Περισσότερα από τα δύο τρίτα των γυναικών με ενδομητρίωση απουσίασαν από το σχολείο ή τη δουλειά λόγω πόνου, σύμφωνα με μελέτη σε περισσότερες από 17.000 γυναίκες ηλικίας 15 έως 44 ετών στις ΗΠΑ. Αυτό αποτελεί βασικό εύρημα νέας έρευνας που δημοσιεύτηκε στο Journal of Endometriosis and Uterine Disorders.
Η μελέτη αποκαλύπτει επίσης ότι οι μαύρες και ισπανόφωνες γυναίκες έχουν λιγότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με ενδομητρίωση σε σχέση με τις λευκές γυναίκες. Επιπλέον, γυναίκες της LGBTQ κοινότητας παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες διάγνωσης με ενδομητρίωση σε σύγκριση με ετεροφυλόφιλες γυναίκες.
Η έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα από την Εθνική Έρευνα Υγείας και Διατροφής των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) για την περίοδο 2011-2019, με δείγμα 17.619 γυναικών που αντιπροσωπεύει περίπου 52 εκατομμύρια γυναίκες των ΗΠΑ. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής, όπως η φτώχεια, η εκπαίδευση, η λειτουργική ανεπάρκεια, η φυλή και ο σεξουαλικός προσανατολισμός.
Η ενδομητρίωση, μια χρόνια και συχνά επώδυνη κατάσταση που επηρεάζει το 10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας παγκοσμίως, εμφανίζεται όταν ιστός που φυσιολογικά βρίσκεται στη μήτρα αναπτύσσεται σε άλλα σημεία, όπως στις ωοθήκες ή ακόμα και σε μακρινά όργανα όπως οι πνεύμονες. Αυτοί οι ιστοί αντιδρούν στις ορμονικές αλλαγές του έμμηνου κύκλου, προκαλώντας πόνο.
Παρά την ευρεία εξάπλωση της ενδομητρίωσης, η πάθηση παραμένει υποδιαγνωσμένη. Σύμφωνα με τη μελέτη, το 6,4% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στις ΗΠΑ είχαν λάβει διάγνωση ενδομητρίωσης, ενώ πάνω από το 67% ανέφεραν ότι είχαν χάσει εργασία ή σχολείο λόγω του πόνου.
Επίσης, αναδείχθηκαν ανισότητες στη διάγνωση και τη διαχείριση της πάθησης μεταξύ διαφορετικών φυλετικών ομάδων. Οι μαύρες γυναίκες είχαν 63% λιγότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με ενδομητρίωση και οι ισπανόφωνες 55% λιγότερες, συγκριτικά με τις μη ισπανόφωνες λευκές γυναίκες. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτό μπορεί να αντανακλά προκαταλήψεις στην υγειονομική περίθαλψη, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για πιο δίκαιες ιατρικές πρακτικές.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο εύρημα της μελέτης είναι ότι οι μη ετεροφυλόφιλες γυναίκες της LGBTQ κοινότητας είχαν 54% περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με ενδομητρίωση σε σύγκριση με ετεροφυλόφιλες γυναίκες. Αυτή ήταν η πρώτη μελέτη που εξέτασε την ενδομητρίωση σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ σε σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν σημαντική συσχέτιση μεταξύ της ενδομητρίωσης και άλλων παραγόντων ποιότητας ζωής, όπως η φτώχεια, η εκπαίδευση ή η επαγγελματική κατάσταση, γεγονός που υποδηλώνει ότι η πάθηση επηρεάζει γυναίκες από διάφορα κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα.
Οι προκαταλήψεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και η περιορισμένη πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες είναι μερικές από τις αιτίες που οι μαύρες γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό να διαγνωστούν ή να λάβουν επαρκή φροντίδα για την ενδομητρίωση. Άλλες έρευνες από το Ηνωμένο Βασίλειο υποδεικνύουν ότι αυτή η ανισότητα οφείλεται σε συστημικές προκαταλήψεις και άνιση πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη.
Μια πρόσφατη μελέτη εκτιμά ότι το κόστος διαχείρισης της ενδομητρίωσης στις ΗΠΑ ανέρχεται σε περίπου 27.855 δολάρια ετησίως ανά ασθενή, με συνολικό ετήσιο κόστος 22 δισεκατομμυρίων δολαρίων.