Οκτώ δεκαετίες πριν, όταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες εγκατέλειπαν την ινδική υποήπειρο τραβώντας μια γραμμή στα ανατολικά της και χωρίζοντάς τη σε δύο εδαφικά όμορα κράτη, την Ινδία και το Πακιστάν, άφηναν μια «εκκρεμότητα» πίσω τους που έμελλε να στοιχειώσει τη σχέση των νεόκοπων γειτόνων: η διένεξη για την ορεινή λωρίδα γης που ακούει στο όνομα Κασμίρ περιμένει ακόμη τη διευθέτησή της. Το Κασμίρ δεν φαίνεται να ξεφεύγει από τη μοίρα της γης που διεκδικείται από έθνη που προβάλλουν ιστορικά δικαιώματα στον ίδιο ζωτικό, εδαφικό χώρο. Στη Μέση Ανατολή η γη αυτή λέγεται Παλαιστίνη για τους Άραβες, Ισραήλ για τους Εβραίους. Μέχρι η πλάστιγγα της Ιστορίας να γείρει προς μια αμοιβαία αποδεκτή και λειτουργική λύση, η ανατροφοδοτούμενη σύγκρουση θα πηγαίνει από έξαρση σε ύφεση και το αντίθετο. Παλιότερα, η Δυτική Σαχάρα ήταν μήλο της έριδας ανάμεσα σε Ισπανία, Μαρόκο, Μαυριτανία και στους αυτόχθονες του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου Πολισάριο. Ακόμη παλιότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η Μπιάφρα, μια θνησιγενής αποσχιστική οντότητα στο νοτιοδυτικό τμήμα της Νιγηρίας, πλούσια σε πετρέλαιο, διεκδικήθηκε με μένος από αντίπαλες εθνοθρησκευτικές και πολιτικές φατρίες που ήρθαν στο προσκήνιο μετά το τέλος της αγγλικής αποικιοκρατίας προκαλώντας έναν άγριο, πολύνεκρο εμφύλιο. Μια εθνοτική-εδαφική σύγκρουση που αποτυπώθηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο μέσα από συγκλονιστικές εικόνες πεινασμένων και σκελετωμένων παιδιών, συνέπεια του αποκλεισμού που είχαν επιβάλει οι δυνάμεις της κεντρικής κυβέρνησης στους αποσχιστές της Μπιάφρα.
Μια λωρίδα γης
Τα τελευταία χρόνια το Κασμίρ των 222.200 τετραγωνικών χιλιομέτρων στα βορειοδυτικά της Ινδίας «δίνει» όλο και πιο συχνά θερμά επεισόδια ανάμεσα στην ίδια και στο Πακιστάν κι ας είναι μια ορεινή, αποκομμένη λωρίδα γης. Τα βόρεια και δυτικά τμήματά του διοικούνται από το Πακιστάν και περιλαμβάνουν τρεις περιοχές, το Αζάντ Κασμίρ, το Γκιλγκίτ και το Μπαλτιστάν, με τα δύο τελευταία να αποτελούν μέρος μιας ενιαίας διοικητικής περιφέρειας που ονομάζεται Γκιλγκίτ-Μπαλτιστάν. Από την Ινδία διοικούνται τα νότια και νοτιοανατολικά τμήματα, το Τζαμού και Κασμίρ και το Λαντάκ, τα οποία ήταν αυτόνομα αλλά ουσιαστικά προσαρτήθηκαν στην ινδική επικράτεια το 2019. Τα τμήματα που διοικούνται από την Ινδία και το Πακιστάν χωρίζονται με τη λεγόμενη «γραμμή ελέγχου», η οποία συμφωνήθηκε από τις δύο χώρες το 1972, αλλά έκτοτε καμιά τους δεν την αναγνωρίζει ως διεθνές σύνορο. Επιπλέον, η Κίνα με τη σειρά της πρόβαλλε εδαφικές αξιώσεις στο Κασμίρ από τη δεκαετία του 1950 και μετά τον σύντομο σινοϊνδικό πόλεμο του 1962 ελέγχει de facto το βορειοανατολικό τμήμα του Λαντάκ, που ονομάζεται Ακσάι Τσιν, και είναι το ανατολικότερο τμήμα της περιοχής.
Ανησυχητική ακολουθία
Η κλιμάκωση της ιστορικής ινδοπακιστανικής αντιπαράθεσης φαίνεται πως ακολουθεί κι αυτή το γενικότερο μοτίβο όξυνσης των γεωπολιτικών εντάσεων παγκοσμίως. Αλλεπάλληλες συγκρούσεις στα όρια της ανοιχτής στρατιωτικής αναμέτρησης συνθέτουν μια άκρως ανησυχητική ακολουθία. Αν μη τι άλλο, τα δύο εμπλεκόμενα μέρη διαθέτουν πυρηνικά οπλοστάσια. Το SIPRI, το έγκυρο Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο της Στοκχόλμης για την Ειρήνη, εκτιμά πως η Ινδία διαθέτει σήμερα από 80 έως 100 πυρηνικές κεφαλές, ενώ το Πακιστάν από 90 έως 110. Ειδικοί στους πυρηνικούς εξοπλισμούς θεωρούν πως το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισλαμαμπάντ θα ξεπεράσει τις 200 κεφαλές στα επόμενα πέντε χρόνια. Παράλληλα, το Πακιστάν ενισχύει τους στρατιωτικούς δεσμούς του με τη Κίνα, η οποία έχει καταστεί σήμερα ο σημαντικότερος προμηθευτής του σε εξελιγμένα οπλικά συστήματα. Για δύο πυρηνικές δυνάμεις με συνολικά πάνω από 200 κεφαλές στα χέρια τους και με ανοιχτούς λογαριασμούς στα «τεφτέρια» τους μια κλιμακούμενη κρίση και μια πιθανή ολομέτωπη στρατιωτική αναμέτρηση μπορεί να πυροδοτήσουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις που μόνο η φαντασία ενός συγγραφέα είναι ικανή να συλλάβει.
Η τελευταία κλιμάκωση ήρθε ως αποτέλεσμα της πολύνεκρης βομβιστικής επίθεσης του περασμένου μήνα εναντίον γκρουπ Ινδών τουριστών στο Παχαλγκάμ, στο υπό ινδική διοίκηση Κασμίρ. Στις 25 Απριλίου 26 ανυποψίαστοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ένα γεγονός που προκάλεσε σοκ και εξόργισε το Νέο Δελχί. Την ευθύνη ανέλαβε το Μέτωπο Αντίστασης, ένα παρακλάδι της οργάνωσης Λασκάρ-ε-Τάιμπα, η οποία έχει τις βάσεις της στο Πακιστάν. Η Ινδία κατηγόρησε για άλλη μια φορά την πακιστανική κυβέρνηση πως υποστηρίζει τρομοκράτες επικαλούμενη την εμπλοκή στην επίθεση του Χασίμ Μούσα, ενός πρώην αξιωματικού των πακιστανικών ειδικών δυνάμεων. Η κυβέρνηση του Ισλαμαμπάντ αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε ανάμειξη, επιμένοντας ότι το Νέο Δελχί δεν έχει προσκομίσει κανένα στοιχείο που να στηρίζει τους ισχυρισμούς του.
Σε ένα προηγούμενο θερμό επεισόδιο, το 2016, μετά τον θάνατο 19 Ινδών στρατιωτών στην πόλη Ούρι στο ινδικό Κασμίρ, η Ινδία εξαπέλυσε πλήγματα «χειρουργικής ακρίβειας» σε όλη την περιοχή τού υπό πακιστανικό έλεγχο Κασμίρ. Στην επίθεση του 2019 με τους 40 νεκρούς Ινδούς παραστρατιωτικούς υπήρξαν επίσης άμεσα αντίποινα των ινδικών δυνάμεων με αεροπορικές επιδρομές βαθιά στο Μπαλακότ, εντός της πακιστανικής επικράτειας, στην πρώτη ευθεία επιθετική ενέργεια της Ινδίας κατά της γειτονικής της χώρας από το 1971.
Ωστόσο, τα τελευταία αντίποινα μετά την επίθεση στο Παχαλγκάμ εξέπληξαν ακόμη και τους πλέον ψύχραιμους αναλυτές. Ήταν πολύ πιο εκτεταμένα και με μεγαλύτερη ισχύ πυρός, στοχεύοντας ταυτόχρονα τις υποδομές τριών μεγάλων μαχητικών ομάδων του ινδικού Κασμίρ που έχουν τις βάσεις τους στο Πακιστάν.
Ιστορικά προηγούμενα
Σίγουρα υπάρχει βεβαρημένο μητρώο στην ινδοπακιστανική αντιπαλότητα. Οι δύο χώρες έχουν πλούσιο ιστορικό στρατιωτικών αντιπαραθέσεων από το 1947, όταν έγιναν ανεξάρτητα κράτη, οδηγούμενα σ’ έναν πόλεμο εκείνη τη χρονιά και σε άλλους τρεις στη συνέχεια, το 1965, το 1971 και το 1999. Η πιο πρόσφατη, παρ’ ολίγον πλήρους κλίμακας αναμέτρηση καταγράφηκε το 2019, ύστερα από την επίθεση με τους 40 νεκρούς Ινδούς παραστρατιωτικούς. Οι ινδικές δυνάμεις εξαπέλυσαν μαζικής κλίμακας αντίποινα και το Πακιστάν φέρεται να είχε απειλήσει τότε με χρήση πυρηνικών όπλων. Το περιστατικό τεκμηριώνεται στα απομνημονεύματα του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο που δημοσιεύτηκαν το 2023.
Ωστόσο, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο αντίπαλες πυρηνικές δυνάμεις έχουν επιδεινωθεί δραματικά την τελευταία δεκαετία. Η αρχή της κλιμάκωσης δείχνει να συμπίπτει με την εκλογή του Ναρέντρα Μόντι στην πρωθυπουργία της Ινδίας το 2014. Η κυβέρνησή του έχει μια καθαρά εθνοκεντρική, για άλλους εθνικολαϊκιστική και για ορισμένους καθαρά εθνικιστική ατζέντα, προσανατολισμένη στην «υπέρ πάντων» οικονομική ανάπτυξη αλλά και στη στρατιωτική ισχύ σε συνδυασμό με αυτάρκεια και τεχνολογική υπεροχή.
Η περαιτέρω επιδείνωση είναι εν μέρει το αποτέλεσμα του συνεχιζόμενου «φλερτ» των πακιστανικών κυβερνήσεων με τις αντι-ινδικές τρομοκρατικές οργανώσεις στο εσωτερικό, κάτι που θεωρείται άδηλη συνιστώσα της πακιστανικής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας. Ως απάντηση, η κυβέρνηση του Μόντι έχει υιοθετήσει άτεγκτη στάση. Η απόφαση του 2019 να ακυρωθεί μονομερώς το ειδικό αυτόνομο καθεστώς του Τζαμού και Κασμίρ, δηλαδή της περιοχής του Κασμίρ που τελεί υπό τον έλεγχο του Νέου Δελχί, και ουσιαστικά η περιοχή να προσαρτηθεί στην ινδική επικράτεια υπονόμευσε περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις.
Σκληραίνοντας τη στάση της, η ινδική κυβέρνηση έκανε πρόσφατα ακόμα μία κίνηση που εξόργισε το Ισλαμαμπάντ: ανέστειλε μονομερώς τη Συνθήκη για τα Ύδατα του Ινδού ποταμού κλείνοντας τις στρόφιγγες των φραγμάτων και προκαλώντας σημαντική μείωση της ροής νερού προς το Πακιστάν. Η διαχείριση ενός στρατηγικής σημασίας φυσικού πόρου δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί ακόμη ένα δυνάμει γεωπολιτικό όπλο.
Η ινδοπακιστανική συνθήκη για τον καταμερισμό των υδάτων του Ινδού, η οποία υπογράφηκε το 1960 στο Καράτσι με τη μεσολάβηση της Παγκόσμιας Τράπεζας προσφέροντας ένα βασικό αναπτυξιακό υπόβαθρο στις δύο τότε νεοσύστατες χώρες, είναι θεμελιώδης για το πλέγμα των διμερών ινδοπακιστανικών δεσμών. Η αναστολή της από την Ινδία είχε ισχυρό αντίκτυπο στο Πακιστάν, η κυβέρνηση του οποίου τη θεώρησε σοβαρή πρόκληση, με αξιωματούχους στο Ισλαμαμπάντ να προειδοποιούν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια διατάραξης της ροής υδάτων από την ινδική πλευρά θα θεωρηθεί «πράξη πολέμου». Σημειώνεται ότι τα εθνικιστικά αισθήματα στις δύο χώρες βρίσκονται σε φάση έξαρσης, διαμορφώνοντας αναλόγως τη ρητορική και επηρεάζοντας τη διπλωματία σε ένα μοτίβο κυριαρχίας της λογικής της αναμέτρησης.
Βία, το μέσο επίλυσης των διαφορών
Το σοκ της διχοτόμησης, οι εδαφικές αντιπαλότητες και ο παράγων Κίνα
Η δυναμική της ινδοπακιστανικής αντιπαλότητας πηγάζει από ένα ιδιαίτερο αλλά και μοναδικό συνονθύλευμα παραγόντων, η αφετηρία των οποίων, σύμφωνα με τους ιστορικούς, ανάγεται στο σοκ της διχοτόμησης της αποικιοκρατούμενης Ινδίας φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας, στις διμερείς εδαφικές διενέξεις και στη στρατιωτική αντιπαράθεση. Οι εντάσεις έχουν κλιμακωθεί ακόμη περισσότερο λόγω ιδεολογικών διαφορών, κοινών συνόρων και, φυσικά, λόγω των αμφισβητούμενων εδαφών, όπως το Κασμίρ. Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, ο Σουμίτ Γκάνγκουλι έγραψε στο Foreign Policy ότι μία από τις βασικές αιτίες της εχθρότητας μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι δύο χώρες ενστερνίστηκαν την πολιτική της προβολής ισχύος στις διμερείς σχέσεις τους αποδεχόμενες τη χρήση βίας -ή την απειλή χρήσης της- ως μέσο επίλυσης των διαφορών τους.
Η εσωτερική πολιτική κατάσταση στις δύο χώρες συνέβαλε επίσης στην αντιπαλότητα και στη συντήρηση της βίας στα χρόνια της ανεξαρτησίας τους. Οι τραυματικές επιπτώσεις της διχοτόμησης, με περισσότερους από 1 εκατ. νεκρούς και 10 εκατ. εκτοπισμένους, συνδέθηκαν στενά με την εσωτερική πολιτική τόσο της Ινδίας όσο και του Πακιστάν. Επειδή το τελικό καθεστώς του Κασμίρ παραμένει ακόμη στον αέρα και για τα δύο μέρη, οι πολιτικές ηγεσίες προσηλώθηκαν στην εδαφική διαμάχη εγκαταλείποντας όλους τους άλλους τομείς των διμερών σχέσεων.

Αρχικά, η εμμονή του πακιστανικού κατεστημένου για τη διεκδίκηση του Κασμίρ το ανάγκασε να στραφεί στις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να εξισορροπήσει την αδιαμφισβήτητη ισχύ και την υπεροχή της Ινδίας. Το 1954 η κυβέρνηση του Προέδρου Αϊζενχάουερ υπέγραψε αμυντικό σύμφωνο με το Πακιστάν. Έχοντας αναθαρρήσει από τις νέες στρατιωτικές δυνατότητες που απέκτησε από τη στρατιωτική συνεργασία του με την Ουάσιγκτον, το Ισλαμαμπάντ ξεκίνησε πόλεμο με την Ινδία το 1965. Στη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν η διαμάχη για το Κασμίρ και η εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων βάθυναν τον ανταγωνισμό, που έγινε πιο εμφανής στην εσωτερική πολιτική, με αποκορύφωμα έναν άλλο πόλεμο το 1971. Έπειτα από αυτόν, η στρατιωτική υπεροχή της Ινδίας συνέβαλε ουσιαστικά στη διατήρηση μιας εύθραυστης ειρήνης. Κανένα πακιστανικό καθεστώς δεν τόλμησε να προκαλέσει την Ινδία για σχεδόν δύο δεκαετίες, κυρίως λόγω της ασυμμετρίας ισχύος.
Ομως το στάτους αυτό έχει αλλάξει τελευταία και η αιτία, κατά τους αναλυτές, δεν είναι άλλη από τον «παράγοντα Κίνα». Ορισμένοι θεωρούν πως ο αόρατος ρόλος της είναι το στοιχείο που ορίζει την ειδοποιό διαφορά στα τελευταία επεισόδια της διμερούς αντιπαράθεσης. Η υποστήριξη της Κίνας προς το Πακιστάν, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής βοήθειας, είναι δεδομένη και έρχεται να κάνει πιο πολύπλοκη τη δυναμική της κρίσης.
Απόθεμα αυτοπεποίθησης
Η Κίνα είναι αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος προμηθευτής στρατιωτικού υλικού του Πακιστάν, παρέχοντας στις δυνάμεις του drones, μαχητικά αεροσκάφη, πυραυλικά συστήματα και τεχνολογία επιτήρησης. Επίσης, το Πεκίνο «προστατεύει» διπλωματικά το Πακιστάν στη διεθνή αρένα, ειδικά στον ΟΗΕ, όπου συχνά μπαίνει σφήνα στις προσπάθειες της Ινδίας να χαρακτηριστούν οι μαχητικές οργανώσεις που δρουν στο ινδικό Κασμίρ «διεθνείς τρομοκράτες».
Στα τελευταία επεισόδια αντιπαράθεσης υπήρξαν αναφορές για κινεζική δραστηριότητα επιτήρησης και πιθανή υλικοτεχνική υποστήριξη προς τις πακιστανικές δυνάμεις κοντά στη «γραμμή ελέγχου». Η υποστήριξη του Πεκίνου φαίνεται να προσφέρει στο Πακιστάν ένα σοβαρό απόθεμα αυτοπεποίθησης, βοηθώντας το να διευρύνει τα όρια της στρατιωτικής και διπλωματικής δράσης του για το Κασμίρ. Φυσικά, η κινεζική υποστήριξη στο Ισλαμαμπάντ δεν προσφέρεται άνευ ανταλλάγματος. Ο Οικονομικός Διάδρομος Κίνας-Πακιστάν (CPEC) αντιπροσωπεύει ένα εμβληματικό κεφάλαιο του μεγαλεπήβολου σχεδίου του Νέου Δρόμου του Μεταξιού, ο οποίος διασχίζει και το Γκιλγκίτ-Μπαλτιστάν, το τμήμα του Κασμίρ που διοικείται από το Πακιστάν και το οποίο διεκδικεί επίσης η Ινδία. Για την Κίνα το Κασμίρ δεν είναι απλώς ζήτημα συνοριακών διαφορών ανάμεσα σε δύο κράτη. Είναι ζήτημα που συνδέεται με τα στρατηγικά σχέδιά της για επιρροή και περιφερειακή κυριαρχία μακροπρόθεσμα.
Αλλά εδώ απαιτούνται λεπτές και επιδέξιες κινήσεις ικανοτήτων… ωρολογοποιού: ενεργότερη κινεζική εμπλοκή στο Κασμίρ θα διακινδύνευε να τραβήξει την «προσοχή» των ΗΠΑ και της τρέχουσας κυβέρνησής τους, ειδικά μάλιστα καθώς η Ουάσιγκτον θεωρεί την Ινδία και την κυβέρνησή της βασικό αντίβαρο στη διεύρυνση της επιρροής του Πεκίνου στον Ινδοειρηνικό. Σε μια τέτοια περίπτωση η σύγκρουση για το Κασμίρ θα μετατρεπόταν σε ένα παγκόσμιο γεωπολιτικό hot spot και τα πυρηνικά όπλα… στο βάθος θα έγραφαν το σενάριο ενός πολύ, πολύ τρομακτικού θρίλερ…