Ιστορία Κανενός

Ιστορία Κανενός

Όταν κάποιος διαβάζει λογοτεχνία, συνδιαλέγεται με την πιθανότητα να διακρίνει ένα πρόσωπο κάπου πίσω από τη σελίδα. Ο συγγραφέας ελλοχεύει, καραδοκεί στη σκιά των λέξεων είτε ως αγαθό πνεύμα είτε ως «κακοποιό στοιχείο», για να παρασύρει τον αναγνώστη και να εδραιώσει μαζί του μια συνθήκη συνενοχής. Αν το απαστράπτον κέντρο της λογοτεχνίας –σε μια απροσδόκητη μα απολύτως καθαγιασμένη συμμαχία– εμπιστεύεται τη χθόνια ακτινοβολία του στην τέχνη της ενέδρας, σ’ αυτήν ακριβώς την ενέδρα δεν καθίσταται πάντα ορατό το πραγματικό πρόσωπο του συγγραφέα, αλλά το πρόσωπο που ο συγγραφέας θα όφειλε να έχει – μια μεταμφίεση σε δολίως αποτελεσματική επικοινωνία με την αλήθεια. Στην περίπτωση του Dickens μπορεί να διακρίνει κανείς ένα πρόσωπο που γελά, με μια υποψία οργής στο γέλιο του, χωρίς ωστόσο καμιά αίσθηση θριάμβου ή μοχθηρία. Είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που πάντοτε μάχεται ενάντια σε κάτι, δίνοντας τις μάχες του ανοιχτά και χωρίς φόβο, το πρόσωπο ενός ανθρώπου που είναι γενναιόδωρα θυμωμένος – με άλλα λόγια, ενός προοδευτικού του 19ου αιώνα, μιας ελεύθερης διάνοιας, ενός τύπου που μισήθηκε εξίσου από όλες τις ελεεινές μικροορθοδοξίες που βγάζουν τις ψυχές των ανθρώπων σε πλειστηριασμό. Η αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης που τον διακατείχε και η ικανότητά του να συμπάσχει με τους κατατρεγμένους ήταν δύο μόνο από τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά ενός συγγραφέα σε σφιχτό εναγκαλισμό με τη ζωή και ταυτοχρόνως σε διαρκή αντιδικία μαζί της: αγαπούσε με ένταση αντιστρόφως ανάλογη του ντετερμινισμού που ενδέχεται να αιτιολογούσε το πάθος, την ίδια στιγμή που ήταν σε θέση να εξορθολογίζει το συναίσθημα προκειμένου να το μετατρέψει σε οργανωμένη δράση που θα αντιμετώπιζε κάθε μορφής αδικία ή παραλογισμό. Γράφοντας συστηματικά για τις επαχθείς συνθήκες διαβίωσης των κατώτερων τάξεων –την πείνα, την εξαθλίωση, την έλλειψη παιδείας, την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, τις «έκπτωτες» γυναίκες, τη βία, το έγκλημα, τις απάνθρωπες μεθόδους σωφρονισμού και καταστολής– εξέθετε σε κοινή θέα την κακοραμμένη φόδρα του βικτωριανού ταφτά, καταδεικνύοντας το αβυσσαλέο χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών και διατυπώνοντας έτσι ένα αίτημα βαθιά επαναστατικό στην ουσία του, αφού υπονόμευε την έννοια του κεφαλαίου και δοκίμαζε να επανεδραιώσει την πίστη στις δυνατότητες του ανθρώπου και στον ίδιο τον άνθρωπο ως αντικειμενική και αδιαπραγμάτευτη αξία.

«Τα βιβλία του κυρίου Dickens μου αρέσουν περισσότερο από τα δικά σου, μπαμπά» – αυτή ήταν η θαρραλέα δήλωση μιας από τις κόρες της οικογένειας Thackeray. Δεν έχουμε επαρκή γνώση του ψυχαναλυτικού παρασκηνίου μεταξύ της νεαρής δεσποινίδας Thackeray και του αξιοσέβαστου, από κάθε άποψη, μυθιστοριογράφου πατρός της. Ίσως της απαγόρευσε να παραστεί σε κάποιο χορό ή αποδοκίμασε το φλερτ μ’ έναν επίδοξο μνηστήρα που θεωρούσε ακατάλληλο. Ή ίσως, αντιθέτως, εκείνη είχε αρχίσει πια να κουράζεται και να δυσανασχετεί με το ατέρμονο πανηγύρι της ματαιοδοξίας που εκτυλισσόταν στα βικτωριανά σαλόνια (και που εκβάλλει, απαράλλαχτο στον πυρήνα του, στο σήμερα, απλώς σε ελαφρώς παραλλαγμένο ντεκόρ – για να μην αποτελεί αναχρονιστική παραφωνία στην μεταμοντέρνα μας παρακμή). Μπορεί πάλι –ποιος ξέρει– να της άρεσε στ’ αλήθεια ο Dickens. Το αφήγημά του που ακολουθεί είναι ένα μόνο από τα πολλά που ενδέχεται να εξηγούσαν το γιατί.

Ε. Κ.

Charles Dickens

Ζούσε στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού με βαθιά νερά, που κυλούσε πάντοτε σιωπηλά προς έναν αχανή ανεξερεύνητο ωκεανό. Κυλούσε από τις απαρχές του κόσμου. Η κοίτη του είχε εκτραπεί κάποιες φορές προς καινούργια κανάλια, αφήνοντας τα παλιά αποξηραμένα και άδεια˙ όμως η ροή του δεν είχε διακοπεί ποτέ και θα συνεχιζόταν ώς την κατάργηση του Χρόνου. Τίποτα δεν αντιστεκόταν σ’ αυτή την ισχυρή, ανυπολόγιστη ροή. Κανένα ζωντανό πλάσμα, ούτε λουλούδι, ούτε φύλλο, ούτε θραύσμα έμψυχης ή άψυχης ύπαρξης δεν απέκλινε ποτέ από τον ανεξερεύνητο ωκεανό. Το ρεύμα του ποταμού κινούνταν ανεμπόδιστα προς τα εκεί˙ και το ρεύμα δε σταματούσε ποτέ, όχι περισσότερο απ’ όσο η Γη σταματά την περιστροφή της γύρω από τον ήλιο.

Ζούσε σε μια πολυσύχναστη περιοχή και δούλευε πολύ σκληρά για να επιβιώνει. Δεν είχε καμιά ελπίδα να γίνει ποτέ αρκετά πλούσιος ώστε να ζήσει για ένα μήνα τουλάχιστον χωρίς σκληρή δουλειά, ήταν ωστόσο αρκετά ικανοποιημένος –μάρτυς του ο Θεός– ώστε να κοπιάζει πρόθυμα και με χαρωπή διάθεση. Ανήκε σε μια πολυμελή οικογένεια, της οποίας οι γιοι και οι κόρες κέρδιζαν το ψωμί τους με καθημερινή εργασία, που εκτεινόταν πολλές φορές από τα χαράματα έως αργά τη νύχτα. Πέρα από αυτή την προδιαγεγραμμένη συνθήκη δεν είχε καμιά προοπτική, ούτε αναζητούσε καμιά.

Τη γειτονιά όπου έμενε την τάραζε συχνά πληθώρα από τυμπανοκρουσίες και λογύδρια˙ αλλά εκείνος δεν είχε καμία σχέση με όλ’ αυτά. Οι συγκρούσεις και η οχλοβοή προέρχονταν από την οικογένεια των Επιφανών, για τις αναρίθμητες δραστηριότητες της οποίας έτρεφε μεγάλο θαυμασμό. Έστησαν τα πιο παράξενα αγάλματα, από σίδερο, μάρμαρο, χαλκό και μπρούντζο έξω από την πόρτα του˙ και μουτζούρωσαν την πρόσοψη του σπιτιού του με άξεστες εικόνες αλόγων. Αναρωτιόταν για τη σημασία όλων αυτών, χαμογελούσε με τον αδρό, καλοδιάθετο τρόπο του και συνέχιζε τη σκληρή δουλειά.

