Twitter / Για ποιον θα «τιτιβίζει» ο Έλον Μασκ;

Twitter / Για ποιον θα «τιτιβίζει» ο Έλον Μασκ;

Ενας είναι ο γρίφος που βασανίζει όσους ασχολούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το ψηφιακό σύμπαν και τα νέα μέσα αφότου ο Έλον Μασκ εκδήλωσε την πρόθεσή του να εξαγοράσει την πλατφόρμα του Twitter στα μέσα Απριλίου: πού το πάει και τι θέλει να πετύχει ο εκκεντρικός μεγιστάνας της ηλεκτρικής αυτοκίνησης, της ιδιωτικής διαστημικής εξερεύνησης και εσχάτως της βιοτεχνολογίας; Είναι, κατά μια αναλογία, ένας εργολάβος που αγοράζει μια εφημερίδα; Ή ένας πετρελαϊκός όμιλος που αγοράζει μια αεροπορική εταιρεία; Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει λογική συνάφεια μεταξύ κινήτρου και αποκτήματος, αλλά στη δεύτερη κάθε προσπάθεια σύνδεσης οδηγεί σε σπαζοκεφαλιά.

Σίγουρα, τα κίνητρα της παράταιρης εξαγοράς- «το μεγαλύτερο ακατάστατο ντιλ στον χώρο της τεχνολογίας» το έχει χαρακτηρίσει ο ιστότοπος The Verge- θα μπορούσαν να αναζητηθούν στην υπερφιλόδοξη -σε όλα τα επίπεδα- περσόνα του Μασκ, κάτι που είναι ο κανόνας για τους ανθρώπους του χρήματος, του ρίσκου, της απληστίας, της μεγαλομανίας, της ματαιότητας.

Πρόκειται λοιπόν για ακόμη έναν υπερπλούσιο που δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να εισχωρήσει στον χώρο των μέσων, παρεισφρέοντας στο προσκήνιο ή το παρασκήνιο της πολιτικής και «εξαργυρώνοντας» το χρήμα του σε πολιτικό χρήμα είτε για τον ίδιο είτε για κάποιους άλλους;

Θα μπορούσε, θεωρητικά, να ισχύει κάτι τέτοιο, όσο κι αν το Twitter δεν είναι ένα μεγάλο κανάλι, ένα πολιτικά χρωματισμένο ραδιόφωνο, μια εφημερίδα γνώμης, μια πολιτική επιθεώρηση ή ένας εκδοτικός οίκος. Αλλά θα ήταν μάλλον βολικό να πιστέψουμε ότι απλώς επειδή είχε 44 δισ. δολάρια που δεν ήξερε τι να τα κάνει, ο Μασκ αγόρασε το Twitter για να ικανοποιήσει κάποιο προσωπικό βίτσιο του.

Υπάρχουν δύο πτυχές στο ντιλ: η αυτονόητη επιχειρηματική -το αγόρασε για κερδοσκοπικούς λόγους- και η εικαζόμενη πολιτική - το αγόρασε επειδή υπάρχει μια πολιτική ατζέντα που επιδιώκει να υλοποιήσει ή να εξυπηρετήσει. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως και τα παραδοσιακά ΜΜΕ, αποτελούν μέσα διαμεσολαβημένης αλληλόδρασης ικανά να προκαλέσουν απομακρυσμένες αντιδράσεις.

Εγχείρημα δύο διαστάσεων

Είναι πρόδηλο από τα «συμφραζόμενα» ότι οι δύο πτυχές συνυπάρχουν. Από την αρχή δεν ήταν λίγοι όσοι δήλωναν επιφυλακτικοί σε σχέση με μια πιθανή ευθεία σύνδεση του εγχειρήματος με συγκεκριμένο πολιτικό στρατόπεδο, δηλαδή με τους Ρεπουμπλικάνους, αν και ο ίδιος ο Μασκ έχει δηλώσει ότι υποστηρίζει τους «μετριοπαθείς» ανεξαρτήτως στρατοπέδου. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο;

Στα περίπου δέκα χρόνια που απολαμβάνει τη δημοσιότητα της υπερπλούσιας διασημότητας του διευθύνοντος συμβούλου της Tesla και της SpaceX, ο γεννημένος στη Νότια Αφρική μεγιστάνας έχει επιτεθεί σε όλους και σε όλα, από τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μπέρνι Σάντερς έως τα συνδικάτα και τα περιοριστικά μέτρα για την Covid-19.

Τον Μάιο, κλιμακώνοντας την κριτική του κατά του Μπάιντεν, αποκάλυψε ότι στο παρελθόν είχε ψηφίσει «συντριπτικά» υπέρ των Δημοκρατικών, αλλά πλέον άλλαξε στρατόπεδο και πως θα ψηφίσει τους Ρεπουμπλικάνους σε τουλάχιστον μία μελλοντική εκλογική αναμέτρηση. Προηγουμένως είχε σφυροκοπήσει το πακέτο τόνωσης της οικονομίας και των κοινωνικών παροχών του Μπάιντεν κατηγορώντας την κυβέρνησή του για «περιττές επιδοτήσεις» στη βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων και για την περαιτέρω αύξηση του «τρελού» ελλείμματος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Είχε μάλιστα αποκαλέσει τον Δημοκρατικό Πρόεδρο μια «βρεγμένη μαριονέτα με ανθρώπινη μορφή»... Έναν μήνα αργότερα προχώρησε παραπέρα, αποκαλύπτοντας ότι θα υποστηρίξει τον Ρεπουμπλικάνο κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις σε περίπτωση που δηλώσει υποψηφιότητα για Πρόεδρος το 2024. Σημειώνεται ότι ο Ντε Σάντις θεωρείται ευρέως ως η κορυφαία εναλλακτική λύση των Ρεπουμπλικάνων έναντι του Τραμπ στην προσπάθειά τους να ανακαταλάβουν τον Λευκό Οίκο.

Το ότι έχει δώσει σχεδόν τα ίδια ποσά χρημάτων σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς από το 2002 μέχρι σήμερα μάλλον δεν λέει πολλά για την πολιτική ταυτότητά του, όπως το ίδιο δεν λένε και οι κατά καιρούς αυτοπροσδιορισμοί του, άλλοτε ως «σοσιαλιστή» και «μετριοπαθή», άλλοτε ως «κοινωνικά φιλελεύθερου, αλλά οικονομικά συντηρητικού» και άλλοτε ως «ουτοπιστή αναρχικού.

Συμμετρική προσέγγιση

Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε η οργάνωση Open Secrets, η οποία παρακολουθεί τη δραστηριότητα των λόμπι στην Αμερική, ο Έλον Μασκ έχει δώσει συνολικά 1,2 εκατομμύρια δολάρια σε πολιτικούς, κόμματα, επιτροπές πολιτικής δράσης και διάφορες πολιτικές εκστρατείες από το 2002 μέχρι σήμερα.

Αυτά τα χρήματα πήγαν σχεδόν εξίσου σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους, 542.000 και 574.500 δολάρια αντίστοιχα, ενώ άλλες 85.000 δολάρια δόθηκαν σε δύο πολιτικές εκστρατείες αριστερών αποχρώσεων στην Καλιφόρνια. Οι πολιτικές δωρεές δεν είχαν σταθερό ρυθμό. Έτσι, το 2006, το 2013 και το 2017 ο Μασκ έδωσε λεφτά σχεδόν αποκλειστικά στους Ρεπουμπλικάνους, ενώ το 2015 χρηματοδότησε αποκλειστικά τους Δημοκρατικούς. Πολλοί από τους μεμονωμένους πολιτικούς στους οποίους έκανε δωρεές ήταν νομοθέτες της Καλιφόρνιας όπου παλιότερα είχε την έδρα της η Tesla, αλλά και του Τέξας, όπου η SpaceX διατηρεί εδώ και καιρό εγκαταστάσεις δοκιμών και εκτόξευσης πυραύλων.

Οπως τις περιγράφει ο ίδιος, οι πολιτικές δωρεές πραγματικά δεν αποδεικνύουν τις προσωπικές πολιτικές του πεποιθήσεις, αφού είναι «απλώς το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Αμερική»... «Για να ακουστεί η φωνή σου στην Ουάσιγκτον, πρέπει να κάνεις κάποια μικρή συνεισφορά» είχε πει στη Huffington Post το 2013.

Αντιφάσεις

Μέσα από όλες αυτές τις αντιφάσεις υπάρχει ένα κομμάτι των πολιτικών πεποιθήσεών του που δεν χαρτογραφείται εύκολα ακολουθώντας το «ίχνος» του παραδοσιακού διαχωρισμού Αριστεράς-Δεξιάς, λένε οι μελετητές της περσόνας του. Αυτό έχει να κάνει με την πίστη του στην τεχνοκρατία, κάτι που είναι οικογενειακή υπόθεση.

Αρκετά πίσω, στις δεκαετίες του 1930-1940, ο παππούς τού Μασκ, ο Καναδός Τζόσουα Χάλντεμαν, έβαζε τα θεμέλια του τεχνοκρατικού κινήματος το οποίο ευαγγελιζόταν την αντικατάσταση τόσο των πολιτικών όσο και των τραπεζιτών από ανθρώπους που έχουν καλύτερη εξειδίκευση στη λήψη αποφάσεων και την οικονομική διαχείριση. Οι διακηρύξεις αυτές υποδηλώνουν μια ισχυρή πεποίθηση την οποία ασπάζεται σήμερα ο εγγονός, ότι δηλαδή οι επιστήμονες και οι μηχανικοί μπορούν να λύσουν πολιτικά προβλήματα τα οποία δεν μπορούν να λύσουν οι πολιτικοί.

Οπως σημειώνει η σύγχρονη ιστορικός Τζιλ Λεπόρ, καθηγήτρια Αμερικανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ο Μασκ εμπνέει πολλούς οπαδούς του σερβίροντάς τους «μια εξωτική μάρκα τεχνο-καπιταλισμού», την οποία η ίδια αποκαλεί «μασκισμό». Όπως εξηγεί, πολλές από τις ιδέες του «μασκισμού» προέρχονται από την επιστημονική φαντασία, μερικές φορές μάλιστα από την πολύ παλιά επιστημονική φαντασία, πράγμα που σημαίνει ότι μαζί με πυραύλους και αυτοκίνητα, ο Έλον πουλάει στους οπαδούς του και «οράματα για το μέλλον».

Ενα θέμα που έχει εκπλήξει τους μελετητές του έχει να κάνει με ακόμη μία ακραία αντίφασή του. Την ώρα που η εταιρεία του έχει επενδύσει πολλά, αν όχι τα περισσότερα, σε τεχνολογίες αιχμής, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, ο ίδιος αποκαλεί την Τ.Ν. ως «την πιο σοβαρή απειλή για την επιβίωση της ανθρώπινης φυλής». Ανησυχεί όχι μόνο για τη μαζική αυτοματοποίηση των θέσεων εργασίας αλλά και για την πιθανή ανάδυση μιας υπερ-ευφυούς τεχνητής οντότητας που θα είναι πολύ ισχυρή για να τη συγκρατήσουν οι άνθρωποι.

Η φοβία του για την Τ.Ν. και η υπερθέρμανση του πλανήτη οδηγούν με τη σειρά τους στην επόμενη σελίδα του μανιφέστου του -κατά Μασκ- τεχνο-καπιταλισμου: την πεποίθηση ότι ο αποικισμός άλλων πλανητών και το να γίνει ο άνθρωπος ένα «πολυπλανητικό είδος» είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση της ανθρωπότητας. Ασχέτως του πόσο σοβαρό μπορεί να θεωρηθεί όλο αυτό, αποτελεί ξεκάθαρα ένα σημαντικό στοιχείο που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική «ιδεολογία» του μεγιστάνα.

Σύμφωνα με τον Independent, δύο πράγματα είναι αξιοσημείωτα στις πολιτικοϊδεολογικές αφηγήσεις του Μασκ. Το ένα είναι ότι τα ζητήματα των αρνητικών συνεπειών της τεχνολογίας, που δεν είναι ευρέως γνωστά εκτός του κλάδου, ιεραρχούνται με έναν τρόπο που δείχνει ότι μόνο αυτός γνωρίζει το «κόλπο» για την αντιμετώπισή τους.

Το άλλο -και μάλλον το σημαντικότερο- είναι ότι δεν προσπαθεί να «συναντήσει» το μέλλον που ευαγγελίζεται μέσω κάποιας κυβερνητικής δράσης ή συλλογικών θεσμών, όπως οργανώσεις ή συνδικάτα. Αντίθετα, θέλει να λύσει το «πρόβλημα» μόνος του, μέσω κερδοσκοπικών εταιρειών με ιεραρχική δομή από πάνω προς τα κάτω, τις οποίες θα διευθύνει ο ίδιος αποφασίζοντας το πώς θα κατανέμεται το κεφάλαιο.

Προσωπική ατζέντα

Αρα, λοιπόν, δεν αποκλείεται η απόκτηση του Twitter να του χρησιμεύσει για να ξεδιπλώσει την προσωπική πολιτική ατζέντα του -ή κοσμοθεωρία- και όχι αυτή κάποιων άλλων. Το έχει κάνει αρκετές φορές αυτό μέσα από το προσωπικό προφίλ του στην πλατφόρμα και μάλιστα με παρεμβάσεις σε φλέγοντα παγκόσμια γεωπολιτικά ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και το θέμα της Ταϊβάν.

Σε κάθε περίπτωση, η εξαγορά του Twitter έρχεται σε μια μάλλον «περίεργη» συγκυρία για το οικοσύστημα των κοινωνικών μέσων, όπου ένας εξελικτικός κατακερματισμός δίνει τον ρυθμό σε πολλές, αλλά όχι τόσο ξεκάθαρες, μεταβολές.

Η πλατφόρμα φαίνεται να χάνει τη δημοτικότητά της δίνοντας μάχη για να κρατήσει τους πιο ενεργούς χρήστες, που είναι ζωτικής σημασίας από πλευράς εσόδων. Οι συστηματικοί χρήστες του Twitter, αυτοί που είναι online σχεδόν πάντα και τουϊτάρουν περίπου τρεις έως τέσσερις φορές την εβδομάδα, βρίσκονται σε «απόλυτη πτώση» από την αρχή της πανδημίας, αναφέρει εσωτερικό έγγραφο που βασίστηκε σε σχετική εσωτερική έρευνα της εταιρείας και περιήλθε εις γνώση τού Reuters πριν οριστικοποιηθεί το ντιλ με τον Μασκ.

Οι συστηματικοί «τουίτερς» αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 10% των μηνιαίων συνολικών χρηστών, αλλά παράγουν το 90% όλων των τουίτ και το ήμισυ των εσόδων της εταιρείας σε παγκόσμια κλίμακα. Εκτός αυτού, τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρούνται αλλαγές στα ενδιαφέροντα μεταξύ των πιο ενεργών αγγλόφωνων χρηστών και η διαφοροποίηση αυτή θα μπορούσε να κάνει την πλατφόρμα λιγότερο ελκυστική στους διαφημιστές.

Η προσέλκυση νέου κοινού έχει σαφώς επιβραδυνθεί και το ίδιο ισχύει για το αντίπαλον δέος, το Facebook. Το ποσοστό των Αμερικανών που χρησιμοποιούν το Twitter αυξήθηκε πέρυσι μόλις κατά 1 ποσοστιαία μονάδα -από 15% σε 16%-, ενώ του Facebook φαίνεται να έχει κολλήσει στο 58% του 2013. Σημειωτέον ότι τα περισσότερα έσοδα του Twitter από διαφημίσεις προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και οι περισσότερες διαφημίσεις του που απευθύνονται στο αμερικανικό κοινό στοχεύουν αγγλόφωνους χρήστες.

Εγκαταλείποντας το metaverse

Στην πλευρά των ανταγωνιστών, η κατάσταση είναι επίσης δραματική. Η μετοχή της μητρικής εταιρείας του Facebook, της Meta, κατρακύλησε την περασμένη Πέμπτη σε ιστορικό χαμηλό μετά την ανακοίνωση των θλιβερών οικονομικών αποτελεσμάτων του τρίτου τριμήνου. Στο κλείσιμο της Wall Street, η μετοχή της εταιρείας είχε υποχωρήσει σχεδόν κατά 25%, κάτω από τα 98 δολάρια, στη χαμηλότερη τιμή της από το 2016. Το χειρότερο είναι ότι μέχρι στιγμής φέτος η μετοχή της Meta έχει απομειωθεί κατά 70% (!), με τη χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας να έχει υποχωρήσει στα περίπου 270 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή κάτω από το ένα τρίτο της περσινής αξίας της, όταν υπολογιζόταν στα 900 δισ. Οι επενδυτές φαίνεται να έχουν απογοητευτεί από την επιβράδυνση της ψηφιακής διαφήμισης, τα νέα πρωτόκολλα ασφαλείας στις συσκευές της Apple -που ορθώνουν εμπόδια στους διαφημιστές- αλλά και από το μάλλον χαμένο στοίχημα του metaverse, ο ενθουσιασμός για το οποίο ξεφουσκώνει γρήγορα, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους ανάπτυξης.

Ωστόσο, για έναν καπιταλιστή του ρίσκου όπως είναι ο Έλον Μασκ, αυτή η φθίνουσα αγορά μπορεί εντέλει να κρύβει μεγάλες ευκαιρίες. Πόσο μάλλον όταν μπορείς να κουρέψεις σύριζα το κόστος με τον... πανεύκολο τρόπο των μαζικών απολύσεων και επιβάλλοντας συνδρομή σε όσους θέλουν να αποκτήσουν την ετικέτα του χρήστη «διαπιστευμένης ταυτότητας».

«Είναι απίθανο να έκανε ένα τόσο μεγάλο παιχνίδι για το Twitter αν δεν είχε παράλληλα στρατηγικά επιχειρηματικά συμφέροντα» υπογραμμίζει ο Ενρίκ Αμπεϊτά, πρώην διαχειριστής hedge fund και συντάκτης του Empire Financial Research. Το Twitter προσφέρει στον Μασκ το ψηφιακό ισοδύναμο ενός εξαιρετικού παραθαλάσσιου ακινήτου το οποίο χρειάζεται απλώς μια μικρή ανακαίνιση για να αξιοποιηθεί καταλλήλως. Μεταξύ αυτών, και η μετάβαση σε ένα συνδρομητικό μοντέλο, ενδεχομένως με λιγότερους χρήστες αλλά και με λιγότερους περιορισμούς στο τι θα μπορούν να γράφουν και να μοιράζονται.

Και τι άλλο καλύτερο από το να είναι και followers του θαυμαστού κόσμου του τεχνο-καπιταλισμού...