Το αίνιγμα της Λευκορωσίας και ο κυνισμός της ΕΕ

Το αίνιγμα της Λευκορωσίας και ο κυνισμός της ΕΕ

Η αρχή της χρονιάς δεν ήταν άσχημη για τον Αλεξάντερ Λουκασένκο. Οδεύοντας εν μέσω κορονοϊού προς τις εκλογές του Αυγούστου, ο μακροβιότερος ηγέτης της Ευρώπης (για άλλους ο τελευταίος δικτάτοράς της) έδειχνε διάθεση μεγαλύτερης αυτονομίας από τη Ρωσία και μεγαλύτερης συνεργασίας με τη Δύση. Αρνούμενος μάλιστα να ενδώσει στην αυξημένη πίεση της Ρωσίας και θέλοντας να καταστήσει σαφές πως η επιρροή της τελευταίας είναι αποδεκτή μέχρι ενός σημείου ο Λουκασένκο  δεν δίστασε να κάνει ανοίγματα προς τη Δύση, αφενός συμμετέχοντας στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας και την Ανατολική Συνεργασία αφετέρου «σπάζοντας τον πάγο» των σχέσεων με την Ουάσινγκτον υποδεχόμενος στο Μινσκ τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, τον πρώτο υψηλόβαθμο Αμερικανό αξιωματούχο που επισκέφθηκε λευκορωσικό έδαφος από το 1994.

Από την πλευρά της η Ευρωπαϊκή Ένωση, συμβιβασμένη με το γεγονός της πολιτικής ισχύος του Λουκασένκο, έσπευσε να καλύψει μέρος του κενού όπως ξέρει καλύτερα. Χρησιμοποιώντας το «πορτοφόλι» της, διέθεσε μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων σχεδόν ένα δισ. ευρώ σε οικονομική βοήθεια, σε μια κίνηση που ερμηνεύθηκε αφενός ως στήριξη ενός προμαχώνα εθνικής κυριαρχίας ικανού να εμποδίσει τη μετατροπή της χώρας σε ρωσική επαρχία αφετέρου ως αντίδωρο στην προθυμία λευκορωσικών αρχών τα προηγούμενα χρόνια να βοηθήσουν Ευρωπαίους βιομηχάνους να παρακάμψουν τις ρωσικές αντισταθμιστικές κυρώσεις, αναβαπτίζοντας τα ευρωπαϊκά προϊόντα σε «made in Belarus» πριν μεταφερθούν στην Ρωσία.

Η συνέχιση μιας τόσο καλής σχέσης, όμως, βασιζόταν στην προοπτική μιας ακόμη ανενόχλητης επικράτησης του Λευκορώσου ηγέτη στις εκλογές της 9ης Αυγούστου. Κι αν κανένας εκ των αντιπάλων δεν κλόνιζε την παραπάνω βεβαιότητα η εμφάνιση της Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια στο προσκήνιο ήρθε να ανατρέψει τα δεδομένα. Οι πολυπληθείς αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, το αμφισβητούμενο εκλογικό αποτέλεσμα, και η άγρια καταστολή που ακολούθησαν έσπρωξαν το πολιτικό εκκρεμές και πάλι προς το ρωσικό άκρο. Και αν για τη Μόσχα δημιουργήθηκε μια ευκαιρία να «στριμώξει» έναν απείθαρχο σύμμαχο που της έκανε τη ζωή δύσκολη, για τις Βρυξέλλες το αποτέλεσμα κατέδειξε – για ακόμη μια φορά- τα όρια της ευρωπαϊκής πολιτικής και την κυριαρχία των εθνικών στρατηγικών.

Παρά τη φαινομενικά ενιαία στάση του ευρωπαϊκού μπλοκ, που εκφράστηκε υπέρ της αντιπολίτευσης με τη μη αναγνώριση, δια στόματος του Ύπατου Εκπροσώπου Εξωτερικών Υποθέσεων, Ζοζέπ Μπορέλ, του Λουκασένκο ως νόμιμου προέδρου και παρείχε βήμα στην Τιχανόφσκαγια στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο της συνόδου των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις τελευταίες εβδομάδες κατέστη σαφής η παρουσία δύο τάσεων στο εσωτερικό της ΕΕ.

Η πρώτη, η πλέον επιθετική απέναντι στο Μινσκ ήταν αυτή γύρω από τις Βαλτικές χώρες και το ιδιαίτερα ενεργητικό τελευταία Παρίσι. Οι πρώτες, στην προσπάθειά τους να αναχαιτίσουν το εφιαλτικό σενάριο μιας ρωσικής στρατιωτικής εμπλοκής έσπευσαν πρώτες να επιβάλουν κυρώσεις στο Λευκορώσο πρόεδρο και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους, ακριβώς για να υπενθυμίσουν το πόσο ζωτική είναι η θαλάσσια δίοδος που προσφέρουν στην περίκλειστη χώρα, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο για περαιτέρω αυστηρά μέτρα. Όσο για τον Εμανουέλ Μακρόν, οι αρχικές του πρωτοβουλίες του για μεσολάβηση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης (στην οποία ο Λουκασένκο ανταπάντησε υπενθυμίζοντας την εξίσου βίαιη καταστολή των γαλλικών Κίτρινων Γιλέκων) και η επακόλουθη κατηγορηματική άρνηση του για πολιτική λύση που θα περιλαμβάνει τον βετεράνο πολιτικό, θα πρέπει να ειδωθούν εντός του γαλλογερμανικού ανταγωνισμού που τεκταίνεται στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού πλαισίου και στον οποίο η Γαλλία έχει ανάγκη από νίκες που θα της δώσουν τον πρώτο λόγο. Ασφαλώς δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί η πιθανότητα η γαλλική παρέμβαση να αξιοποιεί την κατάσταση και ως ένα σημαντικό μέσο μόχλευσης της διαπραγματευτικής θέσης της για τις μεσογειακές της περιπέτειες.

Η έτερη τάση, η πιο «αμυντική», πίσω της φέρει βαριά τη σκιά του γερμανικού ρεαλισμού και εκκινεί από την κυνική διαπίστωση ότι οι κυρώσεις αποτελούν έναν ενδιάμεσο σταθμό σε μια «ανοικτή» διαδικασία που οφείλει να λάβει υπόψη της τις ιδιαιτερότητες της χώρας, αλλά και τα ρωσικά συμφέροντα. Σε αντίθεση με την πρώτη προσέγγιση, η δεύτερη βλέπει τις κυρώσεις ως ένα διαπραγματευτικό όπλο απέναντι στις ενέργειες της Μόσχας, αλλά δεν διακατέχεται από την επιθυμία για πιο επιθετικές ενέργειες ούτε θέτει την πολιτική απόσυρση του Λουκασένκο ως προαπαιτούμενο. Θεωρεί ότι το κεφάλαιο της σύγκλισης Δύσης και Μινσκ δεν θα πρέπει να θεωρείται λήξαν και στο τέλος της ημέρας θεωρεί τον βετεράνο λαϊκιστή υπό πίεση προτιμότερο από ένα δεύτερο Μαϊντάν, που θα φλέρταρε με το ενδεχόμενο η Λευκορωσία να καταστεί επαρχία της Ρωσίας.

Πέρα από τις διαφωνίες υφίστανται ασφαλώς και σημεία σύγκλισης, όπως η ανάγκη να ασκηθεί πίεση για τη διενέργεια νέων εκλογών, με την υπόσχεση της οικονομικής βοήθειας να συνιστά το κίνητρο συμμόρφωσης για την κυβερνητική πλευρά. Η παροχή ανθρωπιστικής υποστήριξης απέναντι σε πολιτικούς πρόσφυγες και θύματα αστυνομικής βίας είναι ακόμη ένα σημείο που βρίσκει σύμφωνα χωρίς εξαιρέσεις τα κράτη-μέλη της Ένωσης.

Όμως η αλήθεια για ακόμη μια φορά είναι πως η στάση των ηγετών της ΕΕ κινείται με γνώμονα περισσότερο τα επιμέρους συμφέροντα παρά κάποια αφοσίωση στο δημοκρατικό ιδεώδες. Οι όποιες δημοκρατικές ανησυχίες έχουν να κάνουν περισσότερο με τις φοβίες, τα οφέλη και τις προσδοκίες των πολιτικών ελίτ δυτικά του Μινσκ, εξ ου και η όποια ζύμωση αδυνατεί να διαμορφώσει συνεκτική στρατηγική για την Ένωση. Όσο για την μομφή των Βρυξελλών προς την Κύπρο (που επέμενε μέχρι να καμφθεί η αντίστασή της στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία προτού συναινέσει σε αντίστοιχες για τη Λευκορωσία) περί διακινδύνευσης της αξιοπιστίας της Ένωσης θα ενέπιπτε στη θεατρική δραστηριότητα της κωμωδίας, αν δεν αποκάλυπτε τα δύο μέτρα και σταθμά της ευρωπαϊκής πολιτικής.

Εξάλλου, ακόμη και το γεγονός των κυρώσεων, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι σχέσεις Βρυξελλών και Μινσκ έχουν περάσει το σημείο «μη επιστροφής». Δεδομένου ότι οι αξιωματούχοι που περιλαμβάνονται σε αυτές δεν διαθέτουν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία εντός ΕΕ για τα οποία να ανησυχούν και δεν διαφαίνεται το παραμικρό ρήγμα στην πολιτική ελίτ και τις δυνάμεις ασφαλείας της χώρας, ενώ ο Λουκασένκο απολαμβάνει την αποδοχή μιας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας (ιδίως των παλαιότερων γενεών και του κόσμου της υπαίθρου) το πιθανότερο είναι οι σχέσεις των δύο πλευρών να εισέρχονται στη φάση ενός «ήπιου χειμώνα».

Οι νωπές μνήμες της ουκρανικής κρίσης του 2014 έχουν κάνει τις ευρωπαϊκές ηγεσίες πιο ανθεκτικές στον πολιτικό αυταρχισμό, ενώ η έλλειψη συγκεκριμένης στρατηγικής από μεριάς των ΗΠΑ τις κάνει πιο πρόθυμες να βλέπουν την Λευκορωσία μέσα από το πρίσμα της «μεγάλης αδελφής» Ρωσίας. Υπό αυτή την έννοια, αν και είναι ακόμα νωρίς για προβλέψεις, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως είναι αρκετά πιθανό η γεωπολιτική να φροντίσει ώστε ο χρόνος να φύγει με τις ίδιες ευοίωνες προοπτικές με τις οποίες μπήκε για τον Λουκασένκο. Δεν μπορεί να κάνει το ίδιο για τη δημοκρατική συνέπεια των ευρωπαϊκών ηγεσιών.

*Ο Βαγγέλης Μαρινάκης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
**Το κείμενο περιλαμβάνεται στο
34ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