Για τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση για την προεδρία των ΗΠΑ, αποδείχθηκε πως οι δημοσκοπήσεις υποτίμησαν την ψήφο υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, που παραμένει δύσκολο να εκτιμηθεί, παρότι καταγράφτηκε κάποια βελτίωση των ερευνών αυτή τη φορά.
«Απέτυχαν να αναδείξουν την κυριότερη πληροφορία: τη γενικευμένη ώθηση του Ντόναλντ Τραμπ», συνόψισε ο Μάικλ Μπέιλι, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν.
Το πιο θεαματικό είναι ότι ο πρώην πρόεδρος κέρδισε και στις επτά πολιτείες-κλειδιά των εκλογών, ενώ οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις τον ήθελαν να δίνει μάχη στο νήμα με τη Δημοκρατική Κάμαλα Χάρις.
Πάντως, στις πέντε από τις πολιτείες αυτές, όπου είναι πλέον γνωστό το αποτέλεσμα, η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ επιτεύχθηκε με διαφορά μιας, δύο ή τριών εκατοστιαίων μονάδων — εντός του περιθωρίου στατιστικού σφάλματος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ «ίσως είχε υποτιμηθεί λιγάκι, όμως νομίζω πως οι δημοσκοπήσεις, συνολικά, κατέληξαν να είναι μάλλον ακριβείς», εκτίμησε από την πλευρά του ο Κάιλ Κόντικ, από το πανεπιστήμιο της Βιρτζίνιας.
Οι δημοσκοπήσεις «υπεδείκνυαν πως ο Τραμπ είχε μεγάλες πιθανότητες να κερδίσει, και κέρδισε», πρόσθεσε. Οι επιδόσεις των εταιρειών δημοσκοπήσεων ήταν αναμενόμενο πως θα έμπαιναν στο μικροσκόπιο φέτος, μετά τις δυο διαδοχικές κι εντυπωσιακές αποτυχίες τους: δεν προέβλεψαν τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ το 2016· και υπερτίμησαν το εύρος της νίκης του Τζο Μπάιντεν το 2020.
«Ο Τραμπ αυτή τη φορά υποτιμήθηκε κατά περίπου δύο μονάδες» στις πολιτείες-κλειδιά, υπολογίζει ο Πέτρο Ασεβέδο, στέλεχος της εταιρείας Atlas. Στην Πενσιλβάνια, με βάση τον πιο πρόσφατο μέσο όρο των δημοσκοπήσεων που συνήγαγε ο ιστότοπος RealClearPolitics, ο Ρεπουμπλικάνος φερόταν να βρίσκεται μπροστά αλλά με μόλις 0,4%. Ως αυτό το στάδιο της καταμέτρησης, κέρδισε με διαφορά 2%.
Στη Βόρεια Καρολίνα, οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα 1,2% στον Τραμπ. Επικράτησε της κυρίας Χάρις με διαφορά τριών μονάδων. Στο Ουισκόνσιν, η Χάρις φερόταν να βρίσκεται μπροστά με 0,4%. Αλλά ήταν ο Τραμπ αυτός που κέρδισε με διαφορά 0,9%.
Η καρδιά του προβλήματος δεν έχει μεταβληθεί από την εμφάνιση του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Κι αυτό είναι πως μερίδα των ψηφοφόρων του δεν συμμετέχει καν στις δημοσκοπήσεις, καθώς αρνείται να απαντήσει.
Στις πιο πρόσφατες έρευνες που διενεργήθηκαν από τους NYT και το Siena College, «οι λευκοί Δημοκρατικοί ήταν 16% πιο πιθανό να απαντήσουν (στους ανθρώπους που διενεργούσαν την έρευνα) από τους λευκούς Ρεπουμπλικάνους», φαινόμενο που εντάθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, σημείωσε η εφημερίδα δυο ημέρες πριν από τις εκλογές.
Οι ερευνητές έκαναν προσπάθεια να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με λύσεις όπως οι στατιστικές προσαρμογές, όμως προφανώς αυτό αποδείχθηκε πως δεν ήταν αρκετό.
«Οι δημοσκοπήσεις υποτίμησαν καθαρά την πρόοδο του Τραμπ» στο μερίδιο του «ισπανόφωνου εκλογικού σώματος», σύμφωνα με τον Πέδρο Ασεβέδο, που επισήμανε τις πολύ μεγαλύτερες νίκες απ’ ό,τι προβλεπόταν που κατήγαγε ο Ρεπουμπλικάνος στη Νεβάδα και στη Φλόριντα.
Αυτό ισχύει, σύμφωνα με τον ίδιο, και στην περίπτωση των λευκών ανδρών, ιδίως στις επαρχίες, όπως είπε φέρνοντας ως παράδειγμα την Άιοβα. Δημοσκόπηση έφερε το Σάββατο την κυρία Χάρις να επικρατεί στην πολιτεία αυτή με τρεις μονάδες, παρότι η πολιτεία τάσσεται πάγια υπέρ των Ρεπουμπλικάνων. Ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε στην πολιτεία με διαφορά που ξεπέρασε τις δέκα μονάδες.
«Αυτοί που αποφάσισαν την τελευταία στιγμή πιθανόν επέλεξαν τον Τραμπ (...) μετά το τέλος των συνεντεύξεων» που δόθηκαν, προσπάθησε να εξηγήσει η Τζ. Αν Σέλτσερ, υπεύθυνη για την εντυπωσιακά λαθεμένη δημοσκόπηση αυτή, στην εφημερίδα Des Moines Register. Οι ισπανόφωνοι και οι λευκοί άνδρες «πιθανόν υποεκπροσωπήθηκαν στο δείγμα», εκτίμησε από την πλευρά του ο κ. Ασεβέδο.