Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
18.2°C22.0°C
1 BF 47%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
18 °C
14.7°C21.2°C
2 BF 57%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
16.0°C19.4°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.8°C21.5°C
1 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
14.9°C18.4°C
2 BF 63%
ΔΙΗΓΗΜΑ / Τάνια
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

ΔΙΗΓΗΜΑ / Τάνια

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ - ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Στην Ελένη της Ντίνας

Απέναντί μας ήρθαν καινούργιοι νοικιαστές, μια κυρία μ’ ένα κοριτσάκι, να, σαν εσένα, είπε η παπούγιαγια στην εγγονή της μια μέρα που πήγε να τους δει. Κοριτσάκι; έκανε εκείνη, πώς είναι, πώς τη λένε; Νομίζω πως τη λένε Τάνια, είπε, απ’ τη Ρωσία είναι, Ρώσοι. Τι θα πει ροσία, τι είναι ρόσοι, ρώτησε. Δεν ξέρω τίποτ’ άλλο παρά μονάχα ότι είναι από μια χώρα μακρινή και ήρθαν απέναντί μας να μείνουν, ό,τι μάθω από δω και πέρα γι αυτούς θα στο πω. Θέλεις να την φωνάξεις να παίξετε; Ντρέπομαι, είπε.

Πήγαινε στην παπούγιαγια κάπου κάπου μόνη της, η μάνα της τής έβαζε στο τσεπάκι όνομα και διεύθυνση σπιτιού, μη μπερδέψει τα σοκάκια και χαθεί.

Εκεί έπληττε πολλές φορές, δεν είχε καμιά φιλενάδα, τα καλοκαίρια καθόταν σε σκαμνάκια έξω απ’ το σπίτι, τι να σεργιανίσουν πια, τα κάρα με τα άλογα μόνο πατιρντί κάνανε πάνω στους κυβόλιθους και κάπου κάπου να, κάτι κουράδες σκέτη σιχασιά, να σου γυρίζουν τ’ άντερα. Αλλά και τον χειμώνα, καθισμένες στο μιντέρι, όταν έξω φυσούσε δαιμονικά και το κρύο έμπαινε ακόμα κι απ’ τις χαραμάδες της πόρτας, τι εικόνα να είχε από τον έξω κόσμο, απ’ το θολό παράθυρο της βροχής, τίποτα δεν την παρηγορούσε. Μια φορά που πήγε να μείνει κάμποσο μαζί τους, τη δεύτερη κιόλας μέρα εξαφανίστηκε απ’ το σπίτι, την έψαχναν στον κήπο, στην αυλή, στην ξυλαποθήκη, σ’ όλες τις πιθανές κρυψώνες, τίποτα, κι άξαφνα άκουσαν κάτι σαν κλάμα να έρχεται απ’ την κουζίνα, την βρήκαν χωμένη κάτω απ’ το τραπέζι με το μακρύ δαμασκηνί τραπεζομάντιλο, καθισμένη σταυροπόδι, να κλαίει ασταμάτητα, βγες από κει μικρέ Βούδα της είπε η παπούγιαγια, θέλω να πάω στην μαμά μου απάντησε, εντάξει, θα σε στείλω αύριο σαν ξημερώσει.

Το κοριτσάκι απέναντι παίζει μόνο του, σύρε κοντά του να το συντροφέψεις, της είπε μια μέρα, κι εκείνη, πώς για, δίσταζε να κάνει την αρχή. Μπες στο «κουτσό» μαζί της, άγγιξέ την, μίλησέ της κι όλα θα γίνουν από μόνα τους, πάρε και δυο καραμέλες να της δώσεις, θα ταιριάξετε σου λέω, θα κολλήσετε, κι αυτή μοναχούλα είναι, άντε πάνε. Πλησίασε ντροπαλά, η Τάνια αμέσως της χαμογέλασε, αναθάρρεψε εκείνη, έριξε κάτω την ομάδα της, σε λίγο τα πηδήματά τους πήγαιναν αρμονικά χάνοντας - κερδίζοντας η μια την άλλη, κούτσα κούτσα μέχρις εξαντλήσεως ως τη νύχτα που τα τσιμπλιασμένα φώτα του δρόμου τρεμοπαίζανε μέσα στα μάτια τους και τους πονούσαν, και τα πόδια τους ξερά σαν κούτσουρα σταματούσαν σε μια δίκαιη παραίτηση.

Ένα σουρούπωμα, μετά από ένα ξεθεωτικό παιχνίδι, την έπιασε απ’ το χέρι η Τάνια και ανέβηκαν στο σπίτι της. Όταν άνοιξε η πόρτα βρέθηκαν σε μια μεγάλη σάλα, σχεδόν άδεια, ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι με δυο καρέκλες μονάχα, παράθυρα χωρίς κουρτίνες, μια εταζερούλα στον τοίχο και πάνω σ’ ένα κεντητό δυο - τρεις φωτογραφίες χωρίς κορνίζες, δεν τόλμησε να πάει κοντά να τις κοιτάξει, ένας ηλεκτρικός γλόμπος κρεμόταν απ το ταβάνι γυμνός, μια ερημιά την έπιασε, ένα πάγωμα. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε μια νέα γυναίκα, λιπόσαρκη αλλά με παράξενη ομορφιά, φορούσε μια πολύχρωμη ποδιά κουζίνας και μια υφαντή μαντίλα χαλαρή στο κεφάλι της, απ’ όπου ξέφευγαν δαχτυλίδια απ’ τα ρούσα μαλλιά της, χαμογελούσε αμυδρά με πονεμένο θαρρείς στόμα, οι πράσινες λίμνες των ματιών της θύμιζαν στάσιμα νερά, μάμα, είπε η Τάνια δείχνοντάς την, με γλύκα στη φωνή, που ωστόσο δεν έκρυβε ένα τόνο μελαγχολίας μέσα από την εμφανή λατρεία για την μητέρα της. Στεκόντουσαν και οι τρεις τους αμήχανα όταν η Τάνια της έβαλε κάτι στο χέρι, μπάμπουσκα, είπε γελαστά, αυτό είπε μόνο κι εκείνη δεν ήξερε αν είναι ένα δώρο από την φιλενάδα της, ένας χαιρετισμός, μια επισφράγιση της φιλίας τους (ή μήπως ένας αποχαιρετισμός;).

Το ‘δειξε στην παπούγιαγια, τι θα πει μπάμπουσκα, ρώτησε, δεν ξέρω, ξύλινο είναι, δε θα σπάσει ποτέ, φύλαξέ το.

Οι επισκέψεις της πλήθαιναν ολοένα, πάλι θα πας; της έλεγε η μητέρα της, δεν απαντούσε εκείνη, σα να είχε το μυστικό της, την ολοδική της ζωή, μια αδημονία να βρεθεί με την Τάνια να παίξουν το κουτσάκι τους, μ’ αυτή την Τάνια που ξεφύτρωσε απ’ το πουθενά, σα να έγινε αυτό για χάρη της, κι ούτε παπούγιαγια πια ούτε τίποτα άλλο. Τάνια... Τάνια..., την μάγευε τ’ όνομά της, την έβλεπε στον ύπνο της, κοιμόταν με την μπάμπουσκα δίπλα στο μαξιλάρι της.

Μια μέρα έκοψε η γιαγιά της ένα κλωνάρι απ’ τη σαλκιμιά της αυλής μ’ ένα μωβ σαλκίμι σαν ένα τσαμπί σταφύλι μυρωδάτο, να πας κι εσύ κάνα δώρο στη φιλενάδα σου, είπε, το ‘βαλε η μητέρα της σ’ ένα ποτήρι με νερό, μοσχοβόλησε η σάλα, άλλαξε όψη θαρρείς, σπασίμπα, είπε η Τάνια με χαρά και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί, τι θα πει σπασίμπα ρώτησε πάλι όταν πήγε στην παπούγιαγια, δεν ξέρω, πού να ξέρω, ήταν η απάντηση.

Όταν ήταν μόνη τραγουδούσε αυτές τις δυο λέξεις, μπάμπουσκα και σπασίμπα κι ήταν σαν να άνοιγε ένα μαγικό μουσικό κουτί και δυο μικρές χορεύτριες, εκείνη και η Τάνια χόρευαν αντικριστά.

Ένα απόγευμα, προτού να πάει στην γιαγιά της να πει, να, ήρθα πάλι, εδώ είμαι, πήγε κατευθείαν στην Τάνια, κάνει ν’ ανοίξει την σιδερένια αυλόπορτα, δεν άνοιγε, βάλθηκε να την τραντάζει με τα χεράκια της, Τάνια... Τάνιααα... φώναζε, από απέναντι άκουσε τη φωνή της η παπούγιαγια, βγήκε έξω κι έξω, μη βροντάς, μη φωνάζεις άδικα, έφυγαν, είπε. Γύρισε και την κοίταξε με κάτι δύσπιστα μάτια, αγριεμένα, σαν ζώα του δάσους, έτοιμα να κατασπαράξουν ό,τι ζωντανό βρεθεί μπροστά τους, και σαν να ήταν εκείνη η αιτία της συμφοράς της, ένα μίσος θανατερό βγήκε απ’ το στόμα της κι έβγαλε μια κραυγή που ακούστηκε θαρρείς στα πέρατα του κόσμου: σκατόγριααα...

Εκείνη την πήρε στην αγκαλιά της, έλα πάνω της, είπε, σου έφτιαξα λουκουμάδες, έλα να γλυκαθείς να ημερέψεις, και μια γειτόνισσα από δίπλα, δεν έχει ώρα που έφυγαν είπε, είχαν να πληρώσουν τρία νοίκια και τις έδιωξαν, ένας γέρο Ρώσος μ’ ένα κάρο τις πήρε με τα λιγοστά τους πραγματάκια, τις είδα, κάθονταν πάνω στους μπόγους τους, η Τάνια κρατούσε ένα μαραμένο μωβ λουλούδι που έγερνε σα λιποθυμισμένο κεφαλάκι, δεν ξεχώρισα καλά αλλά μου φάνηκε πως το ξεφύλλιζε κι έριχνε τα άνθη του σαν σημάδια για τον δρόμο τους.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL