Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
22.8°C26.3°C
3 BF 32%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.6°C26.2°C
3 BF 34%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
19.0°C24.8°C
2 BF 50%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.8°C21.8°C
2 BF 65%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
23.9°C24.5°C
2 BF 33%
Αμερικανική κωμωδία
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Αμερικανική κωμωδία

Του Λέανδρου Πολενάκη

Οι “Νεφέλες” του Αριστοφάνη είναι μια δύσκολη περίπτωση. Διαθέτει εξαίσια λυρικά χορικά, μια ποίηση διαχρονικής, παγκόσμιας αξίας, ανεξάρτητη από το υπόλοιπο έργο, γραμμένο μάλλον βιαστικά, σε αντικατάσταση της ομώνυμης (σήμερα χαμένης) πρώτης εκδοχής που είχε αποτύχει στα Μεγάλα Διονύσια του 423 π.Χ. (πήρε την τρίτη θέση) εκνευρίζοντας τον ποιητή. Θέλησε να πάρει τη “ρεβάνς” με το αναθεωρημένο, “βελτιωμένο” κείμενο που δίδαξε μάλλον το 416 π.Χ. Το δηλώνει και ο ίδιος στην “παράβαση”. Δεν γνωρίζουμε τους λόγους της αποτυχίας της πρώτης εκδοχής, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι η δεύτερη ήταν περισσότερο προσαρμοσμένη στα ιδεολογικά και άλλα στερεότυπα του μέσου Αθηναίου θεατή, στο δραματικό τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα. Κινητήριος μοχλός του έργου είναι η πολεμική του Αριστοφάνη κατά των σοφιστών. Με όπλο τη συνηθισμένη απότομη μετάβαση από το λυρικό στο κωμικό, από το σοβαρό στο αστείο και από το δραματικό στο γελοίο. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Εντοπίζουμε δύο αντιφάσεις. Από τη μία μεριά ο ποιητής μοιάζει με τον έντονο λυρισμό του να στηρίζει το οικοδόμημα της ορφικής κοσμογονίας που αποδέχεται τη θεϊκή φύση των ουρανίων σωμάτων σε αντίθεση με την κρατούσα Ησιόδεια. Κι από την άλλη, να την καταδικάζει ως επικίνδυνο νεωτερισμό της σοφιστικής! Η δεύτερη αντίφαση αφορά στο πρωταγωνιστικό πρόσωπο του Σωκράτη, που παρουσιάζεται ως ο ηγέτης του κινήματος των σοφιστών, ενώ ήταν ο κύριος αντίπαλός τους.

Πρέπει να υποθέσουμε ίσως ότι το συγχυσμένο μέσο αθηναϊκό κοινό του 416 όντως μπέρδευε τον Σωκράτη με τους σοφιστές και τον αρχαίο ορφισμό που ζούσε μια αναζωπύρωση στους κύκλους των διανοούμενων, με το κίνημα των ριζοσπαστών νεωτεριστών. Ο Αριστοφάνης του προσφέρει έτσι αυτό ακριβώς που θέλει: στοχοποιεί τον Σωκράτη για αμφότερα τα “καινά δαιμόνια” για να εξασφαλίσει την εύνοιά του. Μεγάλος ποιητής ο Αριστοφάνης, αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτοδικαίως ότι ήταν και πρότυπο τιμιότητας.

Το σκάνδαλο με τον Σωκράτη δεν ήταν οι ιδέες του, αλλά ότι δίδασκε δωρεάν, “χαλώντας την πιάτσα”. Οι σοφιστές (αντίστοιχοι με τα σημερινά ακριβά ιδιωτικά σχολεία των “αρίστων”) πληρώνονταν αδρότατα από τους πλούσιους Αθηναίους για να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους. Κατά κάποιον τρόπο ήταν “υπάλληλοί” τους, άρα ελέγχονταν. Ο Σωκράτης όχι. Αυτή είναι η κρίσιμη διαφορά.

Τι είδαμε από όλα αυτά στην Επίδαυρο; Αρχίζω από τη μετάφραση του Γιάννη Αστερή, που επιχειρεί να επανεγγράψει τον λυρικό τόνο του κειμένου σε απλά καθημερινά ελληνικά, τα οποία, σε πείσμα της βιαστικής κατάργησης των τόνων, διατηρούν στο βάθος, για όσους έχουν ασκημένο μουσικό αυτί, τον προσωδιακό τους ρυθμό. Κατανοώ. Αλλά δεν μπορώ να την κρίνω συνολικά λόγω των αλλοιώσεων που υπέστη στην πράξη. Ποιος ευθύνεται, π.χ., για την αστοχία να μπει στο στόμα του χορού μια φράση όπως “ο θεϊκός Πλάτων”, όταν ο Πλάτων, όταν διδάσκεται το έργο, είναι το πολύ έντεκα ετών;

Για τη σκηνοθεσία: τι μπορεί να κάνει σήμερα ο σκηνοθέτης με αυτό το δύστροπο έργο που αντιστέκεται σε όλες τις προσεγγίσεις; Μια μουσική παράσταση, θα ήταν, ίσως, η λύση. Να προταχθούν τα εξαίσια χορικά αυτονομημένα, με την υπόλοιπη δράση σε αργούς, χορευτικούς ρυθμούς, ρελαντί και υπνοβατούσα, σαν μέσα σε όνειρο. Εδώ η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο, δίνοντας το έργο ως ξεκαρδιστική κωμωδία καταστάσεων σε εξωφρενικούς ρυθμούς αμερικανικού σινεμά, με αλλεπάλληλα “γκαγκς” που αιφνιδιάζουν την όψη. Όλοι και όλα στην παράσταση υπηρετούν αυτή την άποψη, και μάλιστα στη διαπασών, χωρίς παύσεις και χωρίς ανάσα. Από το “λέγκο” σκηνικό με γυμνούς γυναικείους γλουτούς στα παράθυρα (Κλειώ Μπομπότη) μέχρι τα κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη) που θύμιζαν “βωβό”, και την κίνηση του Τάσου Καραχάλιου, τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, τη μουσική του Ανρί Κεργκομαρ. Όλα καλά. Μόνο που, σ' αυτή την περίπτωση, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τους Έλληνες ηθοποιούς που έδιναν χρώμα (ξεχώρισα την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, την Αλεξάνδρα Αϊδίνη, την Έμιλυ Κολιανδρή, τον Αινεία Τσαμάτη), θα χρειάζονταν για να καλύψουν το διάνυσμα της σκηνοθετικής αντίληψης πέντε έως δέκα Τζέρι Λιούις και ισάριθμοι Πίτερ Σέλερς.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL