Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
23.5°C26.6°C
3 BF 38%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
20.2°C25.3°C
3 BF 38%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
19.9°C22.1°C
3 BF 56%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
22 °C
19.8°C23.8°C
5 BF 52%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
24.0°C24.9°C
3 BF 36%
Χείμαρροι, ρέματα και η χαμένη υπόθεση του Κτηματολογίου
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Χείμαρροι, ρέματα και η χαμένη υπόθεση του Κτηματολογίου

Του Μιχάλη Σάρρα*

Θα μπορούσε να ήταν κωμικό αν δεν ήταν τραγικό. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. -και ίσως από τις ελάχιστες στον κόσμο- που δεν διαθέτει Κτηματολόγιο, δηλαδή δεν διαθέτει έναν ενημερωμένο χάρτη όπου να καταγράφονται όλες οι ιδιωτικές περιουσίες, η δημόσια περιουσία, τα ρέματα, τα δάση, οι χείμαρροι κ.ο.κ. Τις συνέπειες αυτής της θεμελιώδους απουσίας τις πληρώνουμε πανάκριβα σε χρήματα, κυρίως όμως σε ανθρώπινες ζωές. Η πρόσφατη τραγωδία στη δυτική Αττική, αλλά και παρόμοιες πλημμύρες παλιότερα, όπως και πολλές από τις δασικές πυρκαγιές κατά τη θερινή περίοδο θα ήταν λιγότερο καταστροφικές ή/και θα μπορούσαν να αποφευχθούν εάν η χώρα διέθετε ένα πλήρες Κτηματολόγιο.

Το θέμα δεν παραμελήθηκε και ούτε έλειψαν οι ειδικοί και τα οικονομικά και άλλα μέσα. Οι προσπάθειες που έγιναν για τη δημιουργία Κτηματολογίου ήταν πολλές και χρονολογούνται από το έτος ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Όλες οι ενέργειες που έγιναν τον 19ο αιώνα απέτυχαν, ενώ αγνοήθηκε το οθωμανικό Κτηματολόγιο, που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός σύγχρονου για τα δεδομένα της εποχής κτηματολογικού χάρτη. Παρόμοια εξέλιξη είχε η υπόθεση του Κτηματολογίου σε όλον τον 20ό αιώνα, με τις προσπάθειες για την ολοκλήρωσή του να εντείνονται ανά περιόδους. Στις μέρες μας, η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου εντάχθηκε στους όρους της πρώτης δανειακής σύμβασης (2010). Ωστόσο, ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει από τότε. Ίσως τη μόνη θετική εξαίρεση να αποτελεί η επιτάχυνση της ανάρτησης και κύρωσης των δασικών χαρτών που έχει πραγματοποιηθεί -κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια- για διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Εντούτοις, αν και εξαιρετικά σημαντικοί, οι δασικοί χάρτες από μόνοι τους δεν αρκούν αν δεν συνοδεύονται από ολοκληρωμένα κτηματολογικά δεδομένα.

Οι πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες στη Μάνδρα Αττικής αποτέλεσαν αφορμή να γραφούν πράγματα για τις αιτίες της τραγωδίας που έχουν ειπωθεί πολλές φορές κατά το παρελθόν και δυστυχώς -μάλλον- θα ειπωθούν ξανά στο μέλλον σε αντίστοιχες καταστροφές. Σκιαγραφήθηκαν οι διαχρονικές ευθύνες της Πολιτείας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι πελατειακές σχέσεις, η παράνομη δόμηση, οι καταπατήσεις και η καταστροφή των δασών, η δόμηση σε ρέματα κ.ο.κ. Αυτό που ίσως θίχτηκε, αλλά δεν αναλύθηκε, τουλάχιστον στο μέτρο της βαρύνουσας σημασίας του, είναι η κύρια αιτία που εμποδίζει την ορθολογική διαχείριση της γης και την καταγραφή δασών, ρεμάτων, χειμάρρων και γενικά της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, διαδικασία που θα μπορούσε να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για παρόμοιου τύπου καταστροφές.

Ιστορικά, ο τρόπος που διαχειρίστηκε η ελληνική Πολιτεία τη γη και ιδίως τις δημόσιες εκτάσεις και τη δημόσια περιουσία ευνοούσε τις αυθαίρετες καταπατήσεις και ιδιοποιήσεις προς όφελος κάθε λογής καταπατητών. Το καθεστώς της απόλυτης αδιαφάνειας στη διαχείριση των δημόσιων εκτάσεων, τα ασαφή ιδιοκτησιακά δικαιώματα και η γενικότερη ασάφεια επί των τίτλων κυριότητας οδήγησαν σε πολεοδόμηση ή αυθαίρετη ιδιοποίηση δασών, κοινόχρηστων εκτάσεων, ρεμάτων, ακόμη και παραλίμνιων εκτάσεων και πρώην τμημάτων λιμνών. Ποιο ήταν όμως το κοινωνικό υπόβαθρο των καταπατητών; Δεδομένης της μαζικότητας του φαινομένου, με ασφάλεια υποθέτουμε ότι σχεδόν ο καθένας μπορούσε (και δυστυχώς μπορεί ακόμη) να καταπατήσει δημόσια έκταση. Είτε για να μεγαλώσει το σπίτι του είτε για να χτίσει το εξοχικό του είτε για να ιδιοποιηθεί εκτάσεις και να τις νομιμοποιήσει (πουλώντας τες αργότερα ως οικόπεδα) είτε για να μεγαλώσει τις εκτάσεις βόσκησης ή καλλιέργειας (προσκομίζοντας αμφιβόλου εγκυρότητας στοιχεία και μαρτυρίες).

Θα λέγαμε ότι υπάρχει μια κάπως γενικευμένη συναίνεση σε κάθε είδους καταπάτηση δημόσιας περιουσίας, καθώς και μια σχετικά διαταξική συμμετοχή σε αυτή. Βέβαια, όσο το οικονομικό όφελος μιας καταπάτησης είναι μεγάλο (π.χ. προαστικοποίηση της Αθήνας ή άλλων μεγάλων πόλεων με ακριβές περιοχές που παλιότερα ήταν δάση) τόσο το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο του επίδοξου καταπατητή επηρεάζει τη «διευθέτηση» της καταπάτησης. Με άλλα λόγια, αν και οι καταπατητές προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα, η αξία της επιχειρούμενης παράνομης ιδιοποίησης δημόσιας έκτασης προσδιορίζει το κοινωνικό προφίλ του καταπατητή. Έτσι, λοιπόν, η διάχυτη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα κουλτούρα αυθαιρεσίας και ιδιοτέλειας και η εν τέλει πολιτική συμπεριφορά της ιδιοποίησης δημόσιων εκτάσεων ή/και της αυθαίρετης δόμησης αποτελούν καταλυτικούς παράγοντες για τη συνεχή αναστολή και παρεμπόδιση της δημιουργίας του Κτηματολογίου.

Επειδή, όμως, το ζήτημα δεν είναι μόνο κοινωνικοϊδεολογικό, αλλά κυρίως πολιτικό, θα λέγαμε ότι η παραπάνω εξήγηση εν μέρει μόνο αρκεί για να ερμηνεύσουμε τη διαχρονικότητα του φαινομένου. Το έδαφος, η γη, αποτελεί έναν από τους πρωτογενείς συντελεστές της παραγωγής, που για κάθε οικονομία και για κάθε χρονική περίοδο είναι δεδομένη και σταθερή. Η διαχείριση του εδάφους επηρεάζει εκ των πραγμάτων το παραγωγικό αποτέλεσμα, δηλαδή την παραγωγή πλούτου. Όταν αυτή γίνεται με τρόπο ανορθολογικό, με τρόπο που εμποδίζει ή δυσχεραίνει τη φυσική αναπαραγωγή του, είναι λογικό να καταστρέφεται ή να επιβραδύνεται μέρος της παραγωγικής διαδικασίας. Παράλληλα, η διαχείριση του παραγωγικού συντελεστή - γη αναδεικνύει εκείνα τα κοινωνικά στρώματα ή άτομα που διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στον έλεγχό του και αντλούν την οικονομική τους δύναμη ή την πολιτική τους εξουσία από τον τρόπο διαχείρισης της γης. Σε τελική ανάλυση, αντλούν τα οφέλη τους χάρη στη θέση τους στη διαχείριση της παραγωγής. Όσο καρπώνονται οφέλη εξαιτίας αυτής της ανορθολογικής διαχείρισης της γης, και εν τέλει της παραγωγής, τόσο θα αναπαράγεται η οικονομική/πολιτική τους δύναμη εις το διηνεκές και συνακόλουθα ο ανορθολογικός τρόπος διαχείρισης της γης. Και όσο δεν υπάρχει ή δεν είναι αρκούντως δυναμική η πίεση για εξορθολογισμό της διαχείρισης της γης, δηλαδή της δημιουργίας και Κτηματολογίου, τόσο θα συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος.

