Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
15.3°C18.4°C
3 BF 56%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
11.8°C16.6°C
3 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
15 °C
13.2°C15.0°C
3 BF 71%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
15.5°C16.8°C
4 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
15.9°C15.9°C
2 BF 55%
Οι εθνικισμοί στη συνάφεια της γεωπολιτικής
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Οι εθνικισμοί στη συνάφεια της γεωπολιτικής

του Νίκου Κατσιαούνη*

«Δεν μπορούμε να φανταστούμε ποιοι δυσκολεύονται να το καταλάβουν: “Ξέρουμε τι είναι όταν δεν μας ρωτάτε”, αλλά δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε ή να το ορίσουμε εν συντομία»
Ουώλτερ Μπάτζοτ, «Περί έθνους»

Τελικά, το κράτος γέννησε το έθνος ή το έθνος γέννησε το κράτος; Προϋπήρχαν οι εθνικές ταυτότητες και τα εθνικά φαντασιακά των κρατικών συγκροτήσεων ή στην αυγή των Νέων Χρόνων η δημιουργία των σύγχρονων κρατών οδήγησε και στην κατασκευή των εθνικών φαντασιακών; Ή, από την άλλη, κράτος και έθνος δημιουργούνται ταυτόχρονα πάνω στα ερείπια της φεουδαλικής οργάνωσης, αποτελώντας την κοινωνικοϊστορική ενσάρκωση των νεωτερικών και διαφωτιστικών εξαγγελιών της ανθρωπότητας; Η απάντηση είναι εύκολη μόνο αν κάποιος τοποθετηθεί από μια καθαρά ιδεολογική θέση που θα εξυπηρετεί τη δική του αφήγηση για τον κόσμο.Η έννοια του έθνους είναι έννοια καθοριστικά πολιτική, η οποία στις αρχικές της σημασιακές και νοηματικές καταβολές λειτούργησε ως αναγκαίο συμπλήρωμα της ελλειμματικής έννοιας του «λαού».

Οι πρώιμοι ευρωπαϊκοί εθνικισμοί αποτέλεσαν το ιδεολογικό και πολιτικό άρμα για την ομογενοποίηση του εσωτερικού των κρατικών δομών και τη μετάβαση από τις βασιλικές και δυναστικές κοινωνίες στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ασχέτως του αν τα έθνη αποτελούν φαντασιακές κοινοτητες που ετεροπροσδιορίζονται ή αυτοπροσδιορίζονται, το σίγουρο είναι ότι παράγουν νόημα και πολιτική για τα άτομα και τις κοινωνίες. Το «μακεδονικό» ζήτημα τίθεται εκ νέου με ένταση σε μια περίοδο που οι εθνικές πολιτικές και θεάσεις δεν καθορίζονται τόσο από τις μυθολογικές και καταγωγικές τους συνάφειες ή από τις φετιχοποιημένες συλλογικές υποστασιώσεις τους. Το τέλος της διπολικότητας του προηγούμενου αιώνα εγκαινίασε μια νέα πλανητική εποχή, όπου οι γεωπολιτικές εξελίξεις και η ισχύς επικαθορίζουν ως επί το πλείστον τις εθνικές πολιτικές, επιβάλλοντας τα αντίστοιχα πρότυπα.

Έτσι, το «μακεδονικό» σήμερα ανακινείται όχι από την απόφαση των δύο κρατών για εξεύρεση λύσης σε ένα χρόνιο πρόβλημα, αλλά από τις γεωπολιτικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο όπου οι αξιώσεις ισχύος των ηγεμονικών κρατών αναδιατάσσουν τον παγκόσμιο χάρτη, μιας και η πολιτική και οικονομική κρίση επιβάλλει το ξαναμοίρασμα της τράπουλας.Η Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι μια χώρα η οποία πλήττεται από πολλά και χρόνια προβλήματα (αδυναμίες συγκρότησης συνοχής και ομοιογένειας στο εσωτερικό, μεγάλο ποσοστό διαφθοράς και ανεργίας, ανοιχτές πληγές στο κοινωνικό σώμα κ.λπ). Η ένταξή της (και η υποταγή) στην ευρωατλαντική συμμαχία την παρούσα στιγμή αποτελεί το «τίμημα» και το «εισιτήριο» ώστε να επιλυθούν, τουλάχιστον, τα ζητήματα της ομοιογένειας στο εσωτερικό και να μην αποκοπεί από τις ηγεμονικές δυνάμεις που καθορίζουν την πλανητική εξέλιξη. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, και οι δύο χώρες, παρ’ όλες τις διαφορές, βρίσκονται σε δυσχερή θέση στο παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας. Η Ελλάδα δείχνει να μετατοπίζεται από μια αδέξια πολιτική των «εθνικών δικαίων» στην ρεαλιστική πολιτική που επιβάλουν οι κυρίαρχες δυνάμεις.

Οι ηθικιστικές φωνές του ελληνικού εθνικισμού που επιτάσσουν ότι η Ελλάδα έχει το δίκιο με το μέρος της και ότι όλη η υφήλιος θα πρέπει να το αντιληφθεί έδειξαν τα όριά τους, λειτουργώντας περισσότερο ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις μιας ήδη ξοφλημένης λογικής, η οποία περισσότερο αναδείκνυε την υποταγή και την ταπείνωση παρά τον επιθετικό της χαρακτήρα. Όπως γλαφυρά αναφέρει και ο Παναγιώτης Κονδύλης, «όποιος μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα “δίκαιά” του».

Τα συλλαλητήρια που έγιναν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δεν εκπλήρωσαν τις προσδοκίες των διοργανωτών τους – χωρίς να σημαίνει ότι ήταν αμελητέα. Ενδεχομένως αρκετοί να κατάλαβαν ότι το «μακεδονικό» ζήτημα πάει προς επίλυση, με ή χωρίς την πρόθεση των κυβερνήσεων των δύο χωρών, αλλά σίγουρα λόγω της βούλησης των «συμμαχικών» δυνάμεων. Και εδώ θα ήταν αρμόζον να πούμε ότι στην αναχαίτιση των εθνικιστικών απόψεων έπαιξε μεγάλο ρόλο και η μακροχρόνια και εμπεριστατωμένη κριτική ενάντια στον ελληνικό εθνικισμό και των μυθολογιών του από το 1992 και έπειτα. Ίσως είναι ανάξιο λόγου να αναφερθούμε στο καρναβάλι του παραδοσιολατρικού εθνικισμού, με τις αρχαίες ενδυμασίες, τα εκκλησιαστικά άμφια, τους χριστιανικούς σταυρούς και τις χλαμύδες. Είναι γεγονός όμως ότι, παρ’ όλη την παγκοσμιοποίηση, οι υπερεθνικοί σχηματισμοί (πχ η Ευρωπαϊκή Ένωση) και οι διαβεβαιώσεις ότι μέσα από μια ενιαία πολιτική θα αποφευχθούν οι συγκρούσεις και θα συγκροτηθεί μια πολιτική κοινότητα ικανή να δρα συντονισμένα και αποφασιστικά έχουν πλέον διαψευσθεί παταγωδώς.

Οι τριγμοί των τελευταίων ετών έχουν ως αποτέλεσμα τεράστιες ανακατατάξεις και αντιθετικές αξιώσεις ισχύος μέσα στους ίδιους αυτούς σχηματισμούς, γεγονός που έχει οδηγήσει ένα μέρος των ευρωπαϊκών κοινωνιών (και όχι μόνο) στην ενίσχυση των εθνικών συλλογικών ταυτοτήτων ως αντιστάθισμα στην επέλαση της «θεολογίας» της αγοράς – ελλείψει άλλης ταυτότητας, για παράδειγμα ταξικής . Και ίσως εδώ να τίθεται ένας ευρύτερος προβληματισμός για την ελληνική πραγματικότητα. Διότι είναι εμφανές ότι ένας ακροδεξιός πόλος, «σοβαρότερος» από τη ναζιστική συμμορία, αναζητά τους όρους συγκρότησής του. Και τα εθνικά ζητήματα αποτελούν την καλύτερη σπορά για τέτοιες απόπειρες.Κανείς δεν είναι σίγουρος ούτε μπορεί να εγγυηθεί για το πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα.

Στη συνάφεια της κρίσης της πολιτικής εκπροσώπησης και της οπισθοχώρησης των χειραφετητικών ουτοπιών, το ζήτημα της ενίσχυσης των εθνικισμών αποτελεί μια απειλή την οποία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι κοινωνίες, και μάλλον όχι στο τόσο μακρινό μέλλον.

Οι νέοι εθνικισμοί δεν προσομοιάζουν στους επιθετικούς εθνικισμούς του μεσοπολέμου, αλλά προσπαθούν να συγκροτηθούν και να εδραιωθούν στη βάση της θεσμικής κανονικότητας, ως μια εναλλακτική δύναμη απέναντι στη διάλυση του κοινωνικού. Ο γερο-Έγελος μάς προειδοποιούσε ότι αν μπορούμε να διδαχθούμε κάτι από την Ιστορία είναι ότι δεν μπορούμε να διδαχθούμε τίποτα. Η υποτίμηση και η κοινωνική οκνηρία απέναντι σε φαινόμενα εθνικισμού σε μια ρευστή περίοδο κοινωνικών και πολιτικών μετατοπίσεων μόνο προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει. Και ευτυχώς σήμερα οι φωνές που αντιτίθενται σε αυτά είναι αρκετές, σε αντίθεση με μερικές δεκαετίες πριν.

* Eκδότης και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Έρμα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL