Το κείμενο είναι μέρος της έρευνας που διενεργεί η Προσωρινή Ακαδημία Τεχνών (Δέσποινα Ζευκιλή, Ελπίδα Καραμπά, Γιάννης Παπαδόπουλος, Γλυκερία Σταθοπούλου και καλεσμένοι) στο ΙΣΕΤ
Αυτή τη στιγμή, εν μέσω μιας κρίσης θεσμικής και οικονομικής, νεοσυσταθέντα πληθωρικά ιδρύματα διεκδικούν το δημόσιο χώρο και τη χάραξη της πολιτιστικής πολιτικής και εκπαίδευσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η χρηματοδότηση δεν διαχέεται έτσι ώστε να αναπτυχθεί η καλλιτεχνική παραγωγή στο πεδίο, όπως γίνεται από τους δημόσιους θεσμούς αλλά και από παλιότερες μορφές χρηματοδότησης από ιδρύματα. Αντίθετα, η πολιτική αυτών των μέγα ιδρυμάτων είναι να απορροφούν την πολιτιστική παραγωγή στήνοντας έτσι τη δική τους εταιρική ταυτότητα και επωνυμία, φιλοξενώντας την στους δικούς τους λειασμένους χώρους ή σε χώρους που συνδέονται με μια παραδοσιακή αστική κουλτούρα. Έτσι, και η ίδια η παραγωγή αλλά και ο δημόσιος χώρος νοηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων, με όρους μαζικής ψυχαγωγίας. Με αυτόν τον τρόπο ζητήματα που αφορούν αμφισβητούμενες κοινωνικές ομάδες και πολιτικά αιτήματα σε σχέση με το δημόσιο χώρο ουδετεροποιούνται και εξουδετερώνονται.
Παράλληλα με αυτά προτείνονται εγχειρήματα αντιθεσμικά, όπως το Εμπρός και το Green Park, τα οποία βρίσκουν εκλεκτικές συγγένειες με το ενδιαφέρον του πεδίου και των δρώντων του σε πρακτικές εξωσυστημικές, όπως η κατάληψη. Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, η Κατάληψη του Φωτείνιου (Κτίριο Καλλιτεχνών), η οποία διήρκεσε πάνω από μια δεκαετία (ως τα μέσα της δεκαετίας του '90), αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλούς από τους καλλιτέχνες, καθώς μερίδα τότε φοιτητών αντέδρασε στην υπερσυσσώρευση τους στα εργαστήρια και σε ενοικιαζόμενους χώρους γύρω από το Πολυτεχνείο (ανάλογο αίτημα είχε διατυπωθεί, μέσω κατάληψης και στη σχολή καλών τεχνών της Θεσσαλονίκης μερικά χρόνια νωρίτερα).1 Το Κτίριο Καλλιτεχνών δεν χαρακτηρίζεται από τους πρωτεργάτες του ως μια στοχευμένη συλλογική πρωτοβουλία που αποσκοπούσε στη συστηματική αλλαγή καλλιτεχνικού παραδείγματος. Στη μυθολογία του βαραίνει περισσότερο η φιλοξενία της υποκουλτούρας της εποχής και της παρουσίας εναλλακτικών μορφών της σκηνής.
Οι περιπτώσεις του Εμπρός και του Green Park, είναι κάπως διαφορετικές και σε σχέση με το Φωτείνιο αλλά και αναμεταξύ τους. Εκεί, συσπειρώθηκαν δυνάμεις του πεδίου προκειμένου να παράγουν καλλιτεχνικά πρότζεκτ και να παρουσιαστούν διαλέξεις με σκοπό να αλλάξει το παράδειγμα της πολιτιστικής παραγωγής. Μάλιστα, προσκεκλημένοι εκεί βρέθηκαν μεταξύ άλλων αναγνωρίσιμες φιγούρες του πολιτιστικού, πολιτικού και εκπαιδευτικού μηχανισμού, όπως ο φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν (στο Εμπρός), ο βουλευτής του Σύριζα Κώστας Λαπαβίτσας (στο Green Park), ο καθηγητής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Σταύρος Σταυρίδης (στο Green Park) κ.ά. Κάτι που υποδηλώνει ότι επιχειρείται ίσως μια διαλεκτική σχέση με θεσμικά πλαίσια, παρά τη συστηματική αντίσταση των περισσότερων από τους συμμετέχοντες να αναγνωρίσουν κάτι τέτοιο. Πέρα από τις προθέσεις τους, οι μέχρι τώρα καταλήψεις δεν φαίνεται να κατάφεραν μια ριζική αλλαγή σε νομικό ή πολιτικό επίπεδο, όσον αφορά διεκδικήσεις σχετικά με την ιδιοκτησία, το δημόσιο χώρο, την κατανομή των (πολιτιστικών) αγαθών, την αυτοδιοίκηση, την αποδόμηση των υπαρχουσών ξοφλημένων δομών και ίσως τη συγκρότηση νέων2 (αν και είναι κατανοητό ότι αυτό το τελευταίο ίσως να μην συγκαταλέγεται στους στόχους μιας αντισυστημικής προσέγγισης).
Το ζήτημα που τίθεται δεν είναι ούτε να απορροφηθεί ένας αντιθεσμικός λόγος σε ένα κανόνα της ιστορίας ούτε όμως να απορριφθεί συλλήβδην η ανάγκη ιστορικοποίησης των θεσμικών και αντιθεσμικών αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν το πεδίο. Ακόμη κι αν αυτά τα αντιθεσμικά παραδείγματα δεν επιθυμούν τη θέσμιση, είναι αναγκαίο να οργανωθούν σε ιστορία έτσι ώστε νέες παρόμοιες πρακτικές να μπορούν να αναμετρηθούν και να οριστούν απέναντι σε αυτά.
Το ζήτημα της συλλογικότητας εγείρεται από διαφορετικά εγχειρήματα θεσμικά και αντιθεσμικά και δεν εντοπίζονται οι διαφορές ανάμεσα στα κοινά, τα οποία περιορίζονται σε μια περιεκτική συλλογικότητα σε αντιδιαστολή με μία ανταγωνιστική, με συναρθρώσεις δηλαδή που διαφοροποιούνται ρητά από άλλες.
Ειδικά τώρα, που μεταξύ άλλων έχει αποσαρθρωθεί το κοινό αγαθό της εκπαίδευσης, η αποδόμηση της παραδοσιακής εκπαιδευτικής διαδικασίας, με την έννοια της πραγματικής αμφισβήτησης της αυθεντίας και της πατριαρχικής δομής της γνώσης, είναι προβληματική όταν μένει σε ένα διάχυτο πρόταγμα απομάθησης. Όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη Documenta14, που ενώ υιοθετεί τον τίτλο «Μαθαίνοντας» προτάσσει όρους όπως απομάθηση και aneducation, την ίδια στιγμή που στο επιμελητικό της πρόγραμμα εκδηλώνεται μια τάση σαρωτικής αποδόμησης του νοήματος, ανιστορικότητας και έλλειψης συγκείμενου. Μπορούμε να σκεφτούμε την ιδέα της γνώσης με άλλους όρους προκειμένου να τη διεκδικήσουμε καθώς η προσποίηση της επίθεσης στην καθιερωμένη γνώση και τα μοντέλα της, συχνά οδηγεί τα λιγότερα προνομιούχα μέλη της κοινωνίας σε παραχώρηση δύναμης και οπισθοχώρηση.
Για το λόγο αυτό, το ενδιαφέρον μας για την εκπαιδευτική διαδικασία ως καλλιτεχνικό και όχι μόνο πρόταγμα δεν νοείται ούτε ως μια υπερπλήρωση των ζητημάτων της εκπαίδευσης, ούτε ως μια κίνηση να αντικατασταθεί ο ρόλος άλλων κοινωνικών δομών, ούτε ως μια φιλάνθρωπη προσφορά στους αδύναμους, αλλά ως συμμετοχή στη διεκδίκηση της γνώσης. Η σύσταση ενός προγράμματος καλλιτεχνικής εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η Προσωρινή Ακαδημία Τεχνών (ΠΑΤ), η συμμετοχή στην παραγωγή καλλιτεχνικών έργων μέσα από ερευνητικές διαδικασίες και πρακτικές αρχείων, τα στοχευμένα κοινά έναντι μιας πληθωρικής απεύθυνσης στο μεγάλο ουδέτερο κοινό, η διείσδυση στους υπάρχοντες θεσμούς προκειμένου να συνομιλήσουμε με τους τωρινούς και τους μελλοντικούς δρώντες του πεδίου και τους όρους εργασίας τους, αποτελούν τρόπους διεκδίκησης της γνώσης και της συμμετοχής στη διαδικασία συγκρότησης νέων θεσμών.
Στο πλαίσιο αυτής της εκπαιδευτικής διαδικασίας αντιλαμβανόμαστε και την εκθεσιακή πρακτική ως μηχανισμό, τα έργα τέχνης ως apparatus (dispositif), και μελετάμε καλλιτεχνικά παραδείγματα, τα οποία παράγονται μέσα από αυτές τις διαδικασίες. Από τη δεκαετία του 1990 και τις αρχές του 2000, οι Πάνος Κούρος και Αριστείδης Αντονάς ερευνούν διαλογικές διαδικασίες παραγωγής γνώσης, τη συλλογική καλλιτεχνική ταυτότητα και τους μηχανισμούς της γλώσσας, ενώ ο Βαγγέλης Βλάχος αξιοποιεί αρχειακό υλικό για την μελέτη της πρόσφατης ιστορίας της Ελλάδας προτείνοντας νέους, υποκειμενικούς τρόπους κατανόησης διαφορετικών συμβάντων και εννοιών πέρα από τις επίσημες αφηγήσεις. Αντίστοιχα παραδείγματα συμμετέχουν στην διεύρυνση της έννοιας του μέσου σε μια “μετά-το μέσο” συνθήκη καλλιτεχνικής παραγωγής.
Σταδιακά δημιουργείται ένας λόγος που συνδέεται πιο οργανικά με άλλους λόγους, προκειμένου να απευθυνθούν τα σύνθετα ζητήματα της σύγχρονης συνθήκης. Περιπτώσεις πανεπιστημιακών καθηγητών, όπως ο Γιάννης Σταυρακάκης, συνέδεσαν συστηματικά την πολιτική θεωρία με την τέχνη, παρήγαγαν έναν νέο λόγο και επηρέασαν μία γενιά θεωρητικών και καλλιτεχνών. Στο κλίμα αυτό, το πρόγραμμα “Soft Power Lectures”, το οποίο επιμελήθηκε η ΠΑΤ στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Actopolis παρήγαγε διαλέξεις- έργα που επιχειρούσαν να συλλέξουν και να οργανώσουν την αφήγηση που παράγεται γύρω από την εξωτική Αθήνα της κρίσης και τη δημιουργική ενέργεια. Απευθύνθηκαν προβληματικές γύρω από τις πόλεις της κρίσης, τα υποκείμενα και τα σώματά τους, την εξωτική οπτική της Αθήνας, ως brand name για ποικίλες μορφές επενδύσεων από εταιρείες AirBnB μέχρι την περίοπτη Documenta 14, την ευρωπαϊκή γεωγραφία του πάνω και του κάτω και τις κατασκευές της εθνικής υπερηφάνειας και των συμπλεγμάτων ανωτερότητας και κατωτερότητας, σήμερα πιο επίκαιρα από ποτέ μέσα στο κλίμα του brexit και της ακροδεξιάς στροφής στην Ευρώπη. Σημειώνουμε, επίσης, το παράδειγμα της καλλιτεχνικής και επιμελητικής πρακτικής του Κωστή Σταφυλάκη και την υιοθέτηση στρατηγικών υπερταύτισης και υπονομευτικής κατάφασης για την απογύμνωση εθνικιστικών αφηγήσεων και ιδεολογιών.
Μέσω αυτών και αντίστοιχων πρακτικών με τις οποίες ήρθαμε σε επαφή και με μη προβλέψιμο τρόπο στην έρευνα στο αρχείο του ΙΣΕΤ, επιχειρούμε να συγκροτήσουμε ένα οργανωμένο παράδειγμα και παράλληλα ένα νέο λεξιλόγιο, δοκιμάζοντας μια διαφοροποιημένη σχέση με τους μηχανισμούς της τέχνης (έργο, έκθεση, κείμενο), τα οποία θα διαπραγματεύονται την ιστορία όχι με όρους δραματοποιημένου πένθους και ισοπέδωσης των λεπτών αποχρώσεων των πρόσφατων πολιτικών γεγονότων χάριν ενός συνθηματικού ακτιβισμού. Επιχειρούμε, επίσης, να προσεγγίσουμε το ζήτημα των ταυτοτήτων, τις διάφορες σχέσεις εξουσίας στο εκπαιδευτικό και μη πλαίσιο, την επανεξέταση της πρόσφατης ιστορίας της τέχνης και αιτήματα θέσμισης με νέους όρους. Αυτή η έρευνα- έκθεση αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο αυτού του εγχειρήματος. Το εγχείρημα δεν αφορά μια συνολική, περιεκτική ιστορία της τέχνης, κάτι που είναι ούτως ή άλλως αδύνατο. Δεν υπάρχει μια ιστορία αλλά πολλές και ελπίζουμε αυτή η προσπάθεια να αποτελέσει την αφορμή για να καταγραφούν και άλλες ιστορίες. Στην παρούσα μελέτη φωτίζονται κάποιες όψεις της διαμόρφωσης του πεδίου, οι οποίες συνδέονται με τα ερευνητικά πεδία και την πρακτική των μελετητών, όψεις που δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά και οι οποίες παρέμεναν αρκετά περιθωριακές σε σχέση με μια κυρίαρχη αναπαραστατική, ελληνική και εστιασμένη στο μέσο προσέγγιση. Ελπίζουμε ότι αυτή η όψη θα συμπληρώσει και τις προσεγγίσεις που κυριάρχησαν τις προηγούμενες δεκαετίες και θα τις ανοίξει σε νέες ερμηνείες.
Στις 10 Μαΐου θα εγκαινιαστεί στο ΙΣΕΤ η έκθεση που θα συνδέεται με την έρευνα. Ευχαριστούμε τους Δάφνη Βιτάλη, Βαγγέλη Βλάχο, Χάρις Κανελοπούλου, Πολύδωρο Καρυοφύλλη, Ρεβέκκα Καμχή, Πάνο Κούρο, Μαρία Παπαδημητρίου, Έλενα Παπαδοπούλου, Ρένα Παπασπύρου, Ευτύχη Πατσουράκη, Γιώργο Τζιρτζιλάκη, Θεόφιλο Τραμπούλη, Έλενα Χαμαλίδη, Κώστα Χριστόπουλο, Ελς Χάναπε, για τις συζητήσεις και το υλικό που μας διέθεσαν για την έρευνά μας.
Λεζάντα εικόνας: twothousandrise (περιοχή Μουρτά Πατρών), ΟΜΠΛΟΣ 2017
1 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Θεόφιλος Τραμπούλης, "Το Νέο Θεσμικό", Πεδίο Δράσης Κόδρα, 2011. έκδοση του Δήμου Καλαμαριάς, Θεσσαλονίκη 2011
2 βλ. Σχετικά, Ε. Καραμπά, 2013, “Επανάσταση ή Ρεφορμισμός. Εμπρός Παρακαλώ”, στο Θεσμοί σε Κρίση, Κριτικοί Θεσμοί (Ε. Καραμπά και Π. Κοσμαδάκη επιμ.), AICA Hellas, Αθήνα, σελίδες 208-217