Από τη στιγμή που το φαινόμενο των καταπατήσεων έχει μαζική διάσταση, δηλαδή έχει τη συναίνεση, μικρότερη ή μεγαλύτερη, των πολυπληθών μικρομεσαίων στρωμάτων, τόσο ενισχύεται πολιτικά και ιδεολογικά, σε βαθμό που τείνει να καταστεί θεσμός, έστω και άτυπος. Κατά κάποιον τρόπο, εξαιτίας της ασυδοσίας που υπάρχει στις καταπατήσεις, θα λέγαμε -αστειευόμενοι- ότι το πέρα ώς πέρα ανορθολογικό σύστημα διαχείρισης της ελληνικής γης καταλήγει να είναι αρκούντως δημοκρατικό και προκλητικά ανοιχτό σχεδόν σε όσους το επιθυμούν. Έτσι, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε μια δημοκρατία μικρομεσαίων καταπατητών και αυθαιρετούχων.

Σε κάθε περίπτωση, η διαχρονικότητα και η ένταση του φαινομένου των καταπατήσεων, δηλαδή η ερμηνεία της απουσίας του Κτηματολογίου, οφείλεται πρωταρχικά στο γεγονός ότι η γη αποτελεί συντελεστή παραγωγής. Εξαιτίας αυτού επηρεάζει την παραγωγική διαδικασία και αναδεικνύει τα κοινωνικά στρώματα που ελέγχουν τη διαχείριση της γης. Όσο η τελευταία γίνεται με όρους που δεν έχουν ως πρώτη προτεραιότητα την ορθολογιστική διαχείριση της παραγωγής, αλλά (μικρο)πολιτικές, προσωπικές, πελατειακές στοχεύσεις, τόσο θα επηρεάζεται το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας και φυσικά το σύνολο της δημόσιας διοίκησης. Το τελευταίο μάλιστα θα «μπολιάζει» όλο και περισσότερο τον κοινωνικό χώρο με την ίδια λογική και πρακτική.

Από αυτή την άποψη, η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου αποτελεί ταυτόχρονα μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση στο σύνολο της δημόσιας διοίκησης (αρκεί μόνο να σκεφτούμε πόσες δημόσιες υπηρεσίες / υπουργεία / φορείς / θεσμοί εμπλέκονται στον έλεγχο, στη διαχείριση και τη διεκδίκηση εκτάσεων), που δύναται να περιορίσει τις πελατειακές σχέσεις, τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά στον δημόσιο τομέα. Χωρίς υπερβολή, αποτελεί κορυφαία μεταρρύθμιση για κάθε κυβέρνηση που φιλοδοξεί να αλλάξει το πλαίσιο άσκησης της πολιτικής. Όχι τυχαία, λοιπόν, το ζήτημα συνεχώς επανέρχεται σε κάθε πολιτική και ιδεολογική αναπροσαρμογή του ελληνικού κράτους από τον 19ο αιώνα έως τις μέρες μας.

* Διδάκτωρ Βαλκανικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL