ΗΠΑ – Ρωσία / Ψυχροπολεμικό πόκερ με επίκεντρο την Ουκρανία

ΗΠΑ – Ρωσία / Ψυχροπολεμικό πόκερ με επίκεντρο την Ουκρανία

Το μπρα-ντε-φερ μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας με επίκεντρο την Ουκρανία συνεχίστηκε χθες, με την Ουάσιγκτον να εντείνει τις πιέσεις εις βάρος της Μόσχας λίγο προτού καθίσει μαζί της στο τραπέζι για ακόμη έναν γύρο διαπραγματεύσεων.

Οι αμερικανικές πιέσεις εκδηλώθηκαν πρώτα απ’ όλα με την απειλή του Προέδρου Τζο Μπάιντεν ότι η Ρωσία θα αντιμετωπίσει σαρωτικά αντίποινα από τη Δύση εφόσον εισβάλει στην Ουκρανία. Προέβλεψε μάλιστα για πρώτη φορά ότι η Μόσχα θα επιτεθεί, προκαλώντας έτσι προσωρινό πανικό στους συμμάχους Ουκρανούς, που εξέλαβαν το σχόλιο ως “πράσινο φως” προς τη Μόσχα για μια μικρής κλίμακας ρωσική επέμβαση.

Ο Μπάιντεν σημείωσε ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν “θα κινηθεί” τελικά κατά της Ουκρανίας, αλλά εκτίμησε πως ο Ρώσος Πρόεδρος δεν θέλει “έναν εκτεταμένο πόλεμο”. Επανέλαβε ότι η Ρωσία θα “πληρώσει βαρύ τίμημα” εάν εισβάλει, αφήνοντας όμως να εννοηθεί ότι μια μικρότερη επέμβαση θα αντιμετωπιστεί διαφορετικά.

Η ασάφεια αυτής της δήλωσης πανικόβαλε το Κίεβο, με αποτέλεσμα αργότερα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να διευκρινίσει ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος αναφερόταν σε κυβερνοεπιθέσεις όταν μιλούσε για επεμβάσεις μικρής κλίμακας.

To δεύτερο κύμα πιέσεων, ενόψει της συνάντησης που αναμένεται να έχει μέσα στα επόμενα εικοσιτετράωρα στη Γενεύη ο υπουργός Εξωτερικών  Άντονι Μπλίνκεν με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ, πήρε τη μορφή άδειας προς τις χώρες της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία) να στείλουν αμερικανικής κατασκευής πυραύλους και άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία.

Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιβεβαίωσε την πληροφορία για την εξουσιοδότηση, χωρίς πάντως να δώσει διευκρινήσεις για το είδος των όπλων. Σημειώνεται ότι οι χώρες που αγοράζουν αμερικανικά οπλικά συστήματα πρέπει να λαμβάνουν ειδική άδεια από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προτού τα μεταφέρουν σε τρίτες χώρες.

Υπενθυμίζεται επίσης ότι τη Δευτέρα ο Βρετανός υπουργός  Άμυνας Μπεν Γουάλας δήλωσε ότι η χώρα του θα προμηθεύσει την Ουκρανία με ένα “νέο πακέτο συστημάτων ασφαλείας” για να συμβάλει στην αύξηση των αμυντικών της δυνατοτήτων έναντι της απειλητικής συμπεριφοράς της Ρωσίας.

Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και η αποδέσμευση 200 εκατομμυρίων δολαρίων επιπλέον βοήθειας από τις ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ουκρανίας. Η Ουάσιγκτον είχε ήδη παράσχει στρατιωτική βοήθεια ύψους 450 εκατομμυρίων δολαρίων στο Κίεβο πριν από τις μετακινήσεις ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία στα τέλη του περασμένου έτους, κάτι  που πυροδότησε τη σημερινή κρίση.

H ουκρανική κυβέρνηση έσπευσε στο μεταξύ να καθησυχάσει την κοινή γνώμη της χώρας ότι οι τελευταίες δηλώσεις Μπάιντεν δεν σηματοδοτούν αλλαγή της αμερικανικής στάσης.

Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι διαβεβαίωσαν ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν διαφορετικά μια “μικρής κλίμακας επέμβαση”, ενώ ο Μιχάιλο Ποντόλιακ, σύμβουλος του Ουκρανού Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, χαιρέτησε το γεγονός ότι ο Μπάιντεν αναφέρθηκε σε συντονισμένη αντίδραση της Δύσης στην περίπτωση που η Ρωσία κινηθεί εναντίον της Ουκρανίας.

Η Μόσχα από την πλευρά της έκανε λόγο για ένα επικοινωνιακό παραπέτασμα που στόχο έχει να αποκρύψει τις “προκλητικές ενέργειες της Δύσης”, ενέργειες που, όπως σημείωσε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα, θα μπορούσαν να έχουν “τις τραγικότερες συνέπειες για την περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια”.

Η ίδια κάλεσε «τις δυτικές χώρες να σταματήσουν την επιθετική αντιρωσική επικοινωνιακή εκστρατεία, να σταματήσουν να συνεισφέρουν στη στρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας σύροντάς τη στο ΝΑΤΟ” και να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στο “να παρακινήσουν το καθεστώς του Κιέβου να συμμορφωθεί με τις συμφωνίες του Μινσκ και τις άλλες διεθνείς υποχρεώσεις του».

To Κρεμλίνο ανακοίνωνε την ίδια ώρα ναυτικές ασκήσεις με τη συμμετοχή 140 πολεμικών πλοίων στον Ατλαντικό, τον Αρκτικό, τον Ειρηνικό Ωκεανό και τη Μεσόγειο. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου  Άμυνας, στόχος των ασκήσεων θα είναι η ενεργοποίηση «ναυτικών, αεροπορικών και διαστημικών δυνάμεων» και η αντιμετώπιση των «απειλών» που προέρχονται από «τις θάλασσες και τους ωκεανούς».