Η οικογένεια των Επιφανών (αποτελούμενη από τους πιο επιβλητικούς ανθρώπους που ενδημούσαν τριγύρω και τους πιο θορυβώδεις) είχε αναλάβει να τον απαλλάξει από τον κόπο να σκέφτεται για τον εαυτό του, όπως επίσης να τον διαχειρίζεται και να διευθετεί τις υποθέσεις του. «Γιατί, καθώς βλέπετε», είπε, «διαθέτω ελάχιστο χρόνο˙ και αν θα είχατε την καλοσύνη να με φροντίσετε με αντάλλαγμα τα χρήματα που πληρώνω» –μια και η οικογένεια των Επιφανών δεν ήταν υπεράνω των χρημάτων του–, «θα μου έφευγε ένα βάρος και θα σας ήμουν υπόχρεος, αφού θεωρώ ότι εσείς ξέρετε καλύτερα». Και κάπως έτσι προέκυψαν οι τυμπανοκρουσίες και τα λογύδρια και οι απεχθείς εικόνες των αλόγων που έπρεπε να πέφτει στα γόνατα και να λατρεύει.

«Δεν τα καταλαβαίνω όλ’ αυτά», είπε, τρίβοντας μπερδεμένος το αυλακωμένο φρύδι του. «Αλλά ίσως υπάρχει ένα νόημα, αρκεί να μπορούσα να το βρω».

«Το νόημα», απάντησε η οικογένεια των Επιφανών στον απόηχο των λόγων του, «το νόημα είναι τιμή και δόξα στον μέγιστο βαθμό, σ’ αυτούς με τη μέγιστη αξία».

«Α!» είπε. Και χάρηκε με την απάντηση.

Όταν όμως διέτρεχε με το βλέμμα τις εικόνες από σίδερο, μάρμαρο, χαλκό και μπρούντζο, αδυνατούσε να εντοπίσει ανάμεσά τους την εικόνα ενός απολύτως αξιέπαινου συμπατριώτη του που τύγχανε να είναι γιος ενός εμπόρου μαλλιού, ή οποιουδήποτε άλλου συμπατριώτη του με παρόμοια καταγωγή. Δεν έβρισκε κανέναν από τους ανθρώπους που η γνώση τους είχε σώσει τον ίδιο και τα παιδιά του από μια τρομερή παραμορφωτική ασθένεια, που το θάρρος τους είχε απελευθερώσει τους προγόνους του απ’ το καθεστώς δουλοπαροικίας, που η σοφή τους προδιάθεση είχε διανοίξει τον ορίζοντα μιας νέας και ανώτερης ύπαρξης στους περιφρονημένους και στους ταπεινούς και που η ικανότητά τους είχε γεμίσει τον κόσμο του, αυτόν της εργατικής τάξης, με συσσωρευμένα θαύματα. Αντιθέτως, βρήκε άλλους που δε φημίζονταν για τις καλές τους πράξεις, και άλλους που ήταν γνωστοί για τις χειρότερες.

«Χμ», είπε. «Δεν το καταλαβαίνω».

Κι έτσι πήγε σπίτι και κάθισε πλάι στο τζάκι του για ν’ αποδιώξει αυτές τις σκέψεις απ’ το μυαλό του.

Το τζάκι του ήταν σβηστό, μαυρισμένο από υπολείμματα στάχτης και αποκαΐδια˙ όμως για κείνον ήταν ένα μέρος πολύτιμο. Τα χέρια της γυναίκας του είχαν σκληρύνει απ’ τον μόχθο και ήταν πρόωρα γερασμένη˙ αλλά εκείνος την αγαπούσε. Τα παιδιά του, καθυστερημένα στην ανάπτυξή τους, καχεκτικά, έφεραν όλες τις ενδείξεις υποσιτισμού˙ μα στα μάτια του ήταν όμορφα. Πάνω απ’ όλα, υπήρχε μια ειλικρινής επιθυμία στην ψυχή αυτού του ανθρώπου τα παιδιά του να διδαχθούν. «Κι αν στην προσπάθειά μου να μάθω», είπε, «έχω κάποιες φορές παραπλανηθεί, αυτά τουλάχιστον ας έχουν την ευκαιρία να μάθουν καλύτερα και ν’ αποφύγουν τα δικά μου λάθη. Αν για μένα είναι δύσκολο να καρπωθώ τα οφέλη από την ευχαρίστηση και τις διδαχές που κρύβονται στα βιβλία, ας είναι ευκολότερο γι’ αυτά».

Όμως η οικογένεια των Επιφανών ξέσπασε σε βίαιες εσωτερικές διαμάχες ως προς το τι ήταν νόμιμο να διδαχθούν τα παιδιά αυτού του ανθρώπου. Κάποια μέλη της οικογένειας επέμεναν σε μια συγκεκριμένη παράμετρο ως την πλέον βασική και αναγκαία˙ άλλα μέλη προέκριναν διαφορετικές παραμέτρους έναντι των υπολοίπων˙ και η οικογένεια των Επιφανών διασπάστηκε σε φατρίες, έγραψε φυλλάδια, συγκάλεσε συνόδους, εξαπέλυσε κατηγορίες, επιδόθηκε σε ρητορείες και σε κάθε είδους κηρύγματα˙ στρίμωξαν οι μεν τους δε σε λαϊκά και εκκλησιαστικά δικαστήρια˙ εκτόξευσαν λάσπη, γρονθοκόπησαν αλλήλους και κυλίστηκαν μαζί στον βόρβορο μιας ακατάληπτης εχθρότητας. Στο μεταξύ, αυτός ο άνθρωπος, στη σύντομη ραστώνη του κάθε βράδυ πλάι στο τζάκι, είδε τον δαίμονα της ‘Αγνοιας να αναδύεται και να αρπάζει τα παιδιά του για λογαριασμό του. Είδε την κόρη του να εκφυλίζεται σε μοχθηρό, βρόμικο δουλικό˙ είδε τον γιο του να κατρακυλά στις ατραπούς του χαμερπούς αισθησιασμού, ώς τη βία και το έγκλημα˙ είδε τη λάμψη της ευφυίας που ανέτελλε στα μάτια των μωρών του να μεταλλάσσεται σε πανουργία και καχυποψία, τόσο που σχεδόν ευχήθηκε να ήταν εξαρχής καταδικασμένα στη βλακεία.

«Ούτε τώρα καταλαβαίνω τι γίνεται», είπε˙ «αλλά νομίζω ότι δεν μπορεί να είναι σωστό. Όχι, μα τον Ουρανό, διαμαρτύρομαι γι’ αυτό σαν να έφταιγα ο ίδιος!»

Ανακτώντας την ψυχραιμία του (γιατί τα πάθη του συνήθως δεν είχαν διάρκεια και ήταν από τη φύση του ήρεμος άνθρωπος), αναλογίστηκε την κατάστασή του τις Κυριακές και τις αργίες και διαπίστωσε πόσο εύκολο ήταν, λόγω της μονοτονίας και της εξάντλησης, να γλιστρήσει κανείς στον αλκοολισμό με όλες τις καταστροφικές του συνέπειες. Τότε προσέφυγε στην οικογένεια των Επιφανών και είπε: «Είμαστε άνθρωποι του μόχθου, κι έχω την υποψία ότι εμείς οι άνθρωποι του μόχθου, απ’ όποια συνθήκη κι αν προήλθαμε –που τη δημιούργησε μια διάνοια ανώτερη από τη δική σας, όπως μου επιτρέπει η φτωχή μου αντίληψη να καταλάβω–, χρειαζόμαστε ψυχαγωγία και αναψυχή. Δείτε τι μπορεί να μας συμβεί όταν στερούμαστε αυτή τη δυνατότητα. Ελάτε λοιπόν! Δείξτε μου κάτι, δώστε μου μια ακίνδυνη διασκέδαση, επινοήστε για μένα μια διαφυγή!»

Όμως τώρα η οικογένεια των Επιφανών περιέπεσε σε μια οχλοβοή απολύτως εκκωφαντική. Όταν ορισμένες ελάχιστες φωνές, που μόλις και μετά βίας ακούστηκαν, πρότειναν να του δείξουν τα θαύματα του κόσμου, το μεγαλείο της δημιουργίας, τις μεταβολές του χρόνου, τις λειτουργίες της φύσης και την ομορφιά της τέχνης –να του τα δείξουν σε οποιαδήποτε περίοδο της ζωής του, υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν σε θέση να τα δει και να στοχαστεί πάνω σ’ αυτά–, προκλήθηκαν στους κόλπους της οικογένειας τόση μανία και αναταραχή, τόσα κηρύγματα και συλλογές υπογραφών, τόσες κενολογίες και φληναφήματα, τόσες ανταλλαγές ύβρεων και λασπολογίες, τέτοια σαρωτική θύελλα κοινοβουλευτικών ερωταποκρίσεων, που ο ταλαίπωρος άνθρωπος έμεινε εμβρόντητος, να κοιτάζει ολόγυρα με αλαφιασμένα μάτια.

«Εγώ τα προκάλεσα όλ’ αυτά», αναρωτήθηκε, με τα χέρια στα καταπονημένα αυτιά του, «διατυπώνοντας απλώς ένα αθώο αίτημα που προέκυψε από την εμπειρία μου και που υποστηρίζεται από μια γνώση κοινή σε όλους όσοι επιλέγουν να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά; Δεν καταλαβαίνω και δεν με καταλαβαίνουν. Τι να επιφυλάσσει άραγε το μέλλον όταν είναι έτσι η κατάσταση;»

Ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του, διερωτώμενος συχνά γι’ αυτά τα ίδια ζητήματα, όταν άρχισε να διαδίδεται το νέο ότι είχε ξεσπάσει πανούκλα μεταξύ των εργατών και τους αφάνιζε κατά χιλιάδες. Προσπαθώντας να εξακριβώσει τι συνέβαινε, σύντομα διαπίστωσε ότι ήταν αλήθεια. Οι ετοιμοθάνατοι και οι νεκροί συνωστίζονταν ανακατεμένοι στα κλειστά και μολυσμένα σπίτια, όπου είχε κυλήσει όλη του η ζωή. Ένα καινούριο δηλητήριο διαπότιζε την πάντοτε σκοτεινή, πάντοτε αποκρουστική ατμόσφαιρα. Υγιείς και φιλάσθενοι, ηλικιωμένοι, βρέφη και γονείς, όλοι αρρώσταιναν εξίσου και πέθαιναν χωρίς διάκριση.

Τι διεξόδους είχε; Παρέμεινε εκεί που βρισκόταν, βλέποντας τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα να πεθαίνουν. Ένας ευγενικός ιεροκήρυκας τον πλησίασε, και θα είχε μοιραστεί μαζί του μερικές προσευχές για να κατευνάσει την καρδιά του μέσα στη σκοτεινιά, αλλά εκείνος απάντησε:

«Τι όφελος έχει, ιεροκήρυκα, να έρχεσαι σε μένα, έναν άνθρωπο καταδικασμένο να ζει σ’ ένα τέτοιο βρομερό μέρος, όπου κάθε αίσθηση που μου πιστώθηκε με προορισμό την ευχαρίστηση μετατρέπεται σε μαρτύριο και όπου κάθε λεπτό της μετρημένης μου ζωής βαλτώνει στο σωρό κάτω απ’ τον οποίο κείτομαι καταπλακωμένος; Όμως δώσε μου μια φευγαλέα ματιά του Παραδείσου, μια χαραμάδα απ’ το φως και τον αέρα του˙ δώσε μου καθαρό νερό˙ βοήθησέ με να είμαι καθαρός˙ φώτισε τούτη τη βαριά ατμόσφαιρα και τη βαριά ζωή, μες στην οποία το πνεύμα μας βουλιάζει και γινόμαστε τα αδιάφορα και αναίσθητα πλάσματα που τόσο συχνά βλέπεις˙ οδήγησε, με καλοσύνη και τρυφερότητα, τα σώματα αυτών που πεθαίνουν ανάμεσά μας, έξω από τα μικρά δωμάτια, μες στα οποία είμαστε τόσο εξοικειωμένοι με τη φρικτή αλλοτρίωση του θανάτου, ώστε κάθε ιερότητά του να είναι για μας χαμένη˙ και τότε, Δάσκαλε, θα ακούσω –κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από σένα, με πόση προθυμία–, θα ακούσω Αυτόν που οι σκέψεις του ήταν τόσο κοντά στους φτωχούς και που τόσο συνέπασχε με την ανθρώπινη δυστυχία!»

Βρισκόταν ξανά στη δουλειά του, λυπημένος και μόνος, όταν ο Αφέντης του ήρθε και στάθηκε κοντά του ντυμένος στα μαύρα. Είχε κι εκείνος υποφέρει πολύ. Είχε χάσει τη γυναίκα του – την όμορφη, καλή, νεαρή του σύζυγο, καθώς επίσης και το μοναδικό του παιδί.

«Αφέντη, είναι δύσκολο να το αντέξει κανείς –το ξέρω–, αλλά πρέπει να βρεις παρηγοριά. Θα σε παρηγορούσα εγώ ο ίδιος, αν μπορούσα».

Ο Αφέντης τον ευχαρίστησε από καρδιάς, ωστόσο είπε: «Αχ, εσείς οι εργάτες! Η συμφορά ξεκίνησε ανάμεσά σας. Αν είχατε πιο υγιεινές και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, δεν θα ήμουν μεταξύ των πενθούντων σήμερα».

«Αφέντη», απάντησε ο άλλος κουνώντας το κεφάλι του, «άρχισα κάπως να καταλαβαίνω κι εγώ ότι οι περισσότερες συμφορές, σαν κι αυτή, από μας θα προέρχονται κι ότι καμιά δεν θα σταματήσει στο κατώφλι μας μέχρις ότου ενωθούμε μ’ αυτή τη σπουδαία οικογένεια που διαρκώς φιλονικεί εκεί πέρα και πράξουμε ό,τι είναι σωστό. Δεν μπορούμε να ζήσουμε υγιεινά και αξιοπρεπώς, παρεκτός αν αυτοί που ανέλαβαν να μας διαχειρίζονται μας παράσχουν τα μέσα. Δεν μπορούμε να εκπαιδευτούμε, παρεκτός αν μας εκπαιδεύσουν˙ δεν μπορούμε να ψυχαγωγηθούμε εύλογα, παρεκτός αν μας ψυχαγωγήσουν˙ δεν μπορούμε παρά να έχουμε κάποιους δικούς μας ψεύτικους θεούς, όσο εκείνοι επιβάλλουν τόσους από τους δικούς τους σε όλους τους δημόσιους χώρους. Οι ολέθριες συνέπειες της ατελούς εκπαίδευσης, οι ολέθριες συνέπειες της εγκληματικής αμέλειας, οι ολέθριες συνέπειες της αφύσικης καταστολής και η άρνηση των εξανθρωπισμένων απολαύσεων, όλες θα προκύψουν από μας και καμιά δεν θα σταματήσει μ’ εμάς. Θα εξαπλωθούν ευρέως. Πάντα έτσι γίνεται˙ πάντα έτσι γινόταν – όπως ακριβώς η πανούκλα. Ώς εκεί τουλάχιστον, επιτέλους καταλαβαίνω, νομίζω».

Αλλά ο Αφέντης είπε ξανά: «Αχ, εσείς οι εργάτες! Πόσο σπάνια ακούμε τη φωνή σας, εκτός κι αν σχετίζεται με κάποιο πρόβλημα!»

«Αφέντη», απάντησε εκείνος, «είμαι ο Κανένας, άρα είναι ελάχιστα πιθανό να με ακούσει ο οποιοσδήποτε (και ελάχιστα επιθυμητό, ίσως), εκτός και αν στ’ αλήθεια υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Όμως ποτέ δεν ξεκινάει με μένα και ποτέ δεν μπορεί να τελειώσει με μένα. Με τον ίδιο τρόπο που ο Θάνατος, που προέρχεται από μένα, με παίρνει μαζί του».

Ήταν τόσο λογικά αυτά που είπε, ώστε η οικογένεια των Επιφανών, μόλις το αντιλήφθηκε, και τρομοκρατημένη από την πρόσφατη καταστροφή, αποφάσισε να ενώσει τις δυνάμεις της μαζί του για να πράξουν ό,τι ήταν σωστό – τουλάχιστον όσον αφορούσε στην άμεση πρόληψη παρόμοιας επιδημίας. Αλλά καθώς ο φόβος τους υποχώρησε –κάτι που συνέβη πολύ σύντομα–, επέστρεψαν στις αναμεταξύ τους έριδες και στην οικεία τους αδράνεια. Ως φυσική συνέπεια, η μάστιγα επανεμφανίστηκε και εξαπλώθηκε με την ίδια εκδικητική μανία, σαρώνοντας στο πέρασμά της κι έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό από τα ερίζοντα μέλη της αξιοσέβαστης τάξης τους. Όμως ούτε ένας ανάμεσά τους δεν παραδέχτηκε ποτέ, στον βαθμό που η αντίληψή του του επέτρεψε να το συλλάβει, ότι έφερε το παραμικρό μερίδιο ευθύνης.

Έτσι ο Κανένας έζησε και πέθανε, όπως ορίζει η παράδοση˙ και αυτή είναι, μέσες-άκρες, στο σύνολό της η ιστορία του.

Θα με ρωτήσετε, δεν είχε όνομα; Ίσως το όνομά του ήταν Λεγεών. Μικρή σημασία έχει ποιο ήταν το όνομά του. Ας τον αποκαλέσουμε Λεγεών.

Αν βρεθήκατε ποτέ στα βελγικά χωριά κοντά στο Βατερλώ, θα προσέξατε, ίσως, σε μια απόμερη μικρή εκκλησία, ένα μνημείο που ανεγέρθηκε –από πιστούς συντρόφους στα όπλα– στη μνήμη του Συνταγματάρχη Α, του Ταγματάρχη Β, των Λοχαγών Γ, Δ και Ε, των Υπολοχαγών ΣΤ και Ζ, των Σημαιοφόρων Η, Θ και Ι, επτά υπαξιωματικών και εκατόν τριάντα οπλιτών που έπεσαν στο πεδίο της μάχης εκείνη την αξιομνημόνευτη μέρα. Η ιστορία του Κανενός είναι η ιστορία όλων των οπλιτών επί γης. Έχουν το μερίδιό τους στη μάχη˙ διαδραματίζουν ρόλο στη νίκη˙ πεθαίνουν˙ δεν αφήνουν καμιά υπόμνηση της ύπαρξής τους παρά μόνο μέσα σ’ ένα ανώνυμο πλήθος. Η νικηφόρα προέλαση των πιο περήφανων από εμάς είναι ο σίγουρος δρόμος για τον σκονισμένο τους χαμό. Ας τους σκεφτούμε αυτό τον χρόνο πλάι στο χριστουγεννιάτικο τζάκι και ας μην τους ξεχάσουμε όταν σβήσει η φωτιά.

Μετάφραση: Ευαγγελία Κουλιζάκη