει απότομα, μπροστά, πίσω σου, ακόμα και από την πλευρά της θάλασσας. Παντού πέπλα, πέπλα από ηλιαχτίδες να σκεπάζουν τα πάντα αλλά ταυτόχρονα να είναι διαφανή και να μη τα κρύβουν. Πέπλα από ηλιαχτίδες που δεν τυφλώνουν μήτε πυρώνουν αλλά μόνο λάμπουν και ζεσταίνουν όσο ακριβώς χρειάζεται. Αμέτρητα πέπλα που δεν είναι ανάγκη να τα αγγίξεις για να παραμερίσουν, ανοίγουν μόνα τους σε έναν χορό των πέπλων του φωτός. Αποκαλύπτοντας και άλλα και μετά άλλα πέπλα μέχρι που τα τελευταία ανασηκώνονται με την χάρη μιας αντίστροφης υπόκλισης και βλέπεις μιαν άλλη παραλία ...ή ένα δρόμο ή ένα δωμάτιο.

Τα πέπλα αυτά είναι πάντα εκεί, αόρατα το χειμώνα πίσω από τους τοίχους, ορατά το καλοκαίρι και όποτε βρίσκεσαι σε ανοιχτό χώρο αλλά πάντοτε υπαρκτά. Μην τα φοβηθείς, πήγαινε προς το μέρος τους και θα ανοίξουν για εσένα, όχι για να σε πνίξουν αλλά για να σε αγκαλιάσουν, για να σου δώσουν παραμυθία και δύναμη. Για να σε γεμίσουν φως και να σου δείξουν τον δρόμο προς το φως ή όπου βρίσκεται αυτό.

Το έχεις ανάγκη το φως, αυτή τη φορά περισσότερο από ποτέ. Το μόνο που απασχολεί όλους και όλες είναι μια πανδημία που δοκιμάζει όλο τον πλανήτη, μια πανδημία η οποία μεταδίδεται με την επαφή και για αυτό πρέπει οι άνθρωποι να τηρούν αποστάσεις ο ένας από τον άλλο. Όμως τα πέπλα από ηλιαχτίδες δεν μεταδίδουν τίποτα, το πόσο μακριά ή κοντά τους θα κρατηθείς είναι δική σου απόφαση μόνο. Εσύ πάντα πήγαινες κοντά τους και αυτό κάνεις και τώρα. Ένα από αυτά, μετά από διαδοχικά ανοίγματα, σου δείχνει μιαν ακόμα παραλία. Στην άκρη της, κοντά στην θάλασσα, σα να διστάζει αν θα μπει ή όχι, μια σιλουέτα, ένα πρόσωπο τόσο μακρινό που δεν το διακρίνεις καν. Το ξέρεις ή όχι; Θα την γνωρίσεις κάποτε ή μήπως την γνωρίζεις ήδη; Θα δεις κάποτε αυτό το πρόσωπο από κοντά, θα το αγγίξεις, θα το φιλήσεις; Μόνον ο χρόνος το ξέρει αυτό και ο πανδαμάτωρ δεν ανοίγει ποτέ τα χαρτιά του πριν από το τέλος της παρτίδας. Όμως έχεις κάτι να περιμένεις και αυτή η γεμάτη νόημα αναμονή αξίζει περισσότερο από όλα τα εφήμερα «εδώ κα τώρα» του κόσμου.

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;

Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;

Μια σειρήνα ασθενοφόρου σπάει την πρωινή ησυχία της παραλίας, όποια και αν είναι αυτή που βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή. Ένα ακόμα θύμα της πανδημίας που μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο... Υπάρχει όμως και μια άλλη πανδημία, διαχρονική, από την απαρχή της ανθρωπότητας για την οποία δεν ανακαλύφθηκε ποτέ ούτε εμβόλιο ούτε φάρμακο. Για αυτήν κάθε άνθρωπος, αν βέβαια δέχεται ότι υφίσταται και άρα υποφέρει από αυτήν, βρίσκει το φάρμακο ή το αντίδοτο μόνος του. Σκύβεις, σηκώνεις ένα κλαδί που ξέβρασε η θάλασσα και χαράζεις στην υγρή άμμο τα γράμματα ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ. Και μετά ήρεμα, αργά, σταθερά, με ένα χαμόγελο να σου φωτίζει το πρόσωπο απλώνεις το γυμνό πόδι σου και σβήνεις τα πρώτα από αυτά. Έτσι ώστε απομένει το ΕΝΩΣΗ...