Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.6°C22.4°C
4 BF 41%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
17.0°C19.3°C
3 BF 57%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
17 °C
16.5°C18.0°C
5 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
18.8°C21.1°C
6 BF 59%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
20.7°C20.9°C
4 BF 35%
Γιατί η Γερμανία θέλει περισσότερο χρόνο για να σχηματίσει νέα κυβέρνηση
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Γιατί η Γερμανία θέλει περισσότερο χρόνο για να σχηματίσει νέα κυβέρνηση

Του Jochen Roose*

Είναι περισσότερο από δέκα εβδομάδες που οι Γερμανοί έχουν εκλέξει νέα ομοσπονδιακή Βουλή. Παρ' όλα αυτά, η διαμόρφωση νέας κυβέρνησης ακόμα επίκειται και το αποτέλεσμα δεν μπορεί να προβλεφθεί.

«Αυτή δεν είναι κρίση του κράτους» σχολίασε ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος της Βουλής Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μετά το τέλος των συνομιλιών για σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων. Οι Φιλελεύθεροι εγκατέλειψαν τις συνομιλίες λόγω αμοιβαίας έλλειψης εμπιστοσύνης. Αντιτίθενται σφόδρα σε οποιαδήποτε περαιτέρω μεταβίβαση πόρων σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, ενώ τα άλλα κόμματα, και ιδιαίτερα η Άνγκελα Μέρκελ, θέλησαν να κρατήσουν μια πιο ευέλικτη θέση σε σχέση με τις προτάσεις Μακρόν για διεύρυνση της οικονομικής ενσωμάτωσης.

Ένα ιστορικό εκλογικό αποτέλεσμα

Οι ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία είχαν ένα αποτέλεσμα το οποίο δεν ήταν εντελώς απρόσμενο δεδομένων των προεκλογικών δημοσκοπήσεων, ωστόσο οδήγησε σε μια αμήχανη κατάσταση. Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι από αρκετές απόψεις καινοφανές για τη γερμανική Ιστορία. Ο αριθμός των κοινοβουλευτικών κομμάτων είναι πλέον έξι. Για αρκετές δεκαετίες το γερμανικό κοινοβούλιο αποτελούνταν από τρία κόμματα και οι κυβερνήσεις συνήθως άλλαζαν λόγω της στροφής του μικρού Φιλελεύθερου Κόμματος από τον ένα κυβερνητικό εταίρο, τους Χριστιανοδημοκράτες, στον άλλο, τους Σοδιαλδημοκράτες, και τούμπαλιν. Σταδιακά, περισσότερα κόμματα μπήκαν στη Βουλή, με τους Πράσινους τη δεκαετία του ’80 και τους Κομμουνιστές να έχουν μια δυνατή βάση στην Ανατολική Γερμανία μετά την ενοποίηση της δεκαετίας του ’90. Τώρα, το ακροδεξιό και λαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία όχι μόνο πέρασε το όριο του 5%, αλλά ήρθε στην τρίτη θέση, αφήνοντας πίσω του τους Φιλελεύθερους, τους Κομμουνιστές, και τους Πράσινους. Η επιτυχία ενός ακροδεξιού κόμματος με εμφανείς ρατσιστικές θέσεις στη Γερμανία είναι μια πολύ δυσάρεστη εξέλιξη.

Ο φόβος να κυβερνήσεις μαζί με τη Μέρκελ

Ο ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός κομμάτων στο κοινοβούλιο αυξάνει τις δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης. Οι κλασικοί σύμμαχοι, Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθεροι ή Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι (ενδεχομένως μαζί με τους Κομμουνιστές), δεν διαθέτουν πλειοψηφία. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι μόνο αυτός ο αστερισμός που δυσχεραίνει τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν πολλά κόμματα τα οποία να θέλουν να μπουν στην κυβέρνηση - τουλάχιστον σε μια κυβέρνηση υπό την πρωτοκαθεδρία των Χριστιανοδημοκρατών και της Άνγκελα Μέρκελ. Για δεκαετίες οι Πράσινοι ήταν οι πιο αταίριαστοι εταίροι για τους Χριστιανοδημοκράτες. Μια δυνατή αριστερή πτέρυγα μέσα στο κόμμα έδειχνε να αποκλείει αυτή την εκδοχή. Τώρα, έπειτα από τέσσερα χρόνια εσωτερικών αντιπαραθέσεων και διανοητικής προεργασίας, ήταν καλά προετοιμασμένοι να εισέλθουν σε μια κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες, και ειδικά με την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία εφάρμοσε βασικές πράσινες πολιτικές, όπως η απεξάρτηση από την πυρηνική ενέργεια. Ωστόσο οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Πράσινοι δεν διαθέτουν αρκετές έδρες για να σχηματίσουν μόνοι τους κυβέρνηση.

Άλλοι πιθανοί εταίροι, δηλαδή οι Φιλελεύθεροι και οι Σοσιαλδημοκράτες, θα προτιμούσαν να μείνουν στην αντιπολίτευση. Και οι δύο έχουν συμμετάσχει στο παρελθόν σε κυβερνήσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ. Οι εκλογές που ακολούθησαν την κυβερνητική τους θητεία υπήρξαν και για τους δύο καταστροφικές. Αφότου οι Φιλελεύθεροι σχημάτισαν κυβέρνηση με τους Συντηρητικούς, μεταξύ 2009 και 2013, έμειναν εκτός Βουλής για πρώτη φορά στη (δυτική) γερμανική Ιστορία. Οι Σοσιαλδημοκράτες, κυβερνητικοί εταίροι των Χριστιανοδημοκρατών τις περιόδους 2005-2009 και 2013-2017, έλαβαν σε επόμενες εκλογές το αντίστοιχο μικρότερο ποσοστό τους στη (δυτική) γερμανική Ιστορία. Το συναινετικό μοντέλο διακυβέρνησης της Μέρκελ, η οποία πασχίζει να καταλαγιάζει κάθε ένταση, είναι ένα θανατηφόρο μείγμα για τους κυβερνητικούς εταίρους - τουλάχιστον αυτή είναι μια διαδεδομένη ερμηνεία στη Γερμανία.

Κανονικοποίηση της γερμανικής πολιτικής σκηνής

Εναλλακτικές εξηγήσεις που είναι λιγότερο βολικές για τα κόμματα θα υποδείκνυαν δομικές αλλαγές στην πολιτική και μείζονος σημασίας λάθη από τα ίδια τα κόμματα. Οι Φιλελεύθεροι έχασαν στήριξη αμέσως μόλις μπήκαν στην κυβέρνηση, στο πλαίσιο κατηγοριών για σημαντικές δωρεές και πιθανώς συνδεόμενες με αυτές πολιτικές αποφάσεις. Οι Σοσιαλδημοκράτες ανέλαβαν μια σειρά από σημαντικά κυβερνητικά πολιτικά εγχειρήματα κατά τον παρελθόντα χρόνο, αλλά παρουσίαζαν τους εαυτούς τους κατά την προεκλογική εκστρατεία ως αντιπολιτευόμενο κόμμα. Πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει μια κανονικοποίηση. Η εκλογική επιτυχία ακροδεξιών κομμάτων είναι ένα διαδεδομένο φαινόμενο και η Γερμανία είναι απλώς η τελευταία χώρα στην οποία αυτό επιβεβαιώνεται. Παραδοσιακά μεγάλα κόμματα στο πολιτικό κέντρο έχουν χάσει την ευρεία υποστήριξή τους σε πολλές χώρες. Οι ψηφοφόροι που στρέφονται από το ένα κόμμα στο άλλο έχουν γίνει ο κανόνας, παρά η εξαίρεση. Μικρότερα κόμματα έχουν εισέλθει σε πολλά κοινοβούλια της Ευρώπης. Οι τελευταίες εκλογές έβαλαν τέρμα στη γερμανική εξαίρεση από αυτή την άποψη.

Παρ' όλα αυτά, το γερμανικό πολιτικό σώμα και οι Γερμανοί πολιτικοί χρειάζονται κάποιο χρόνο για να συνηθίσουν σ' αυτό. Μετά την αποτυχία των συνομιλιών μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων, οι Σοσιαλδημοκράτες επανεξετάζουν την άρνησή τους για κυβέρνηση συνασπισμού. Η υπευθυνότητα για τη χώρα και την Ευρώπη αποτελεί κυρίαρχο επιχείρημα που πιέζει το κόμμα, το οποίο θα προτιμούσε να οξύνει το αντιπολιτευτικό του προφίλ. Αφότου ο ηγέτης του κόμματος Μάρτιν Σουλτς απέρριψε ένα νέο συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες τόσο την επομένη των εκλογών όσο και στη συνέχεια, η στροφή στις συνομιλίες για συνασπισμό απαιτεί μια εξήγηση - και χρόνο. Το ενδεχόμενο τα μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος να είναι διατεθειμένα να δώσουν τη συγκατάθεσή τους σε έναν νέο μεγάλο συνασπισμό είναι υπαρκτό, αλλά δεν πρόκειται για κάτι δεδομένο.

Ωστόσο, οι εναλλακτικές σπανίζουν. Μια κυβέρνηση μειοψηφίας θεωρείται ασταθής και θα ήταν καινοτομία για τη Γερμανία σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Σε πολιτικά δύσκολες εποχές για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή πολιτική, αυτή η εκδοχή θεωρείται αδύναμη. Είναι πιθανότερο να γίνουν νέες εκλογές, αν οι συνομιλίες μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών αποτύχουν. Προς το παρόν, μόνο ο Πρόεδρος Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ μπορεί να αποφασίσει νέες εκλογές και εμφανώς δεν προκρίνει αυτή τη λύση. Επίσης, οι νέες εκλογές ίσως να δώσουν ένα πολύ παρόμοιο αποτέλεσμα.

Τροποποίηση, αλλά όχι αλλαγή της Ευρώπης

Για την ώρα ακόμα ένας μεγάλος συνασπισμός μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων μοιάζει με την πιο πιθανή έκβαση. Η ανάγκη για σημαντικές αποφάσεις στην Ευρώπη πιέζει τους Σοσιαλδημοκράτες να αναλάβουν ρόλο στην κυβέρνηση. Ο ηγέτης του κόμματος Μάρτιν Σουλτς είναι ένας αφοσιωμένος ευρωπαϊστής και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα τάσσεται υπέρ μιας αυξημένης ευρωπαϊκής επένδυσης και αμοιβαίας υποστήριξης. Οι Χριστιανοδημοκράτες διαβλέπουν ότι η σταθερότητα στην Ευρώπη θα έρθει με κάποιο κόστος. Ακόμα κι αν οι ψηφοφόροι του δεν είναι υπέρ μιας περαιτέρω αναδιανομής εκτός συνόρων, το κόμμα μπορεί να αφεθεί να συρθεί προς αυτήν την κατεύθυνση από τους Σοσιαλδημοκράτες. Είναι πιθανός επίσης ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης μειοψηφίας από τους Χριστιανοδημοκράτες, μόνους ή με τους Πράσινους. Και στις δύο περιπτώσεις, η πίεση για να δεχθούν την οικονομική επένδυση στην Ευρώπη θα μεγαλώσει τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και από τους Ευρωπαίους εταίρους. Αυτό, ωστόσο, δεν ισοδυναμεί με το τέλος των μέτρων λιτότητας σε μεγάλη κλίμακα, αλλά μάλλον με μετριοπαθείς και στοχευμένες επενδύσεις. Παρ' όλα αυτά, εκτιμάται πως μια κυβέρνηση μειοψηφίας θα είναι λιγότερο επιρρεπής σε μακροπρόθεσμες αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η κατεύθυνση των αποφάσεων, ωστόσο, πιθανότατα θα είναι η ίδια. Έπειτα από μια περίοδο εκνευρισμού, η Γερμανία βαδίζει εμφανώς σιγά - σιγά προς τον σχηματισμό ακόμα ενός μεγάλου συνασπισμού. Ωστόσο, και πριν υπήρχαν πολύ πιο αναμενόμενες εκβάσεις, οι οποίες όμως δεν επιτεύχθηκαν. Η νέα κατάσταση στη γερμανική Βουλή ανοίγει νέες δυνατότητες. Η Γερμανία θα χρειαστεί κάποιο χρόνο για να εξοικειωθεί με αυτές.

* Καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών στο Κέντρο Γερμανικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Βίλλυ Μπραντ», Πανεπιστήμιο του Βρότσουαφ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL