Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
14.5°C19.6°C
3 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
13.5°C17.7°C
1 BF 73%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
14.3°C16.6°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
14.8°C18.0°C
1 BF 58%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
16.3°C16.3°C
1 BF 65%
Τα τεκμήρια της πατριωτικής ηθικής και το εαμικό αφήγημα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Τα τεκμήρια της πατριωτικής ηθικής και το εαμικό αφήγημα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ (επιμ), Τα ημερολόγια του Γιώργου Μπρουζιώτη 1936-1946, εκδόσεις Θράκα, σελ. 353

Στον Γιώργο Μήλια

Ο Γιώργος Μπρουζιώτης (Ραψάνη, 1919 - Δοβά Τεπέ Σερρών, 1949) υπήρξε ένα από τα πολλά θύματα στις συγκρούσεις του μακεδονικού μετώπου κατά τα τελευταία χρόνια του Εμφυλίου. Σιδηροδρομικός στον περιφερειακό σταθμό του Παπαπουλίου, κοντά στη Ραψάνη, προσχωρεί στις αντιστασιακές/ανταρτικές ομάδες «μέσα από μια ηθική προσέγγιση των πραγμάτων», όπως αναφέρει στον πρόλογό του ο επιμελητής. Στην αρχή βοήθησε στην Επιμελητεία του Αντάρτη και ενώ μεταπολεμικά (1946) στρατεύθηκε, αυτομόλησε στον ΕΛΑΣ όταν πληροφορήθηκε την εκτέλεση του μεγαλύτερου αδελφού του. Τώρα, περίπου εβδομήντα χρόνια από το θάνατό του, βγήκαν τα ημερολόγια που κράτησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1936-1946, ενός διαστήματος ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, καθώς καλύπτει την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας και φθάνει ως τις παρυφές του δεύτερου και αιματηρότερου εμφύλιου. Τα ημερολόγιά του διασώθηκαν από μέλη της οικογένειάς του, στη Ραψάνη και στη Λάρισα και φροντίστηκαν εκδοτικά από τον Γιάννη Φασούλα, ανιψιό από την αδελφή του Γ. Μπρουζιώτη. Η συγγενική σχέση ωστόσο δεν συνέβαλε στη δημιουργία της εικόνας ενός μυθικού ήρωα στη φαντασία του επιμελητή, κάτι αρκετά σύνηθες στους κατιόντες των ανταρτών του ΔΣ· αντιθέτως, με αφορμή την ανάγνωση των εγγραφών του θείου του, αναπτύχθηκαν μέσα του αισθήματα στοργής, έτσι ώστε να τον αναπαριστάνει στα σχόλιά του και στο προλογικό του σημείωμα αγαπητικά, ως οικεία μορφή του οικογενειακού εικονοστασίου. Να πώς σκιαγραφεί το πορτραίτο του: «Με ιστορικό φόντο τη γερμανική κατοχή και μες στον αχό του αντάρτικου ξεσηκωμού και των ανατινάξεων, ο Γιώργος ζούσε την απέραντη μοναξιά του. Την ώρα που έβαζε τις δυναμίτιδες στα τραίνα που περνούσαν, την ώρα που συναλλασσόταν στη μαύρη αγορά, βίωνε παράλληλα και τη μοναξιά του νεαρού κλειδούχου, απομονωμένου μέσα σ’ έναν μικρό και έρημο επαρχιακό σιδηροδρομικό σταθμό» (σ. 15).

Από την μορφή και την ύλη του βιβλίου καταλαβαίνουμε επίσης το γιατί ήταν χρονοβόρα η διαδικασία της φροντίδας του, όπως και το μέγεθος του μόχθου του Φασούλα, καθώς πέρασε από έλεγχο όλες τις ημερολογιακές καταγραφές, ενοποίησε όπου χρειαζόταν την ορθογραφία, συμμάζεψε τη σύνταξη των κειμένων, πρόσθεσε σχόλια ώστε οι συνήθως τηλεγραφικές και δυσανάγνωστες, λόγω της βιασύνης, εγγραφές του Γ. Μπρουζιώτη, ιδίως στο πρώτο ημερολόγιο, να είναι πιο ευπρόσιτες και κατανοητές στον σημερινό αναγνώστη. Μαζί με χρονολόγια, καταλόγους, ευρετήρια, ακόμα και γλωσσικές παρατηρήσεις, λαμβανομένης υπ’ όψιν της ακαταστασίας και της πολυμορφίας των εγγραφών, αφού ο Μπρουζιώτης, με μόλις επαρκή στοιχειώδη παιδεία, συχνά μπέρδευε την επίσημη καθαρεύουσα με την ομιλουμένη αλλά και την ιδιωματική της ιδιαίτερης πατρίδας του. Μ’ άλλα λόγια, δουλειά φιλολόγου, μα αδέκαστου και τίμιου απέναντι στο υλικό που ήρθε στα χέρια του, καθώς στάθηκε χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις απέναντι στα ημερολόγια του θείου του. Άξιος ο κόπος του, θα έλεγα, γιατί, ενώ δεν αλλάζει άρδην ο σχετικός ορίζοντας των γνώσεών μας για τη ροή των πραγμάτων που συνέβησαν τότε, ούτε αλλάζει βέβαια η ευρύτερη ιστορία της περιοχής και της εποχής με την αποδελτίωση των μικρών και συχνά ασήμαντων καθημερινών μικρογεγονότων, δεν παύουν οι «μικροαφηγήσεις» όπως αυτές που επιμελήθηκε ο Γ. Φασούλας να μάς είναι χρήσιμες. Οι προσπάθειες των πολλών και ενίοτε χωρίς δημόσιο εκπτόπισμα αφανών, να πουν το λόγο τους για όσα έζησαν, όχι σπάνια συμπληρώνουν τα υπάρχοντα κενά, ζωντανεύουν με τον αυθόρμητο λόγο τους την ακαδημαϊκή γλώσσα και τη μονολιθικότητα της «επίσημης» ιστορίας, ή και ενδεχομένως μετακινούν κάπως τον ορίζοντα των κατακυρωμένων, μεγάλων ιστορικών αφηγήσεων. Το ότι δεν έπαιξαν ηγετικό ρόλο σε μια ιστορική στιγμή, δεν σημαίνει και ότι τα γραπτά που άφησαν χάνουν τελείως το ενδιαφέρον τους. Λ.χ., στις καταγραφές του Μπρουζιώτη θα συναντήσουμε ήσσονος ίσως κλίμακας παρατηρήσεις που όμως με το πέρασμα του χρόνου το νόημά τους απέκτησε μια άλλη σημασία. Ας πούμε, λεπτομέρειες για την τροφοδοσία του ΕΛΑΣ, για τις σχέσεις που αναπτύσσονταν στις τοπικές κοινωνίες της Θεσσαλίας, για τις αγροτοκτηνοτροφικές ασχολίες, για την οργάνωση της ζωής στα χωριά και στις κωμοπόλεις, για τις διασκεδάσεις και τα ήθη του κοινοτικού περιβάλλοντος αλλά και για το φρόνημα των ανθρώπων που υπήρχε προπολεμικά όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση το πιο συγκροτημένο μέρος του βιβλίου είναι αυτό που βρίσκεται στις σελ. 109-242, δηλαδή στις εγγραφές από τον Ιούλιο του 1943 ως τον Μάρτιο του 1945, και τούτο λόγω του ότι εδώ ο Μπρουζιώτης αναπτύσσει περισσότερο τις σκέψεις του και οι περιγραφές του ξεφεύγουν από τις πρότερες και πρόχειρες εξαιρετικά συνοπτικές καταγραφές. Μα και λόγω του ότι δίνει επιπλέον πάσης φύσεως πληροφορίες, λαογραφικές, οικονομικές, κλπ. που βοηθούν τον αναγνώστη να αναστήσει με τη δική του φαντασία τη ζωή του νεαρού σιδηροδρομικού. Μου φαίνεται όμως ότι το ακόμα ουσιωδέστερο μέρος βρίσκεται στις σελ. 247-277, προπάντων στις ενότητες «Μερικές μικρές ενθυμήσεις και « Η μικρή περίληψις της ζωής μου». Σ’ αυτές πράγματι, έτσι όπως γίνεται ο λόγος του πιο προσωπικός και άμεσος, κάνει πιο αντιληπτή την πρωτογενή έστω, μακρυγιαννίζουσα πάντως και σίγουρα υποσχόμενη αφηγηματική του ικανότητα. Η οποία, ενδεχομένως, κάτω από άλλες συνθήκες και εφ’ όσον επιβίωνε της μοιραίας όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα αλλά και βλακώδους εμφύλιας σφαγής, θα γινόταν πιο καίρια και βαθύτερη. Δείγμα ενός ευσυγκίνητου λόγου αλλά με ήδη εμφανές το αφηγηματικό δώρημα είναι και το εξής: «Τώρα μάλιστα κατά το τέλος του έτους [1942] κάποια ξένη, δια να με προσελκύση, μου έριχνε γράμματα δω εις το σπιτάκι, αλλά μάταια αφήνονται, διότι με τα γράμματα κανείς δεν φέρνει αποτέλεσμα· πρέπει να θέλη η καρδιά. Και χωρίς να το θέλη, κάθεται εδώ εις τον κ. Παπαβασιλείου ως δούλα, ίσως και καταφέρει τον κλειδούχο· και αυτή είναι η ανιψιά του από τη Λάρισα και η οποία ονειροπολεί για μένα και ήθελα να μάθω το τέλος του κοριτσιού αυτού, το τι θα απογίνη, αλλά και το δικό μου τέλος!» (σελ. 276) Πιο σημαντικό όμως κατά τη γνωμη μου είναι αυτό που ακολουθεί, όπου ο Μπρουζιώτης, ενώ αρχίζει η πείνα το 1941, βάζει μόνος στον εαυτό του κάποια διλήμματα ηθικής τάξεως, έστω με την αφέλεια και την απολυτότητα της ηλικίας του: «Όπως το προηγούμενο έτος [1942] έτσι και φέτος η μαύρη αγορά δεν λείπει [...] Καλά, εκείνοι που έχουν δίδουν, αλλά εκείνοι που δεν έχουν, ωσάν τους υπαλλήλους που περιμένουν από το μισθό τους να ζήσουν, τι να δώσουν; [...] Δι’ αυτό λοιπόν όλοι απολύθηκαν και κάνουν την μαύρη αγορά και προπαντός οι γυναίκες. Όλες οι γυναίκες τρέχουν εις την μαύρη και δίδουν και αυτό το σώμα τους. [...] Δεν μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει κορίτσι που να μην τα έχη μπλεγμένα με Ιταλό. [...] Μόνο στα χωριά υπάρχει λίγη τσίπα» (σ. 254).

Επέμεινα σ’ αυτές τις εγγραφές που έγιναν πριν από την κατοπινή, οργανική ένταξη του Μπρουζιώτη στο ΕΑΜ, για δυο λόγους: αφ’ ενός διότι μετά το 1943 αρχίζει -πράγμα εύλογο- να σκέπτεται και να βλέπει μέσω της καθοδήγησης, χρησιμοποιώντας -αν και όχι πάντοτε- την στρατευμένη λογική και συλλογιστική της, και αφ’ ετέρου διότι η γραφή του για τον προσεκτικό αναγνώστη, ενώ ως τα πρώτα χρόνια της Κατοχής είναι αυθόρμητη, μόλις ο Μπρουζιώτης οργανώνεται η έκφρασή του γίνεται πιο στρογγυλεμένη αλλά συνάμα πιο συγκρατημένη, περισσότερο στεγνή και προσαρμοσμένη στην διατύπωση και στο ύφος της εκ των άνω «ιδεολογικής γραμμής». Ένα πράγμα που μου κίνησε το ερευνητικό ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι αν και δεν του έλειπε το θάρρος απουσιάζουν τόσο από τα ημερολόγια όσο και από τα άλλα συναφή κείμενά του, που άφησε παρακαταθήκη στους συγγενείς του προτού ενταχθεί στον ΕΛΑΣ, οι πληροφορίες για το πώς προσεγγίστηκε και οργανώθηκε, και, ενδεχομένως, κάποιες σκέψεις του για το πώς πέρασε από την εθνιστική / φαλαγγίτικη στην λαοκρατική μαθητεία, ή, αλλιώς, από τον νεανικό σεβασμό προς τον οδηγό - κυβερνήτη Μεταξά στην οψιμότερη πίστη του για τον οδηγητικό ρόλο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Είναι ένα ζήτημα που το θεωρώ κρίσιμο για τη συγκρότηση της πολιτικής συνείδησης πολλών νέων της εποχής, ζήτημα όμως που συστηματικά το παρακάμπτει η λεγόμενη αριστερή ιστοριογραφία, θεωρώντας αβασάνιστα ότι η στράτευση στο ΕΑΜ, ιδίως μεταξύ των νέων της επαρχιακής Ελλάδας, συντελέστηκε κάπως αυτοματικά, με την ταυτόχρονη απομυθοποίηση και αποδόμηση του μεταξικού εθνισμού! Μαρτυρίες όμως όπως αυτή του Μπρουζιώτη, αλλά και παραδείγματα αρκετών επωνύμων, όπως ο Β. Ρώτας, ο Μ. Αυγέρης, ο Μ. Θεοδωράκης, η Ρ. Μπούμη - Παππά, ο Νίκος Παππάς κ.ά., μάς βοηθούν να μην ακολουθήσουμε την πεπατημένη. Η υπόθεση εργασίας, στηριγμένη ασφαλώς σε υπαρκτά τεκμήρια, ότι η υπόθαλψη από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του πατριωτισμού ως συγκρουσιακού στοιχείου της εθνικής συνείδησης ενσωματώθηκε και μεταστοιχειώθηκε στο εαμικό αφήγημα, ως μέρος μιας απελευθερωτικής πολιτικής στρατηγικής , θα έλεγα πώς δεν είναι ίσως και τόσο έωλη! Έτσι και στην περίπτωση του Μπρουζιώτη, αυτό που συνδέει τις δυο «αντίθετα πολιτικές» περιόδους της ζωής του είναι η σταθερή πίστη που είχε για το μείζον αναγκαίο της μάχιμης πατριωτικής δράσης. Το όραμα της αγωνιζόμενης πατρίδας είναι που τον κάνει, καθώς ταξιδεύει με το τραίνο στο μέτωπο, να σημειώνει με έμφαση (και με θλίψη) «εις τας 29 Ιανουαρίου 1941 πέθανε ο μέγας κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς» (σ. 272), ενώ στις 25 Δεκεμβρίου του 1943 να αναφέρει: «Ευτυχώς σε μας εδώ, εις την Ραψάνη, είναι κάπως μια ελευθερία, κάπως ο κόσμος γυρίζει, και με την απόφασι μέσα του ότι μια μέρα θα γυρίσει ο τροχός για να δουν τη γνήσια ελευτεριά, την γνήσια πατρίδα ελεύθερη που θα την διοική ο λαός πιά».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL