Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σκόνη
18 °C
14.7°C19.3°C
2 BF 87%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
13 °C
12.0°C13.9°C
0 BF 89%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
16 °C
15.0°C16.6°C
4 BF 76%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
18 °C
17.7°C19.3°C
2 BF 87%
ΛΑΡΙΣΑ
Ομίχλη
12 °C
11.9°C13.0°C
0 BF 100%
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ / Το χαμένο βλέμμα του Οδυσσέα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ / Το χαμένο βλέμμα του Οδυσσέα

της Έλενας Ψυλλάκου*

Ηταν μεταξύ 1995 και 1997 όταν σε κινηματογραφικές αίθουσες ανά τον κόσμο ξεκινούσε η περιπλάνηση ενός σύγχρονου Οδυσσέα∙ μια περιπλάνηση χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Η διάσημη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Το βλέμμα του Οδυσσέα, χαράσσοντας το δικό της μοναδικό μονοπάτι στην ιστορία του κινηματογράφου, οδήγησε ένα ετερόκλητο κοινό, με διαφορετικό εθνοτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, στα χνάρια ενός ανθρώπου εξίσου ετερόκλητου. Ο Α (Harvey Keitel) δεν έχει ούτε συνηθισμένο όνομα ούτε μία γλώσσα ούτε μία πατρίδα. Με μοναδική ιδιότητα εκείνη του σκηνοθέτη «επιστρέφει» μετά από πολλά χρόνια στην Ελλάδα, αναζητώντας το «πρώτο βλέμμα» στα Βαλκάνια: τρία ανεπεξέργαστα φιλμ των αδελφών Μανάκη που χάθηκαν από την ιστορία. Είναι οι εικόνες από το δικό τους έργο – γυναίκες που υφαίνουν στο ελληνικό χωριό Αβδέλλα το 1905 – καθώς και η διερώτηση του Α για το πρώτο χαμένο βλέμμα στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια που εισάγουν το θεατή σε μια πολλαπλή αφήγηση: η ιστορία διασταυρώνεται με τη μυθοπλασία σε εκείνο που σύμφωνα με τον Ρικέρ συνιστά την ιστορικότητα ή ιστορική προϋπόθεση του ίδιου του ανθρώπου.

Πιάνοντας το νήμα από κάποια αρχή, σημειώνεται πως οι διάσημοι και πρωτοπόροι κινηματογραφιστές των αρχών του 20ού αιώνα φωτογράφιζαν και κατέγραφαν, για περισσότερα από 60 χρόνια «μια νέα εποχή∙ έναν καινούριο αιώνα∙ πρόσωπα, γεγονότα, τις αναταραχές στα Βαλκάνια […] Δεν τους απασχολούσε η πολιτική ή τα φυλετικά ζητήματα […] Τους ενδιέφεραν οι άνθρωποι […] Ήταν πάντα εν κινήσει, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της εκπτίπτουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας, καταγράφοντας τα πάντα, τοπία, γάμους, τοπικά έθιμα, πολιτικές αλλαγές, πανηγύρια, επαναστάσεις, μάχες, επίσημες γιορτές, σουλτάνους, βασιλιάδες, πρωθυπουργούς, ιερείς, επαναστάτες». Η ιστορική πορεία αυτών των προσωπικοτήτων που ξεκίνησε στην Αβδέλλα των Γρεβενών και κάλυψε την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων διακόπηκε βίαια, όταν το 1939 κάηκε ο κινηματογράφος που διατηρούσαν στην πόλη του Μοναστηρίου. Αργότερα, ο ένας εκ των αδελφών δώρισε σημαντικό μέρος του αρχείου στη Γιουγκοσλαβία και έτσι κατέληξε στην ταινιοθήκη των Σκοπίων. Εικόνες από το πρωτότυπο έργο τους «διακόπτουν» συχνά το μυθοπλαστικό περιβάλλον του σύγχρονου Οδυσσέα που σύντομα μετατρέπει αυτό το ταξίδι σε υπαρξιακή αναζήτηση του δικού του χαμένου βλέμματος που αφήνει κενό αποτύπωμα στο φωτογραφικό υλικό του.

Σε μια χαρακτηριστική περίπτωση πολλαπλής αναφορικότητας, η ιστορία και το υλικό των αδελφών Μανάκη γίνεται αντικείμενο αφήγησης μέσα στην αφήγηση, όταν ο Α στρέφεται στην υπεύθυνη της ταινιοθήκης των Σκοπίων, ρωτώντας για τα τρία εκείνα χαμένα φιλμ που «δεν αναφέρονται από κανέναν ιστορικό του κινηματογράφου». Χαρτογραφώντας τα ίχνη του χαμένου έργου τους και ψηλαφώντας τα ίχνη της δικής του χαμένης ταυτότητας, ο Α βρισκόταν τότε στον έναν μόνο από τους αναρίθμητους σταθμούς του. Ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη και τη Φλώρινα όπου επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια για την προβολή της δικής του ταινίας. Εκεί θα δει τις αντιδράσεις «θρησκευτικών οργανώσεων και φανατικών» ενάντια στο έργο του και θα θορυβηθεί για μια «βαλκανική πραγματικότητα που είναι πολύ πιο σκληρή». Διασχίζοντας τα σύνορα με την Αλβανία θα δει ανθρώπους, άλλους σε κίνηση, άλλους να στέκονται στα όρια των συνόρων∙ θα αφήσει μια ηλικιωμένη γυναίκα σε έναν τόπο που γνωρίζει από τα νιάτα της, αλλά δεν αναγνωρίζει πια (Κορυτσά).

Στον δρόμο προς τα Σκόπια θα ακούσει τον ταξιτζή (Θανάσης Βέγγος) να αγωνιά για την Ελλάδα που «πεθαίνει σαν λαός», που «έκανε τον κύκλο της». Στα Σκόπια θα ταυτιστεί πια με την ιστορική διαδρομή των αδελφών Μανάκη. Τα βήματά του, μια αόρατη δύναμη, θα τον οδηγήσουν από τη Φιλιππούπολη (το Plovdiv, όπως του επισημαίνουν στα σύνορα) στο Βουκουρέστι και σε μια συνάντηση με την παιδική του ηλικία, στην Κοστάντζα. Εκεί θα ξαναβρεί την οικογένειά του και θα αναβιώσει τα κρίσιμα χρόνια του ’45, του ’48 και του ’50, τις πρώτες ρωγμές στη δική του ιστορία, την πρωταρχική εκείνη διαπίστωση ότι οι κοινωνίες αλλάζουν και ότι η απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι;» και «πού ανήκω;» δεν μπορεί παρά να τελεί υπό διαρκή διαπραγμάτευση ή να παγιώνεται γύρω από φαντασιακές κατασκευές.

Στο σύντομο πέρασμά του από το Βελιγράδι θα συναντήσει ένα φίλο από τα παλιά για να αναλογιστούν «τις διαψεύσεις τους», «τον κόσμο που δεν άλλαξε, όσο κι αν το ονειρεύτηκαν», «εκείνους που διάλεξαν να φύγουν νωρίς». Στον δρόμο από το Βελιγράδι για το Σεράγεβο θα βρεθεί ανάμεσα σε συντρίμμια, υλικά και ψυχικά. Στο «πληγωμένο» από τον πόλεμο Σεράγεβο η ελπίδα θα γεννηθεί μέχρι να πεθάνει. Τα χαμένα φιλμ θα βρεθούν και θα προβληθούν, αλλά χωρίς τη σωστή φόρμουλα. Ο Α βρίσκεται να κοιτάζει μια κενή εικόνα, όμοια με εκείνη που προκαλούσε το δικό του βλέμμα. Το ταξίδι του δεν έχει τελειώσει και σε μια στιγμή θλίψης φαντάζεται πια μια μακρινή επιστροφή «με τα ρούχα ενός άλλου ανθρώπου, με το όνομα ενός άλλου ανθρώπου», μια «άφιξη» στον τόπο της «αφετηρίας» που θα είναι «απρόσμενη». Σε αυτήν την φαντασιακή επιστροφή, η ταυτότητά του θα υφαίνεται γύρω από τη λεμονιά στον κήπο, το παράθυρο με το φεγγαρόφωτο, τα σημάδια στο σώμα, τα σημάδια του έρωτα και φυσικά την Πηνελόπη που παρακολουθούμε ως θεατές να αλλάζει ρόλους και συνοδεύει πιστά τον Οδυσσέα σε κάθε του σταθμό (Maia Morgenstern).

Εκεί θα γίνει ο αφηγητής του ταξιδιού του. Θα επιστρέψει στα Βαλκάνια, θα διασχίσει ξανά τα σύνορα. Χωρίς κάμερα σαν εκείνη των αδελφών Μανάκη θα ενώσει τα στιγμιότυπα στο δικό του φιλμ και θα «φτιάξει» μια ιστορία που θα έχει αρχή, μέση και τέλος, που θα έχει μια Πηνελόπη για πατρίδα, μια γλώσσα σωματική και συναισθηματική που μένει ανεξίτηλη στον χρόνο, σύνορα που θα τα διασχίσει αν χρειαστεί, γνωρίζοντας όμως πια τον δρόμο της επιστροφής, μια ιστορία που θα του δώσει ένα όνομα και μια ταυτότητα, κάτι που θα έδιωχνε τη θλίψη του.Η αφήγηση της ιστορίας επομένως συναντά τη μυθοπλασία σε μια αφήγηση του εαυτού που όμως διχάζεται ανάμεσα στην επιθυμία μιας ταυτότητας και τη φαντασιακή συγκρότησή της. Έτσι ο Α δεν επιστρέφει. Παραμένει χωρίς πατρίδα και χωρίς γλώσσα. Δεν είναι ούτε Έλληνας ούτε Μακεδόνας ούτε Σέρβος ούτε Βούλγαρος ούτε Ρουμάνος. Δεν είναι ούτε Βαλκάνιος. Είναι εκείνες οι στιγμές που οι ταυτότητες κλονίζονται, ό,τι θεωρείται δεδομένο αμφισβητείται, τα τείχη διαλύονται για να ξαναχτιστούν και η ιστορία ξαναγράφεται – στις αρχές του αιώνα, στο τέλος του και σήμερα. Από το «πρώτο βλέμμα» στο δικό του σήμερα φαίνεται να λείπει εκείνη η κατασκευασμένη συνέχεια που προϋποθέτει κάθε είδους αφήγηση και που οριοθετεί τόσο το άτομο όσο και τους λαούς, τα έθνη, τις κοινωνίες.

«Το σπίτι μας είναι το σπίτι σου. Το σπίτι μας. Διασχίσαμε τα σύνορα και είμαστε ακόμα εδώ. Πόσα σύνορα πρέπει να διασχίσει κανείς για να φτάσει σπίτι;», αναρωτιέται ο Α ως ο σκηνοθέτης εκείνου του αμφιλεγόμενου έργου που δέχεται τα πυρά των «θρησκευτικών οργανώσεων» και των «φανατικών». Και το ταξίδι συνεχίζεται…

* Διδάκτορας Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL