Από το 2011 η Συρία πρόσφερε ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στη διεθνή σκηνή ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων, όπου δυνάμεις της Δύσης συγκρούονταν με Ιράν και Ρωσία επιδιώκοντας την ανατροπή ή την επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ. Οι τελευταίες εξελίξεις στη μαρτυρική χώρα έρχονται να επιβεβαιώσουν μάλλον ότι ο πόλεμος αυτός συνεχίζεται, με διαφορετικές τώρα αντιμαχόμενες δυνάμεις.
Η σφαγή περίπου 1.000 αμάχων έστρεψε έστω και προσωρινά τις προηγούμενες μέρες τα φώτα της δημοσιότητας και πάλι στη χώρα. Οπουδήποτε αλλού μια τέτοια ωμότητα θα είχε προκαλέσει έντονη διεθνή κατακραυγή. Όχι όμως στη Συρία, που πρέπει πάση θυσία να εμφανίζεται σαν «ασφαλής χώρα» προκειμένου να υποδεχτεί κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον τους εκατομμύρια πρόσφυγες που την εγκατέλειψαν εξαιτίας του εμφυλίου.
Το συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέγραψε 973 δολοφονίες αλεβιτών από τις δυνάμεις ασφαλείας από τις αρχές του μήνα. Η κυρίαρχη ερμηνεία είναι ότι ήταν απλώς μια εκδικητική πράξη κατά μιας μειονότητας που στήριζε πάντα το καθεστώς Άσαντ. Τοπικοί αναλυτές επισημαίνουν ωστόσο ότι οι αλεβίτες αποτελούν σήμερα έναν βολικό πρώτο στόχο στην προσπάθεια σταθεροποίησης της κεντρικής εξουσίας σε μια κατακερματισμένη χώρα.
«Οι αιματηρές επιθέσεις του νέου καθεστώτος στους αλεβίτες έχουν στόχο να τους αποτρέψουν από το να διεκδικήσουν ειδικό στάτους, όπως οι Κούρδοι ή οι Δρούζοι. Το νέο καθεστώς θεωρεί την περιοχή όπου ζουν οι αλεβίτες -τη μοναδική έξοδο στη Μεσόγειο- στρατηγικής σημασίας. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν θέλει η ακτή των αλεβιτών να συνδεθεί με οποιαδήποτε αυτόνομη διοίκηση» σημειώνει ο Μοχαμάντ Νουρεντίν στη λιβανέζικη εφημερίδα Al Ahbar.
Ο παράγων Κούρδοι
Αυτόνομη διοίκηση έχουν όμως οι Κούρδοι της Συρίας, που διαθέτουν τόσο στρατιωτικές δυνάμεις όσο και επαρκή διεθνή υποστήριξη για να την προστατεύσουν. Έτσι, ιδιαίτερη σημασία έχει η συμφωνία που υπέγραψε στον απόηχο της σφαγής η νέα μεταβατική κυβέρνηση των ισλαμιστών με τη μεγαλύτερη πολιτοφυλακή των Κούρδων της Συρίας. Η συμφωνία, την οποία υπέγραψαν ο «μεταβατικός Πρόεδρος» και ηγέτης της τζιχαντιστικής οργάνωσης HTS Μοχάμεντ Αλ Τζολάνι και ο διοικητής της SDF Μαζλούμ Αμπντί, αποτελείται από οκτώ άρθρα και προβλέπει κυρίως την «ενσωμάτωση» όλων των θεσμών της κουρδικής διοίκησης στο νέο συριακό κράτος. Παραμένει ασαφές πώς ακριβώς οι κουρδικές πολιτοφυλακές θα ενταχθούν στον συριακό στρατό και τι είδους εγγυήσεις για την προστασία της κουρδικής μειονότητας έλαβε ο Αμπντί.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι στην απόφαση των Κούρδων της Συρίας βάρυναν οι συνεχείς πιέσεις που δέχονταν προς αυτή την κατεύθυνση το τελευταίο διάστημα τόσο από αραβικές όσο και από ευρωπαϊκές χώρες. Βάρυνε όμως αναμφίβολα και η έκκληση του φυλακισμένου στην Τουρκία Κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν για τερματισμό του ένοπλου αγώνα από το ΡΚΚ.
Η Άγκυρα συνεχίζει επομένως να ενισχύει τη θέση της στη μεταπολεμική Συρία έχοντας τώρα τις προϋποθέσεις να εξασφαλίσει και τον βασικότερο στόχο της: διάλυση του SDF, αποχώρηση των μαχητών του ΡΚΚ και ουσιαστική κατάργηση μιας κουρδικής αυτονομίας στα πρότυπα του Ιράκ. Η εξέλιξη ευνοεί όμως και τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, καθώς μια αντιπαράθεση Άγκυρας-Κούρδων στη Συρία θα έφερνε σε εξαιρετικά άβολη θέση την κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ.
Επιδιώξεις Τουρκίας και Ισραήλ
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι δυσκολίες έχουν ξεπεραστεί σε ό,τι αφορά τις επιδιώξεις του Λευκού Οίκου για μια Μέση Ανατολή με αισθητά αποδυναμωμένη την ιρανική επιρροή. Κι αυτό επειδή δύο σημαντικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν εντελώς αντίθετες στοχεύσεις για τη Συρία της μετά Άσαντ εποχής.
Για την Άγκυρα το βασικό ζητούμενο είναι μια μορφή ομαλοποίησης και εδραίωση της κεντρικής εξουσίας με βασικό πυρήνα τους «αναμορφωμένους» τζιχαντιστές της HTS. Γι’ αυτόν τον λόγο η Άγκυρα επιθυμεί τον άμεσο τερματισμό των δυτικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη χώρα στα χρόνια του εμφυλίου προκειμένου τα εκατομμύρια προσφύγων ν’ αρχίσουν να επιστρέφουν και οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες να αναλάβουν ανεμπόδιστα το έργο της ανοικοδόμησης.
Υπάρχει όμως κάποιος με εντελώς διαφορετική ατζέντα για τη μεταπολεμική Συρία, κι αυτός είναι το Ισραήλ. Η πρώτη απάντηση της χώρας στη συμφωνία Κούρδων-συριακής κυβέρνησης ήρθε έτσι από τον υπουργό Άμυνας Ισραέλ Κατζ, που ξεκαθάρισε ότι οι ισραηλινές δυνάμεις που έχουν αναπτυχθεί σήμερα στη Νότια Συρία «θα παραμείνουν εκεί για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα».
Βλέπουμε έτσι ότι τη στιγμή που η Άγκυρα εργάζεται πυρετωδώς για την εδραίωση ενός καθεστώτος με πυρήνα τους σουνίτες εξτρεμιστές, το Ισραήλ συνεχίζει τις προσπάθειες αποσταθεροποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις έναν μήνα μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ επιτροπή για την εκτίμηση του ισραηλινού αμυντικού προϋπολογισμού προειδοποιούσε πως η «νέα Συρία» θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μεγαλύτερο κίνδυνο για το Ισραήλ απ’ ό,τι ήταν ποτέ η Συρία της δυναστείας Άσαντ. Η έκθεση δεν παρέλειπε να αναφερθεί και στις τουρκικές επιδιώξεις, υπογραμμίζοντας με ανησυχία την όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη του τουρκικού πυραυλικού συστήματος και των drones που κατασκευάζει η χώρα. Η βασική απειλή όμως που καταγραφόταν ήταν πως η Άγκυρα θα μπορούσε «να υποστηρίξει έναν εξτρεμιστή σουνίτη αντιπρόσωπο που θα στόχευε το Ισραήλ με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που το Ιράν χειρίζεται τις σιιτικές οργανώσεις ή ακόμα και υποστηρίζοντας τον νέο συριακό στρατό να στραφεί εναντίον του Ισραήλ».
Για όλους αυτούς τους λόγους το Ισραήλ επιδιώκει να κρατήσει τη Συρία αδύναμη και αποκεντρωμένη, διατηρώντας επ’ αόριστον όχι μόνο τις δυτικές κυρώσεις αλλά ακόμα και τη ρωσική στρατιωτική παρουσία ως αντίβαρο στην αυξανόμενη επιρροή της Άγκυρας. Είναι ένα μπρα ντε φερ που αναμφίβολα θα σημαδέψει τις προσεχείς εξελίξεις, με το παζλ της μεταπολεμικής Συρίας να παραμένει εξαιρετικά περίπλοκο.