Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.2°C23.6°C
2 BF 62%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
17.4°C22.5°C
2 BF 64%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
18.2°C19.9°C
4 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
24 °C
21.0°C24.8°C
4 BF 46%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
22 °C
21.9°C23.5°C
3 BF 40%
Μπολιβάρ: το όνομα αυτού, Κολοκοτρώνης
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Μπολιβάρ: το όνομα αυτού, Κολοκοτρώνης

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Στα προηγούμενα κείμενά μου, νομίζω ότι προσκόμισα επαρκείς αποδείξεις, ιδίως μέσα από το “ξεκλείδωμα” των στίχων “Στρατηγέ/ τι ζητούσες στη Λάρισα/ συ/ ένας/ Υδραίος;”, όπου διά του Υδραίου πλοιάρχου, Κυριάκου Σκούρτη, προβάλλει αντιστικτικά, ως πρωταγωνιστής του ποιήματος Μπολιβάρ, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ίσως όμως υπάρχουν κάποιοι αναγνώστες που διατηρούν ορισμένες αμφιβολίες, όπως γίνεται πάντα όταν ανατρέπονται βεβαιότητες ή εντυπώσεις δεκαετιών. Έτσι, δεν έχω άλλη επιλογή, παρά να συνεχίσω την έρευνα, επικεντρώνοντας τώρα σε έναν κρίσιμο στίχο: “Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο”.

Απευθύνομαι στον ισπανομαθή φιλόλογο Βασίλη Αλεξίου, αναζητώντας κάποια ένδειξη στο ίδιο το όνομα του Μπολιβάρ. Η απάντηση που λαμβάνω δεν με διαφωτίζει: “Simón José Antonio de la Santísima Trinidad Bolívar y Palacios Ponte-Andrade y Blanco, ήτοι Σιμόν Χοσέ Αντόνιο της Αγίας Τριάδας Μπολίβαρ και των Ανακτόρων Πόντε-Αντράντε και Μπλάνκο. Είναι βασκικής προέλευσης. Πιθανόν να προέρχεται από το bolu + ibar: μύλος της όχθης, ή από το olo + ibar: χωράφι βρώμης...”. Δεν βγαίνει κανένα συμπέρασμα, για κάποια ένδειξη κρυμμένη στο όνομα του Μπολιβάρ. Αλλά και δεν συνάδει με την αισθητική του Εγγονόπουλου, να ερμηνεύσουμε τον στίχο ως μια μεταφορά σοσιαλρεαλιστική, όσον αφορά το “μέταλλο”, ή ως μεταφορά χριστιανική, όσον αφορά το (άγιο) “ξύλο”.  Έτσι, αφήνω τον στίχο μετέωρο και προστρέχω σε μία ακόμα πηγή πληροφοριών, πηγή που κάποτε ευρίσκετο σε κάθε αστικό σπίτι, δηλαδή τη μεσοπολεμική έκδοση του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού Ελευθερουδάκη, αναζητώντας το λήμμα Κολοκοτρώνης:

Κολοκοτρώνης. Όνομα αρχαιοτάτης οικογενείας της Πελοποννήσου...”.

Διαβάζω την περιγραφή της ζωής και των -πολεμικών κυρίως- έργων όλης της οικογένειας Κολοκοτρώνη και, φθάνοντας στο τέλος του λήμματος, βρίσκομαι μπροστά στο αμέσως επόμενο λήμμα, που κι αυτό επιγράφεται κολοκοτρώνης, με πεζό το αρχικό “κ”:

κολοκοτρώνης (σουγιάς). Μαχαιρίδιον του θυλακίου πτυκτόν, του οποίου το έλασμα έχει το μεγαλύτερον πλάτος περί το μέσον του μήκους του. Η λαβή είναι ξυλίνη μετά σχισμής προς εγκάθισιν του ελάσματος.

Από μέταλλο και ξύλο, λοιπόν, ο σουγιάς που φέρει το όνομα κολοκοτρώνης. Γιατί όμως φέρει αυτό το όνομα; Συνεχίζω την ανάγνωση του λήμματος:

Εγκυκλ. - Το όνομα κ[ολοκοτρώνης] έδωκεν ο ελληνικός λαός εις το μαχαιρίδιον τούτο κατόπιν του εξής επεισοδίου, σχετιζομένου προς τον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην: Ότε ούτος, ηττηθείς κατά τον εμφύλιον πόλεμον, απήγετο εκ Ναυπλίου εις Ύδραν (1825) ίνα φυλακισθή, παρέδωκεν εις τας αρχάς τον οπλισμόν του, μη εξαιρουμένου ουδέ του μικρού μαχαιριδίου διά του οποίου έκοπτε τον άρτον του. Διερχόμενος ακολούθως προ μικρού εμπορικού και ιδών κάλαθον περιέχοντα σουγιάδες, τιμωμένους αντί δύο λεπτών, εζήτησε παρά του εμπόρου να τω παραχωρήση ένα, χρεώνων αυτόν. Το επεισόδιον τούτο προεκάλεσε σχόλια και συζητήσεις παρά τη κυβερνήσει, η φήμη του δε διαδοθείσα παρά τω λαώ, επέφερε την μετονομασίαν του ανωτέρου είδους των μαχαιριδίων”.

Σκέφτομαι τον Υδραίο πλοίαρχο, Κυριάκο Σκούρτη, να οδηγεί τον κρατούμενο Κολοκοτρώνη μέσα από τα σοκάκια του Ναυπλίου προς το λιμάνι, ώστε να τον μεταφέρει και να τον φυλακίσει στην Ύδρα, σκέφτομαι τον μικρέμπορο των σουγιάδων ενεό μπροστά στον Κολοκοτρώνη, σκέφτομαι τον Κολοκοτρώνη αχρήματο (όπως κάθε κρατούμενος) να αγοράζει τον σουγιά βερεσέ, σκέφτομαι τον κοντοχωριανό μου Γιάννη Σίτελη, ο οποίος, μέχρι να πεθάνει προσφάτως, έφτιαχνε ακριβώς τον ίδιο σουγιά κολοκοτρώνη, τροφοδοτώντας όλα τα μαγαζιά της Πελοποννήσου, σκέφτομαι τον Βασίλη Αλεξίου που, όταν του ανέφερα τα περί του σουγιά κολοκοτρώνη, μου απάντησε ότι και στο χωριό του, στην Ήπειρο, κολοκοτρώνη τον λένε αυτόν τον σουγιά,  σκέφτομαι...

Αλλά αυτό το στιγμιαίο πέρασμα από την προσφιλή μου Αρκαδία, ήταν αρκετό για να ενεργοποιηθούν προσωπικές μνήμες, και να εισβάλουν ακόμα και σε αυτό το κείμενο. Μνήμες που με οδηγούν στον χώρο της Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, ακριβώς εκεί όπου τελείωσα το εξατάξιο τότε Γυμνάσιο, και κάθε πρωί, φθάνοντας στο σχολείο, αντίκρυζα τη σχετική εντοιχισμένη επιγραφή.

Ανοίγω τις οικείες σελίδες στα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, και βλέπω ότι με τον Ανδρούτσο ήσαν στην ίδια πλευρά των εμφύλιων αντιθέσεων, ήδη από το 1823, σε αυτή τη διασπασμένη εθνοσυνέλευση: “Των προεστών ήτον οι περισσότεροι ... πληρεξούσιοι ... Εγώ είχα τον Οδυσσέα, τον Μούρτζινο και άλλους ... Εμείς εκαθήμεθα εις τα Μελεγίτικα κονάκια και εκείνοι εις τα Αγιαννίτικα, μία τουφεκιά μακριά. Εκείνοι έκαμναν συνεδρίαση και ημείς δεν επηγαίναμε. Αυτοί ήθελαν και εψήφισαν να γίνουν πενήντα στρατηγοί ... Εψήφισαν τόσους στρατηγούς, διατί ενόμισαν να γκρεμίσουν με τούτο την επιρροή την εδική μου. Με επροσκάλεσαν να υπάγω. ... Επήγα εις ένα περιβόλι, όπου έκαμναν την Συνέλευση ... και υπόγραψα, λέγοντας: ‘Ας όψεσθε διά εκείνα, οπού θα ακολουθήσουν κακά εις την πατρίδα μας διά την πολυαρχία’ ”.

Και για τον Μακρυγιάννη, σκέφτομαι, τι λέει ο Κολοκοτρώνης; Προστρέχω στο ευρετήριο ονομάτων του τόμου, και διαπιστώνω ότι πουθενά ο Κολοκοτρώνης δεν αναφέρεται στον, ασήμαντο άλλωστε, μικρο-μπουλουκτσή, που αναδείχθηκε σε στρατηγό μέσα από τις εκδουλεύσεις του στον εμφύλιο. Γράφει όμως γι’ αυτόν ο Γραμματέας Επικρατείας (πρωθυπουργός) στην κυβέρνηση του Καποδίστρια, Νικόλαος Σπηλιάδης: «Ο Χρήστος Παλιογιάννης, Ρουμελιώτης, διετέλει με τριάντα στρατιώτας υπό τον Νικηταράν, και μ’ όλον ότι τον εσέβετο και τον ηγάπα πολύ, άμ’ ακούσας ότι ο Κουντουριώτης πληρόνει μισθούς, τον εγκατέλιπε και έδραμεν εις τους Μύλους, όθεν θα επιστρέψει μετ’ ολίγον να τον πολεμήση... καθώς και οι Ρουμελιώται Μακρυγιάννης, Αναστάσιος Χορμόβας, Σκίπης και άλλοι με ογδοήντα περίπου...”.

Αντίθετα, ο Κολοκοτρώνης αναφέρεται επαινετικά στη δράση των σημαντικών ρουμελιωτών οπλαρχηγών, έστω και αν ευρέθησαν αντίπαλοι στον εμφύλιο. Όπως μάλιστα σημειώνει ο Τερτσέτης: “Ήκουσα ότι εις τον σκοτωμόν του Καραϊσκάκη, μανθάνοντάς τον [ο Κολοκοτρώνης], εμοιρολόγησε ωσάν γυναίκα”.

Θα πρέπει όμως να συνεχίσω, μέσα στα συμφραζόμενα της Επανάστασης του 1821, όχι για να αφηγηθώ εκ νέου την ιστορία της αλλά για να δείξω τι λένε οι πιο επίσημες και γνωστές πηγές, δηλαδή τι έχει διαβάσει ο Εγγονόπουλος όταν το 1942-’43 γράφει τον Μπολιβάρ, φτιάχνοντας την αναλογία ανάμεσα σε αυτές τις δύο ιστορικές στιγμές∙ τις ίδιες βέβαια πηγές έχει διαβάσει και ο Σεφέρης, όταν, την ίδια στιγμή, αναδεικνύει τον Μακρυγιάννη σε εθνικό σύμβολο...

Οι φίλοι του Μακρυγιάννη

Ο ποιητής Θοδωρής Σαμαράς, όταν διάβασε το πρώτο από αυτά τα κείμενά μου, μου επισήμανε κάποιες απολαυστικές σχετικές αναφορές, που τις εντόπισε στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, του φιλέλληνα σερ Τόμας Γκόρντον, που τώρα πλέον την έχουμε στη, χαμένη μέχρι πρότινος, μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η πρώτη μας δίνει μια έκτακτη εικόνα της κυβέρνησης (που αποτελείται από τους αντιπάλους της πλευράς Κολοκοτρώνη-Ανδρούτσου), όταν ο Ιμπραήμ έχει αποβιβασθεί στην Πελοπόννησο: “Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού [Κουντουριώτης], όστις σχεδόν από δύο μηνών δεν έπαυσεν να ομιλεί περί συμμετοχής του εις την εκστρατείαν [κατά του Ιμπραήμ], ανεχώρησεν από Ναύπλιον, Μαρτίου 16, εν μεγάλη πομπή, ιππεύων ωραίον αραβικόν ίππον πλουσίως εστολισμένον και ηνιοχούμενον από έξ ιπποκόμους, προπεμπόμενος από πολυάριθμον ακολουθίαν, από τον σύμβουλόν του Μαυροκορδάτον, και φέρων εις την αποσκευήν του ένα και ήμισυ εκατομμύριον γροσίων. Ασυνείθιστος να ιππεύη, τόσον πολύ εκουράσθη εκ τούτου, ώστε έκαμε τρεις ημέρας να φθάση εις Τριπολιτσάν, όπου έπεσεν ασθενής, και μόλις έφθασεν εις Σκάλαν παρά τον Πάμισον την 5 Απριλίου, εσταμάτησεν, αποτόμως αρνηθείς να εμπιστευθή την κεφαλήν του πλησιέστερον προς τον εχθρόν...”.

Ο Ιμπραήμ βρίσκεται βέβαια μακριά (δυο μέρες δρόμο...), αλλά ο Κουντουριώτης δεν πλησιάζει περισσότερο, εγκαταλείποντας την ιδέα να υποκαταστήσει, ως επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων, τον Κολοκοτρώνη. Ο Παπαρρηγόπουλος, στο σημείο αυτό, είναι εύγλωττα διακριτικός: “Δεν λέγομεν τι περί της οικτράς εκστρατείας του Γεωργίου Κουντουριώτη, όστις βραδέως οποσούν φθάσας εις Καλάμας τάχιστα επέστρεψεν εις Ναύπλιον μη ιδών κατά πρόσωπον τον πόλεμον”.

Ποια είναι όμως η κατάσταση των ελληνικών στρατευμάτων; “Η Ελληνική κυβέρνησις από ικανών μηνών διετέλει μισθοδοτούσα τριάκοντα χιλιάδας ανδρών, οίτινες εκαλούντο στρατιώται∙ όταν νυν κατέστη αναγκαίον να βαδίσωσιν κατά των επιδρομέων του Μορέως, δέκα χιλιάδες δεν ηδυνήθησαν να συλλεχθώσιν” (Τζορτζ Φίνλευ - κι εδώ μεταφράζει ο Παπαδιαμάντης).

Εν τέλει, ο Κουντουριώτης διορίζει “στρατηγό” τον υποτακτικό του, Κυριάκο Σκούρτη: “6 ή 7 χιλ. ανδρών, το άνθος των παλληκαρίων της Ελλάδος, είχον συναθροισθή κατά τα νώτα του εχθρού εις Κρομμύδι ... και ήσαν μεταξύ αυτών δεκαέξ Ρουμελιώται αρχηγοί (ο Βότσαρης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Καρατάσος) περίφημοι επί ανδρεία∙ και όμως ο Κουντουριώτης παραλόγως έταξεν επί κεφαλής των τον Υδραίον Σκούρτην, όστις δεν είξευρε τίποτε από υπηρεσίαν της ξηράς” (Γκόρντον).

Ή, με τον λόγο του Φωτάκου: “Ένεκα του διορισμού τούτου ως αρχιστρατήγου όλοι οι στρατηγοί της ξηράς, ως ήτο επόμενον, εθεώρησαν την τιμή των προσβεβλημένην, και όμως επειδή ο χρυσός τότε ήτο άφθονος, υπέφερον την καταισχύνην ταύτην, τον ανεγνώρισαν και όλοι εξεστράτευσαν υπό τας διαταγάς του”.

Στέκομαι πάλι στα απομνημονεύματα του Σπηλιάδη (1852), ο οποίος μας δίνει την εικόνα ενός μικρο-μπουλουκτσή του τύπου του Μακρυγιάνη, ίσως και μια εικόνα του ίδιου του Μακρυγιάννη, μέσα από τη μετέπειτα διαδρομή του: “Έκτοτε [μετά τη μάχη του Κρεμμυδίου] και οι λεγόμενοι από τους ευφυείς Έλληνας καπετάν δύω και καπετάν πέντε, δηλονότι οι οπωσδήποτε ακολουθούμενοι από δύω ή πέντε ουτιδανά ανθρωπάρια, επαρουσιάσθησαν φέροντες διπλώματα στρατηγών, και είχον την αναίδειαν να διαφιλονεικώσι με τους αξιοσεβάστους αληθείς στρατηγούς της Ελλάδος, και να τους λέγωσιν και ’γω στρατηγός και συ στρατηγός. Και αυτοί θα εύρωσι καιρόν να λέγωσιν ότι αυτοί έσωσαν την πατρίδα, και θα μεταχειρισθώσιν όλα τα μέσα διά να οικειοποιηθώσι τας εκδουλεύσεις τών όντως σωτήρων της πατρίδος”.

Ας επανέλθουμε όμως στο 1825, αφήνοντας τον Υδραίο “στρατηγό” Σκούρτη έρμαιο της ειρωνικής χλεύης του Εγγονόπουλου, και τον Κουντουριώτη -ο οποίος από την Καλαμάτα απέπλευσε εις Ναύπλιο- έρμαιο της χλεύης του Φίνλευ: “επανέκαμψεν εις την έδραν της κυβερνήσεως χωρίς να αντικρύσει έναν εχθρό”. Συνεχίζω πάλι στον Γκόρντον, λίγες σελίδες μετά την καταστροφική μάχη του Κεμμυδίου, η οποία είναι μάλλον η σημαντικότερη μάχη της επανάστασης, όσον αφορά τον αριθμό των επαναστατών που παρετάχθησαν και πολέμησαν απέναντι τον εχθρό. Εκεί λοιπόν διαπιστώνουμε, ότι μετά τη μάχη οι ρουμελιώτες οπλαρχηγοί απέρχονται οίκαδε, δυσαρεστημένοι και βλέποντες το μάταιο του πολέμου με τέτοιες επιλογές του Κουντουριώτη, μα και όλοι οι επαναστάτες είναι φοβισμένοι από την ισχύ του Ιμπραήμ∙ ο δε Κολοκοτρώνης είναι ακόμη κρατούμενος στη μονή του Προφήτη Ηλία, του υψηλότερου βουνού της Ύδρας, Έρε. Εξ όλων αυτών, το αίτημα αποφυλάκισής του γίνεται πλέον επείγον και αυτονόητο, αν και όχι ομόθυμο:

Ο Κωλέττης αντέτεινε εις το μέτρον τούτο∙ αλλά μετά ενθέρμους συζητήσεις, η γνώμη του απερρίφθη, και ψήφισμα λήθης και αμνηστείας εδημοσιεύθη την 18 Μαΐου [1825], ανακαλούν, εις την ελευθερίαν, τα δικαιώματα και τας τιμάς των, όλους τους αποκηρύκτους ... Επιτροπή εκ μέρους της κυβερνήσεως έφερε τον Κολοκοτρώνη και τους συνδεσμώτας του εις Ναύπλιον και μετά την τελετή δημοσίου συμφιλιώσεως ... διωρίσθη στρατάρχης”.

Ήδη βέβαια το αγγλικό δάνειο, για το οποίο είχε εργαστεί δραστήρια ο Γκόρντον, έχει σχεδόν εξανεμισθεί, κυρίως σε μισθούς των ρουμελιωτών, μεταξύ των οποίων και ο Μακρυγιάννης, προκειμένου να πολεμήσουν απέναντι στην πλευρά Κολοκοτρώνη, με αποτέλεσμα, τώρα, ο απελευθερωθείς Κολοκοτρώνης να ξεκινήσει σχεδόν απ’ την αρχή, οργανώνοντας την αντίσταση κατά του Ιμπραήμ.

Εδώ σταματάω αυτή την ατελεύτητη προσφυγή στα πραγματολογικά στοιχεία της Επανάστασης του 1821, πάνω στα οποία εδράζεται ο Μπολιβάρ, σημειώνοντας όμως ότι ο σερ Τόμας Γκόρντον δεν συμπαθούσε καθόλου τον Κολοκοτρώνη, αλλά και ότι η (αγγλόφωνη) Ιστορία του ήταν ευρέως γνωστή ήδη από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, και αξιοποιήθηκε ιδιαίτερα από τον Τρικούπη, τον Φίνλευ και τον Χέρτσβεργ, στη συγγραφή των δικών τους ιστοριών της Επανάστασης, όπως σημειώνουν οι ίδιοι, καθώς και από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, με όλες τις ιστορίες να συνηγορούν επί αυτών των γεγονότων. (Να σημειώσω επίσης ότι ο Εγγονόπουλος γνώριζε εξαιρετικά αγγλικά, και, όπως όλοι ομολογούν, διάβαζε, διάβαζε πολύ - όπως και ο Σεφέρης άλλωστε…).

Θα επανέλθω την επόμενη Κυριακή, επικεντρώνοντας αποκλειστικά στην ιστορική στιγμή που γράφεται ο Μπολιβάρ, δηλαδή στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και την αντίσταση, φωτίζοντας την ιστορική αντίληψη του Εγγονόπουλου, που είναι διαμετρικά αντίθετη με τη μακρυγιαννική εθνική αφήγηση του Σεφέρη.

Ο σουγιάς “κολοκοτρώνης” του Σίτελη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL