Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
18.2°C22.4°C
3 BF 46%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
16.0°C20.2°C
2 BF 40%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
19 °C
18.8°C21.5°C
2 BF 56%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.3°C21.9°C
3 BF 59%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.9°C20.1°C
2 BF 42%
Συρραφές του νησιωτικού σώματος
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Συρραφές του νησιωτικού σώματος

Τέχνη
Τέχνη

ΝΕΝΗ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ, Λέρος. Η γραμματική του εγκλεισμού, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 184

 

Δεν μπορεί να αντισταθεί εύκολα κανείς στην ιδέα ότι το νέο βιβλίο της Νένης Πανουργιά, έρχεται να συμπλακεί με την γενική συγκυρία των τελευταίων χρόνων στο ανατολικό Αιγαίο. Την συγκυρία όχι μόνο της μαζικής μετανάστευσης και της εκρηκτικής της εκδήλωσης στην μεθόριο, αλλά και της στρατιωτικής ανάφλεξης που επωάζεται στα ίδια μέρη και την ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Το βιβλίο της Πανουργιά δίνει ένα ιστορικό και ανθρωπολογικό βάθος σε αυτή την κρίση της μεθορίου, που ξαφνιάζει. Η επικάθηση των διαρκών επιστρωματώσεων της στρατιωτικής ισχύος, της πολιτικής και ψυχικής κυριαρχίας, της υπαγωγής του τοπικού πληθυσμού στις γενικές δομές της αποικιακής και, σήμερα, της παγκοσμιοποιημένης εξουσίας δημιουργεί ένα δυναμικό πεδίο κατανόησης ή απορίας. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε με αυτούς τους όρους την σημερινή κρίση της νοτιοανατολικής Μεσογείου ως κρίση στη σχέση ανάμεσα στην κουλτούρα, τους μηχανισμούς της εξουσίας και την γεωγραφία;

Η Νένη Πανουργιά είναι συγγραφέας με γραφή ευφυή, πολυκύμαντη και -πράγμα σπάνιο- με συγγραφικό οίστρο. Θέτει έτσι το γνωστό ερώτημα, για μία ακόμα φορά, της επιστημοσύνης και της λογοτεχνικότητας, που βεβαίως είναι ερώτημα για να τρέφει τον σκεπτικισμό εκείνων που με το χλιαρό γράψιμό τους περιχαρακώνουν την εκφορά της επιστήμης στη μετριότητα της ακαδημαϊκότητας και της επιστημονικής ορθότητας. Η Πανουργιά ακολουθεί μια θερμή αφηγηματική γραμμή, που συνδέει τεκμήρια, μαρτυρίες, καταθέσεις, αποκαθιστώντας μια νευρώδη εξιστόρηση των διαστρωματώσεων των εξουσιαστικών δομών επάνω σε ένα περιορισμένο γεωγραφικά νησιωτικό χώρο, φτωχό, όπως συνέβαινε πάντα στο Νότο της Μεσογείου. Αυτή η αντίστιξη, ανάμεσα στο μέτρο του τόπου από την μια και τις πολιτισμικές επικαθήσεις στρατηγικής κλίμακας από την άλλη, είναι το μόνιμο μότο που δίνει τον δραματικό τόνο στην αφήγηση της Πανουργιά. Είναι “μια στρωματογραφία του πόνου” όπως λέει η ίδια, η ομιλία για την ιστορία, όχι τόσο σε σχέση με ιστορικά υποκείμενα που ενεργούν όσο με τα υποκείμενα -άρρωστα, εξόριστα, φυλακισμένα, αποστερημένα- που υφίστανται την ιστορία και παθαίνουν. Και βέβαια, αυτή είναι η αρχαία γραμματική του δράματος, διατυπωμένη ρητά από τον Σοφοκλή, στα λόγια του Οιδίποδα, στον Κολωνό, όπου δηλώνει ότι τα έργα του τα έχει πάθει (πεπονθότα) παρά τα έχει κάνει (δεδρακότα) [“Επεί τα γ’ έργα μου πεπονθότ’ εστί μάλλον ή δεδρακότα” 266-267].

Τα παθόντα υποκείμενα, πάντα μέσα στις πλέξεις του dispositif των εξουσιών, στιγμιαία προσωποποιούνται μέσα από τις μαρτυρίες και αποσύρονται για να πάρουν τη σειρά τους άλλα, σε μια αφηγηματική σειρά η οποία υποβάλλει τόσο την συγγραφέα όσο και τον αναγνώστη σε μια διαδικασία “ψυχο-συναίσθησης”, όπως την επικαλείται στο τέλος του βιβλίου η ίδια η συγγραφέας. Μοιάζει να έχει περάσει, και έχει περάσει πολύς καιρός -ένας αιώνας- από την εποχή της μπρεχτικής αποστασιοποίησης αλλά να που η ψυχο-συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη δεν του στερεί αναγκαστικά την κρίση. Η συνομολογία του κακού, μέσα στην ιστορία της Λέρου, δεν μπορεί να τυφλώνει την κρίση και να ζωογονεί μόνο την ενσυναίσθηση. Γι’ αυτό επιμένω: Η Λέρος της Νένης Πανουργιά είναι ένα ζωογόνο λογοτεχνικό και επιστημονικό υπόβαθρο για να δει κανείς σήμερα την περιπέτεια της Μεσογείου, όπως εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας και αποτελούμε μέρος της απωθώντας το.

Αν βάλουμε σε σειρά την αφηγηματική του βιβλίου, μετερχόμαστε της εμπειρίας της αποστερημένης αγροτο-ναυτικής ζωής, γνώριμης για την νότια Μεσόγειο από την προϊστορική εποχή -για να θυμηθούμε τον Μπρωντέλ- και περνάμε στην ιδρυματοποίηση του νησιού σε όλο το χρονικό φάσμα της νεωτερικότητας και με όλες της εκφράσεις της ιδρυματοποίησης: το νησί λιμήν, ναυτική βάση και στρατόπεδο, το νησί φυλακή, το νησί τόπος εξορίας, το νησί ψυχιατρείο, το νησί σχολείο, το νησί στρατόπεδο συγκέντρωσης των σύγχρονων προσφύγων. Όλες αυτές οι συμπαραδηλώσεις της ιδρυματικότητας έχουν κοινή τοπολογική αναφορά στην κυρτή επιφάνεια του νησιού -που απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο- και την καμπύλη επιφάνεια του λιμανιού που εγκολπώνεται κάθε λογής αποικιοποίηση. Σαν μια γεωγραφία των υποδομών με βασικότερη το λιμάνι, το νησί της Λέρου γίνεται ένας ετεροπικός εντοπισμός κάθε λογής υποδομής που απο-υποκειμενοποιεί τα ευάλλωτα υποκείμενα. Με την προσέγγιση της, η συγγραφέας κεφαλαιοποιεί στο μέγιστο βαθμό τον παραδειγματικό χαρακτήρα της Λέρου στον παγκόσμιο χάρτη της νεωτερικότητας. Ένα βιβλίο με ένα τόσο κραταιό θέμα, όπως αυτό της Λέρου, αναμετράται με την συγγραφέα και τη δύναμή της να ανταποκριθεί στο μέγεθος της προκλήσεως.

Αλλά αυτό που συμβαίνει με την Πανουργιά και την κάνει να επικρατεί σε αυτή την αναμέτρηση είναι ότι όλα τα θέματά του, που συγκλίνουν στην ανθρωπολογία της εξουσίασης και του εγκλεισμού, συγκεφαλαιώνουν την επιστημονική έρευνα της συγγραφέως και την πρακτική στην ίδια της τη ζωή, εδώ και δεκαετίες. Η εκπαιδευτική δουλειά της στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με φυλακισμένους της πόλης της Νέας Υόρκης, δεν μπορεί παρά να είναι ένα είδος εγκαρσιότητας (transversality, όρος του Γκουατταρί), έννοιας που διαπερνά και την αναδεικνύει η εργασία της Λέρου. Η γραμματική του εγκλεισμού στην ενεργό εμπειρία της φυλακής και της εκπαίδευσης των φυλακισμένων στην Αμερική δεν μπορεί να είναι μια εξωτερική εμπειρία από αυτήν της έρευνας για τους εγκλείστους της Λέρου.

Το βιβλίο στο σύνολό του διαπερνάται από πολυεπίπεδες μεταφορές του ανθρώπινου σώματος, είτε αναφέρεται στο μοναδικό υποκείμενο του εγκλεισμού, είτε στο συλλογικό της ιδρυματοποίησης είτε ακόμα ενεργοποιεί σωματικές μεταφορές για την υλικότητα της νήσου, με ένα πιθανό απωθημένο μιας ιατρού που έγινε ανθρωπολόγος, και εν τέλει ως ανθρωπολόγος μελετά πάσχοντα σώματα. Αλλά πάνω από όλα, σε μια συγκινητική στιγμή από τις πολλές του βιβλίου, η σωματικότητα διαυγάζεται εκεί “όπου η μάνα αναλαμβάνει την ευθύνη του να διώξει το παιδί της μακριά”. Είναι η ενσωμάτωση του “Τζιβαεριού” στην αφηγηματική του πονεμένου σώματος, έξω και πέρα από το λόγο της ιδρυματοποίησης.

Μια παράξενη πρόγευση και μια παράξενη επίγευση στον μεταβολισμό του βιβλίου προκαλεί η αναφορά στην “Κύρου Ανάβαση” στην αρχή, κατά αναλογία με τις περιπέτειες των σύγχρονων μεταναστών της Ανατολίας, και, προς το τέλος, η αναφορά στην επεισοδιακή παραμονή του Ιούλιου Καίσαρα ως αιχμαλώτου, στο Φαρμακονήσι, μέσα από την περιγραφή του Πλουτάρχου. Και οι δύο αναφορές παραμένουν έως το τέλος ανοικτές και εκκρεμείς σε συσχετισμούς και αναγωγές. Είναι σαν να προοικονομούν μια δυνατότητα, που φαίνεται ότι ακόμα δεν την διαθέτουμε: να γίνει μια συνολική ανάγνωση της ιστορίας, της γεωγραφίας και των ανθρωπολογιών τους, πέρα από τις μεταφυσικές ιδεοληψίες της συνέχειας, σε όλα τα δυνατά διασταυρούμενα επίπεδα γνώσης και πρόσληψης. Πέρα, επίσης, όπως λέει η ίδια η συγγραφέας, από τις γνωστές αναπαραστατικές πρακτικές. Είναι δυνατόν οι τόποι, με τα ονόματά τους, να σκηνοθετούν διηνεκώς την ιστορία τους; Όσο λέγεται έτσι το Φαρμακονήσι θα εμφανίζεται ως φάρμακο και θα είναι το φαρμάκι για τους περαστικούς του κάτοικους;

Η Πανουργιά αναμετριέται θρασέως με το-ακόμα-αδύνατον. Την κάθετη ανάγνωση της ιστορίας ενός τόπου, μιας περιοχής, μιας επικράτειας σαν να έχει μια γενεαλογία, στην οποία διαρκώς υπακούει η ιστορία, σαν να είναι μια “φυσική” μοίρα ανάμεσα σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία, όπως είναι η “μοίρα” των σεισμογενών περιοχών, στην μεθόριο των τεκτονικών πλακών, να απειλούνται διηνεκώς από τον καταστροφικό σεισμό. Η εποχή της ανθρωποκαίνου μας κάνει να σκεφτούμε ότι η γεωλογία, η γεωγραφία και η ιστορία είναι ταυτόσημα γνωσιακά πεδία.

Υπάρχει εν τέλει κάποιο γιατρικό γι’ αυτή την αδυναμία να προσδιοριστεί ο νόμος του ιστορικού πεπρωμένου, τον οποίο υπαινίσσεται και ταυτόχρονα απωθεί η συγγραφέας. Το γιατρικό αυτό, το παυσίπονο, το μοιραζόμαστε εμείς, όλοι. Είναι η συνεχής δυνατότητα για μια τουριστική επίσκεψη στο νησί, το λιόκαμα στις πολυσχιδείς παραλίες του και η απόλαυση της πλούσιας -λένε- γαστριμαργίας του τόπου. Υποθέτω ότι η Νένη Πανουργιά, κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας τα έχει απολαύσει όλα αυτά εξίσου. Και άρα θα μπορούσαμε να περιμένουμε σε ένα επόμενο πόνημά της μια εξήγηση για την επιστροφή του ηδονισμού και της εκλεπτύνσεως σε έναν καταραμένο τόπο.

 

* Ο Ζήσης Κοτιώνης είναι αρχιτέκτων και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL