Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σκόνη
18 °C
14.7°C19.3°C
2 BF 87%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
13 °C
12.0°C13.9°C
0 BF 89%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
16 °C
15.0°C16.6°C
4 BF 76%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
18 °C
17.7°C19.3°C
2 BF 87%
ΛΑΡΙΣΑ
Ομίχλη
12 °C
11.9°C13.0°C
0 BF 100%
Σεπτέμβρης 1922: Το μέτρημα του χρόνου
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Σεπτέμβρης 1922: Το μέτρημα του χρόνου

Κάθε μέρα έδινε τη μάχη. Απ’ το πρωί. Κι όταν λέμε πρωί, γι’ αυτόν άρχιζε σχεδόν απ’ τα χαράματα. Στις πέντε ακριβώς. Λες και ζούσε τις παλιές εκείνες εποχές, πολύ νεότερος στο νησί του, που στις πέντε ακριβώς ξεκινούσε για ψάρεμα.

Μ’ έναν δυνατό καφέ στο χέρι και δρόμο για το λιμανάκι, όπου ήταν αραγμένο το σκαφάκι του. Εξοπλισμένο με ό,τι ακριβώς απαιτούνταν για το σκότωμα της ώρας του. Από πετονιές και παραγάδια, μέχρι και τα χρειώδη για το ψήσιμο ενός καφέ, ή την παρασκευή ενός πρόχειρου γεύματος ή κολατσιού, του «δεκατιανού», αφού το μικρό ψυγειάκι της πλώρης χωρούσε τα πάντα. Και τις σκότωνε ή τις γλένταγε τις ώρες του, μέχρι το μεσημέρι, που γύριζε για φαγητό. Ανεξάρτητα αν το καλάθι του ήταν άδειο ή γεμάτο.

Το θέμα ήταν ο χρόνος. Που του περίσσευε και δεν ήξερε πώς να τον διαχειριστεί. Τι να τον κάνει. Γιατί πάντα το θέμα ήταν ο χρόνος, που φέρνει άλλον χρόνο. Κι άλλοτε έφευγε σαν νερό κι άλλοτε βάλτωνε και δεν έλεγε να ξεκολλήσει.

Τις πρώτες ώρες, του εγκλεισμού του έτους 2020, για να μην πω τις πρώτες μέρες, δεν κατάλαβε τι ακριβώς γινόταν. Ούτε μπορούσε να φαντασθεί πόσο θα κρατούσε η στέρηση της ελευθερίας, που από ακούσια έγινε εκούσια. Όσο περνούσε όμως ο χρόνος, κι όσο αναζητούσε συνεχώς λύσεις και διεξόδους, άρχισε να κατανοεί πως αυτό που έλεγαν κάποιοι επιστήμονες, κυρίως φυσικοί, πως χρόνος δεν υπάρχει, απλώς εμείς νομίζουμε πως διατρέχουμε κάποια χρονική απόσταση, από τη γέννηση ως το θάνατό μας, ήταν σωστό. Κι όταν μίλησε γι’ αυτό στο φίλο του τον Αδάμ, παλιό φυλακισμένο στα χρόνια της Χούντας, τότε άρχισε να καταλαβαίνει.

- Δεν υπάρχει χρόνος φίλε. Αυτό που έζησα στη φυλακή δεν ήταν χρόνος, ήταν ατέλειωτες στιγμές αγωνίας απόγνωσης και ατελέσφορης αναμονής. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν υπάρχει καμιά σχέση, ανάμεσα σ’ αυτόν τον εγκλεισμό και σ’ εκείνον της φυλακής.

Δεν τον έπεισε. Μετρούσε τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες. Αυτά που δεν υπάρχουν. Όμως ο Αδάμ γνώριζε το τέλος, του βίαιου εγκλεισμού του, ενώ γι’ αυτόν η διάρκεια του εγκλεισμού του παρέμενε άγνωστη.

Στις 5.30 είχε πάρει το λιτό πρωινό του και μέχρι τις 5.45 είχε πιει τον πρώτο καφέ του. Κι ύστερα άρχιζε ο οπτικοακουστικός βομβαρδισμός. Ποιο κανάλι να περιγράψει τραγικότερα και πιο επώδυνα την παγκόσμια κατάσταση, ενός κόσμου, ενός πλανήτη δηλαδή, κλεισμένου από παντού, πιασμένου σ’ ένα αόρατο δίχτυ. Κι αυτός να παρακολουθεί τα διάφορα ρολόγια που υπήρχαν γύρω του. Χωρίς πάντοτε να αντιλαμβάνεται αν ήταν πρωί, απόγευμα, μεσημέρι ή μεσάνυχτα. Κι ας είχε στο νου του, πάντα, τον ποιητή Κλείτο Κύρου που είχε γράψει πως

«Τη μέρα που ανακάλυψαν τον χρόνο οι άνθρωποι,

κούρδισαν τα ρολόγια κι άρχισαν να τον κυνηγούν».

Και του ερχόταν στο νου εκείνη ή όμορφη ψηλή κοπέλα, που σε μια περφόρμανς -ανάθεμά τον κι αν ήξερε τι ήταν αυτό- βρισκότανε σε μια γωνιά της αίθουσας, ακίνητη κι αλύγιστη σαν εύζωνας στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, μετρώντας συνεχώς. «Ένα, Δύο, Τρία», και πάει λέγοντας, όπως τα παλιά ρολόγια του τοίχου με το εκκρεμές. Ένα, Δύο, Τρία συνέχεια κι αυτός, μη γνωρίζοντας πότε θα τελειώσει αυτό το μέτρημα του χρόνου, που διέρρεε αόρατος.

Από ένα σημείο και μετά δεν έβλεπε. Μόνο άκουγε. Το ποδοβολητό των εγγονών του, στο κάτω πάτωμα, που του είχαν απαγορεύσει να τα πλησιάζει. Τις αφηνιασμένες μηχανές των αυτοκινήτων, που ανεμπόδιστα έτρεχαν στους έρημους δρόμους, τα μουρμουρητά αδημονίας όλων αυτών που περίμεναν σε μακρόσυρτες αραιές ουρές, στο γειτονικό του ταχυδρομείο, το σούπερ μάρκετ ή το ΑΤΜ να δουν τα υπόλοιπα της φτώχειας τους. Γιατί όσοι είχαν πλεονάσματα πλούτου, δεν είχαν κανένα λόγο να παρακολουθούνε την πορεία τους .

Γι’ αυτούς όμως υπήρχε ο χρόνος, κι ας έλεγαν ό,τι ήθελαν οι φυσικοί. Χρόνος που ισούνταν με τις μέρες που έφταναν αυτά τα υπόλοιπα, να συντηρήσουν τη ζωή τους. Μια ζωή εγκλωβισμένη στο φόβο, την ανέχεια και την απόγνωση, που δεν προοιώνιζε καμιά ελπίδα για οποιασδήποτε μορφής ελευθερία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL